Θεοδόσης Μίχος
Δε σταματά να με εκπλήσσει το ότι όποτε σκέφτομαι τη συναυλία του Στράμερ στο γήπεδο του Σπόρτινγκ (με πιο πρόσφατη τη στιγμή που ο ταχυδρόμος μου έφερε αυτό το καταπληκτικό box set που μόλις κυκλοφόρησαν), το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι η στιγμή που ο Τζο – αυτός ο ψευδοπροφήτης της αέναης επανάστασης που κάποτε φορούσε μπλούζα με τη στάμπα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με ελαφρομυαλιά όχι λιγότερο ειλικρινή από αυτή με την οποία κάποτε όλοι φορέσαμε μαύρα μπλουζάκια με την κόκκινη φωτογραφία του Τσε φάτσα κάρτα (μερικοί από εμάς τα έχουμε ακόμη στο συρτάρι με τα αζήτητα τισέρτ που δε μας κάνουν πια όχι γιατί έχουμε παχύνει αλλά γιατί όταν ήμασταν πιτσιρικάδες φορούσαμε μπλούζες δυο και τρία νούμερα μεγαλύτερες από το κανονικό μας) – έφτυσε στο μικρόφωνο το πρώτο “Hey!”, το πρώτο “Ho!” και το πρώτο “Let’s go” του “Blitzkrieg Bop” των Ramones, για να κλείσει τη δεύτερη συναυλία του στην Αθήνα.
Και αυτό υποθέτω ότι έχει να κάνει με το ότι ήμουν εκεί, λίγα μέτρα μακριά από τη σκηνή, μαζί με τη μικρή μου αδερφή (με την οποία ένα χρόνο μετά θα βρισκόμασταν μαζί και στις σπηλιές της Γρανάδα που ο Στράμερ είχε κάνει για ένα φεγγάρι δεύτερο σπίτι του) και για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ακούγοντας τις πρώτες λέξεις αυτού του τραγουδιού έριξα μια πιο προσεκτική ματιά γύρω μου και κατάλαβα πως το να βρεθεί μία μικροκαμωμένη κοπέλα στο moshpit, ανάμεσα σε αφιονισμένους σαραντάρηδες που με όση ενέργεια τους επιτρέπει η ηλικία τους και η προχωρημένη τριχόπτωση προσπαθούν να αναστήσουν τον παλιό πανκ εαυτό τους και εξαγριωμένους εικοσάρηδες που χορεύουν έξαλλο pogo όπως το έκαναν κάτι σαπιόμπαντες που νόμιζαν ότι έπαιζαν πανκ όταν πια το πανκ είχε ξεψυχήσει, δεν είναι και η πιο καλή ιδέα στον κόσμο, οπότε πλέον (κάλλιο αργά παρά ποτέ, που λένε) δεν ήμουν εκεί απλώς για να δω τον Στράμερ στην κατά γενική ομολογία δεύτερη καλύτερη φάση της (μουσικής) ζωής του. Ήμουν εκεί για να διασφαλίσω ότι από εκεί θα φύγει σώα η sis.
Και κάπως έτσι κατέληξα όχι μια ντουζίνα χρόνια μετά από τότε αλλά νομίζω από την επόμενη κιόλας μέρα της συναυλίας, να μη θυμάμαι ούτε τo “Bankrobber”, ούτε τo “Rudie can’t fail”, ούτε το “London’s burning”, κοινώς να μη θυμάμαι αυτά για τα οποία ποτέ δε χάνω την ευκαιρία να ψιλοκομπάσω ότι πρόλαβα να τα ακούσω live (ναι, τέτοιος είμαι) σε μία από τις τελευταίες συναυλίες ενός στραβοδόντη τύπου που μπορεί η παλιά του μπάντα που επί της ουσίας από μόνος του οδήγησε με φόρα στον τοίχο να μην υπήρξε στην πραγματικότητα “the only band that matters”, μπορεί επίσης και ο ίδιος να μην υπήρξε ποτέ ο συνειδητοποιημένος επαναστάτης που λιγότεροι από όσους το ομολογούν πια πίστεψαν κάποτε ότι είναι, τουλάχιστον όμως δεν έγινε ποτέ τόσο “μεγάλος” όσο ο Μικ Τζάγκερ, όπως είχε πει ότι φοβόταν, όταν ακόμη οι Clash…ξεκινούσαν φωτιές. Και αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα.
