faithfull

Το Παρίσι δεν είναι πια αυτό που θυμόμαστε. Το αισθάνεται κανείς από τη στιγμή που φτάνει στο αεροδρόμιο De Gaule. Ο έλεγχος διαβατηρίων έχει επανέλθει. Οι έλεγχοι γενικώς είναι συνεχείς, σε κάθε δεύτερο βήμα σου ανοίγεις την τσάντα κι αδειάζεις τις τσέπες σου, χωρίς αυτό να σε καθησυχάζει ιδιαίτερα. Η παρουσία της πάνοπλης αστυνομίας, αλλά και του στρατού, εξαντλημένων και νευρικών από τις αδιάκοπες περιπολίες, γίνεται πλέον δεκτή με ανακούφιση, λόγω της ψευδαίσθησης ασφάλειας που παρέχει, ακόμα κι από αυτούς που έχοντας θητεύσει στο Μάη του ’68, τους αντιμετώπιζαν πάντα με απέχθεια.

Οι σκοτεινές αυτές σκέψεις είναι φυσικό να πυκνώνουν μόλις βρεθεί κανείς έξω από το Bataclan, το ιστορικό venue που κάποτε στο μυαλό μας ήταν συνδεδεμένο με τα πλέον εξέχοντα ονόματα της ροκ μυθολογίας, και τώρα πια μας φέρνει στο νου μόνο το θάνατο. Ακόμα ένας έλεγχος – της τσάντας, αλλά και σωματικός – που, υπό το πρίσμα της νωπής ακόμα μνήμης, μοιάζει μάλλον επιπόλαιος και light. Ακολουθεί η είσοδος στο Χώρο του Μαρτυρίου.

Το σκληρότερο, ίσως, πράγμα στη ζωή, είναι πως αυτή συνεχίζεται αμείλικτη, ό,τι κι αν έχει συμβεί. Αναμφίβολα, αυτό που διέτρεχε το μυαλό του καθενός από μας, είτε ξαναβρέθηκε στο Bataclan μετά από καιρό, έχοντας ζήσει εκεί νύχτες πιο αθώες, είτε διάβηκε το κατώφλι του για πρώτη φορά, ήταν – αλίμονο – το ίδιο, σαρώναμε το χώρο με το βλέμμα, προσπαθώντας να φανταστούμε πού και πώς συντελέστηκε το αδιανόητο, και ταυτόχρονα απωθώντας από το μυαλό μας τις εικόνες που η φαντασία αναπόφευκτα γεννούσε. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, όλοι ήμασταν εκεί για να ακούσουμε ξανά μουσική, στο σημείο που κάποιοι ακριβώς σαν εμάς, πριν ένα χρόνο, είχαν έρθει να κάνουν το ίδιο, χωρίς ποτέ να ξαναγυρίσουν στην κανονική τους ζωή. Πώς μπορούμε και το κάνουμε, μετά από τόσο αίμα που χύθηκε εκεί μέσα; Κι από την άλλη, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς; Υπάρχει άλλος τρόπος να μην υποχωρήσεις στο φόβο που επιβάλλεται από την τυφλή βία; Όπως το έγραψε, εδώ, στην ίδια πόλη, ο Μπέκετ: Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω.

Το Bataclan άνοιξε ξανά τις πόρτες του μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, με μια εμφάνιση του Sting. Τώρα είναι η σειρά της ιέρειας Marianne Faithfull να ανέβει στη σκηνή του, σε μια συναυλία που αρχικά είχε αναγγελθεί ως αποχαιρετιστήρια, καθώς η, εύθραυστη τα τελευταία χρόνια, υγεία της, την οδηγεί σιγά-σιγά να περιοριστεί μόνο σε ηχογραφήσεις. Όμως, καθώς οι μέρες προς αυτή την εμφάνιση πλησίαζαν, ο τελεσίδικος χαρακτήρας της άρχισε να αποσιωπάται, αφήνοντας ελπίδες για μια επάνοδό της στο μέλλον. Βέβαια καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας τα υπονοούμενα της Marianne άφηναν όλο και λιγότερες πιθανότητες για κάτι τέτοιο. Όπως όταν τραγούδησε, ξανά μετά από πολλά χρόνια το “It’s all over now baby blue” του Bob Dylan, σχολιάζοντας το πόσα, μα πόσα διαφορετικά νοήματα αποκτά πλέον αυτό το τραγούδι…

