Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ’ άστρα καλά,

τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα, κι ανάστροφα
στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά γαβγίζει
τα καράβια, τ’ άστρα,

τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας–

ωραία κοιμητήρια τής θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.