Ο Θεοδόσης Μίχος δε μπορεί να αποφασίσει σε ποιο σημείο του σαλονιού του να βάλει το box set The Clash Sound System για να μην του ξύσουν οι τρεις γάτες του.
Μαρία Μαρκουλή
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Και δεν υπήρχε τίποτε τελεσίδικο στον αέρα, τίποτε ανησυχητικό, αλλά μια ροή και η συντροφική επιβεβαίωση πως σήμερα το έργο είναι πάνω –κάτω όλη μας η ζωή με μερικά φλας μπακ και κάμποσα προσεχώς. Ο Τζο Στράμερ επέστρεφε στην πόλη μετά τον Ιούλιο του 1985 και εκείνη την συναυλία των Clash στο Καλλιμάρμαρο που δεν ξεπεράσαμε ποτέ.
Με τους Μescaleros στις 29 Νοεμβρίου (του 2001) στο Σπόρτινγκ και την επόμενη στην Υδρόγειο στη Θεσσαλονίκη. Yπήρχε κάτι στον αέρα και το ένιωθες- ότι δεν είμασταν εκεί για ένα ακόμη live (τίποτε σε σχέση με τον Στράμερ και τους Clash δεν είναι «ένα ακόμη») αλλά ότι μοιραζόμασταν ίδιες αλήθειες και συμφωνούσαμε –πάνω κάτω όλοι εκεί- ότι ο Στράμερ είναι η ψυχή της «μοναδικής μπάντας –τελικά- που μετράει».
Θυμάμαι πως κρατούσα την ανάσα μου ώστε να ακούω όσο πιο καθαρά γινόταν τη φωνή και το χαρακτηριστικό βραχνό του λαχάνιασμα πάνω στα κομμάτια. Ήταν η εποχή του Global a Go Go με τις world αναφορές, που μεταφραζόταν στη σκηνή σε ένα ροκερνρόλ- πανκ γύρο του κόσμου. Όταν έπαιξε Clash το Σπόρτινγκ πήρε φωτιά σα να έμπαιναν απανωτά τρίποντα. Ντυμένος στα μαύρα, ιδρωμένος, ροκενρόλ φιγούρα χωρίς χρονικούς προσδιοριμούς, έδινε ένταση στη στιγμή εκείνη ακριβώς που ζούσαμε- ούτε νοσταλγίες ,ούτε υποσχέσεις. Έχω κρατήσει την εικόνα σα θησαυρό και επιστρέφω πάντα στους Clash σαν προσωπική υπόθεση. Η απώλεια του Τζο πονάει ακόμη.
Η Μαρία Μαρκουλή εκτός από τους Clash λατρεύει και τις VHS ταινίες.
Τίνα Παππά
Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης με πήρε ένα μεσημέρι γεμάτος έξαψη, μόλις το είχε κλείσει: “Φέρνουμε Strummer! Στις 30 του μήνα”. Ηταν η πρώτη μου συναυλία στην ASTRA, και το πρώτο live που δούλεψα επαγγελματικά. Ψάρι εγώ ακόμη, έπαθα έναν μικρό πανικό. Από τη χαρά μου. Δεν είναι και λίγο να ξεκινάς έτσι. Ο Joe Strummer; Seriously; Με τους Mescaleros, αλλά γιατί, λίγο ήταν; Οταν είχε έρθει με τους Clash στο Καλλιμάρμαρο, ήμουν σπόρος ακόμη, δεν είχα πάει. Κάτι παραπάνω από 1000 άτομα στο Σπόρτιγκ, σχολιάζαμε όλοι πόσο ντροπή ήταν να μην έχει γίνει sold-out.