Όταν η Marianne ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας μπαστούνι και υποβασταζόμενη από τη βοηθό της, καταλάβαμε όλοι τους λόγους, ορθοπαιδιής φύσεως, που μάλλον θα μας τη στερήσουν από μελλοντικές ζωντανές εμφανίσεις. Ολόκληρη – το εννοώ, ΟΛΟΚΛΗΡΗ – η αίθουσα την υποδέχεται χειροκροτώντας όρθια. Εκείνη δείχνει να το εκτιμά, όμως αγωνίες πιο πρακτικής φύσεως αποσπούν την προσοχή της. «Τα γυαλιά μου!» φωνάζει, κι η βοηθός τρέχει προς αναζήτησή τους. Αυτά που πρόθυμα της προσφέρονται από το κοινό όσο η μπάντα παίζει την εισαγωγή, ατυχώς δεν λύνουν το πρόβλημα. «Τα λόγια από το πρώτο κομμάτι σχεδόν τα ξέρω, αλλά μετά, αν δεν βρεθούν τα γυαλιά, τη γαμήσαμε!» αποφαίνεται η Marianne. Ως από μηχανής θεός, η βοηθός μπαίνει κρατώντας τα και δίνει τη λύση. Ανακουφισμένη, εκείνη λέει: θα είναι μια ασυνήθιστη βραδιά, έχουμε πολλούς και πολλά να πενθήσουμε. Και ξεχύνεται σε μια πανέμορφη ερμηνεία του “Tower of Song” του Leonard Cohen. «Τι υπέροχος άνθρωπος. Τι απίστευτος άνδρας… Και να σκεφτείτε πως κάποτε τον απέρριψα! Όμως ήταν τόσο όμορφος, τόσο ευγενής, τόσο καλοντυμένος, που τρομοκρατήθηκα! Η αλήθεια είναι πως τρομάζω μάλλον εύκολα. Αυτό φαντάζομαι επίσης το ξέρετε…», είπε τελειώνοντας. Κι ακολούθησε το “Broken English”.

Πολλά τα τραγούδια για την απώλεια. Ένα για το χαμό του στενού φίλου της Martin, σπαρακτικό στην επίκληση “Please don’t go”, κι ένα άλλο γραμμένο για τα θύματα αυτού του ίδιου του Bataclan. Η Marianne έγραψε τους τίχους την επομένη της τραγωδίας, το πρωί μόλις πληροφορήθηκε το απίστευτο γεγονός στο σπίτι της στο Montparnasse, λίγο μακρύτερα από εδώ – τα τελευταία χρόνια είναι κάτοικος Παρισιού το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς. Άλλωστε η Γαλλία υπήρξε παλαιόθεν μια χώρα που υποδεχόταν πρόθυμα τους παρίες και τους απάτριδες όπως εκείνη, πράγμα ενδιαφέρον για ένα λαό που ουδέποτε υπήρξε ιδιαίτερα φιλόξενος.

Λίγα τραγούδια αργότερα, θα ανάψει τσιγάρο επί σκηνής, προκαλώντας τη γενκή ευθυμία. Θα το σβήσει μετά από δυο-τρεις ρουφηξιές. «Έτσι κάνω τώρα πια. Το ξέρω πως δεν έχει νόημα, αλλά μου δίνει κάποια ικανοποίηση. Και τώρα θα σας πω ένα τραγούδι που γράφτηκε για μένα το 1964, πριν καν αρχίσω να καπνίζω». Κι ακολούθησε το “As Tears Go By” σε μια εκτέλεση πιο κοντά σε εκείνη την αρχική παρά σε αυτή που συνήθιζε τα τελευταία χρόνια, από την εποχή του Strange Weather. Οι μουσικοί της είναι καθισμένοι ολόγυρά της σαν μια παρέα, κι ολόκληρο το Bataclan σιγοτραγουδά μαζί της.

«Και τώρα ας περάσουμε στη Γωνιά του Πρεζάκια, ξεκινώντας με το “Sister Morphine”!» ανήγγειλε η Marianne πριν ριχτεί σε μια απίστευτη, δαιμονική εκτέλεση του κομματιού που έγραψε από κοινού με τους Rolling Stones, με το όνομά της να απουσιάζει όμως αρχικά από τα credits, προκειμένου η ίδια να προστατευτεί από διάφορους αετονύχηδες που λυμαίνονταν τα πνευματικά της δικαιώματα την εποχή που η ίδια, κυνηγημένη από τους προσωπικούς της δαίμονες, ήταν υπερβολικά αδύναμη για να τα υπερασπιστεί. Τελειώνοντας δηλώνει με ενθουσιασμό: «Ίσως να μην το έχουμε παίξει ποτέ καλύτερα! Όμως έχω και την καλύτερη μπάντα που είχα ποτέ και πιστέψτε με, είχα αρκετές καλές… είπε εκείνη με σεμνότητα!». Η παρουσία δίπλα της του Ed Harcourt, ο οποίος και άνοιξε τη συναυλία, αλλά και του Warren Ellis, επιβεβαίωσε πανηγυρικά τα λόγια της. Και η Γωνιά του Πρεζάκια συνεχίστηκε με το “Late Victorian Holocaust”, που έγραψε για χάρη της ο Nick Cave. «Δεν νομίζω να τον πείραζε τον Nick να πω πως κι ο ίδιος έχει κάποια πείρα επί του θέματος!».

Όταν η συναυλία φτάνει στο τέλος της με το “The Ballad Of Lucy Jordan”, το κοινό χειροκροτά και πάλι όρθιο, βλέποντάς την όμως εξαντλημένη, μεγαλόψυχο δεν επιμένει φορτικά για encore. Βγαίνουμε ήσυχα στον παγωμένο αέρα του boulevard Voltaire. Για μια στιγμή όλα μοιάζουν ίδια όπως παλιά. Μόνο που δεν θα είναι ποτέ πια…