Όλες οι φυλές των Αθηνών και των περιχώρων ήταν εκεί. Πάνκηδες, ροκαμπιλάδες, μοϊκάνια, ροκάδες, μικροί-μεγάλοι, ιδρωμένοι. Και χαρούμενοι. Με το που έφτασε μαζί με τους υπόλοιπους στο χώρο, το team ήταν όλο παραταγμένο. Και σε λίγο τον είδα να περνάει από μπροστά μας. Και άπλωσα το χέρι, κοιτάζοντας με δέος. Και για λίγο σταμάτησε ο χρόνος. Δηλαδή τώρα σφίξαμε τα χέρια με τον Joe Strummer; Τον πιο γοητευτικό, ευγενή αλήτη – ήρωα των εφηβικών μου χρόνων; Τέλεια. Και μετά, αλκοόλ. Πολύ αλκοόλ. Είχα τελειώσει τη δουλειά μου, κι ο άλλος πάνω στη σκηνή χτυπιόταν!
Μοιρασμένο το set, στα παλιά και τα καινούρια με τους Mescaleros, ήταν τόσο δυνατό live που γρήγορα ξεχάσαμε πόσο προτιμούσαμε ορισμένοι να τον δούμε με άλλη μπάντα. Δεν είχε καμία σημασία. Όταν μετά από λίγο καιρό σταμάτησε η καρδιά του απότομα, στο Gagarin που είχε ήδη ξεκινήσει, έγινε ένα από τα ωραιότερα tribute parties που θυμάμαι. Πού να το φανταστώ ότι αυτή η χειραψία θα αποκτούσε διπλή αξία στο μέλλον; Αλλά αυτά τα έχουμε πει. Δηλαδή, τα έχει πει: “the future is unwritten”.
Η Τίνα Παππά είναι η οπτασία που κάνει τις δημόσιες σχέσεις στο Passport και το Half Note μα πάνω απ’ όλα είναι ιδέα.
Νίκος Φερτάκης
Όταν τυχαίνει να βρεθώ σε μια παρέα συνομήλικών μου μουσικόφιλων και η συζήτηση στραφεί στις συναυλίες που έχει δει ο καθένας στη ζωή του συνήθως ακολουθώ αμυντική τακτική. Περιμένω η κουβέντα να αρχίσει να κορυφώνεται, να στραφεί σε μπάντες και μουσικούς που μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «τυχερός» αν τις έχεις δει από κοντά και τελικά προς το αναπόφευκτο: να συζητάμε για ανθρώπους που δεν ζουν πια.
Κάπου εκεί αναφέρω ότι είδα τον Τζο Στράμερ στο Σπόρτινγκ. Θυμάμαι ότι ήμουν πρώτη-δεύτερη σειρά, κάπου στα δεξιά. Θυμάμαι ότι τα περισσότερα τραγούδια ήταν των Mescaleros και τα γούσταρα αν και δεν τα ήξερα. Θυμάμαι να περιμένω να παίξει Clash, θυμάμαι σίγουρα τον χαμό στο “Police & Thieves” και στη διασκευή του “Blitzkrieg Bop” προς το τέλος. Όμως αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο χαραγμένο στη μνήμη ήταν η αντίδραση του Τζο όταν κάποιοι από τους «πάνκηδες» μπροστά στη σκηνή άρχισαν να μανουριάζονται μεταξύ τους.
Τον θυμάμαι να σταματάει το τραγούδι και να τους λέει, να τους προκαλεί ουσιαστικά να ανέβουν στη σκηνή να λύσουν τις διαφορές τους. Θυμάμαι πόσο αυθεντικός μου είχε φανεί εκείνη τη στιγμή αυτός ο τύπος, ο Τζο Στράμερ, συνειδητοποιώ πως αυτός ο τύπος στα 49 του είχε ακόμα τη δύναμη να σημαδεύει εφηβικά μυαλά και γεμίζω περηφάνια που ήμουν εκείνο το βράδυ στο Σπόρτινγκ.
* Ο Νίκος Φερτάκης παίζει κιθάρα στους The Smoking Barrels.
Bonus
Oλόκληρο το ντοκιμαντέρ για τον Τζο Στράμερ, το The Future is Unwritten: