Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ε Ι Α
του Γιόαχιμ Σαρτόριους
Εκεί πίσω καθόταν, σ’ αυτό το μαρμάρινο τραπέζι,
έλεγε ο γέρος σερβιτόρος, κάτω από τους παλιομοδίτικους ανεμιστήρες,
που και τότε ακόμα γύριζαν αργά,
κάτω απ’ αυτό το ταβάνι με γύψινα στολίδια art nouveau,
la vie était confortable: Stanley Beach,
Γλυμενόπουλο, και το χαριτωμένο
μικρό «Ζιζίνια», σινεμά σήμερα,
όπου παιζόταν η Tosca όταν άρχιζε η σαιζόν,
La Bohème και Lohengrin (το αυστηρότερο έργο
του Βάγκνερ τότε αποδεκτό νοτίως της Νεαπόλεως). Εκεί καθό-
ταν, ένας Έλληνας
από τις δεκάδες χιλιάδες Έλληνες
χωρίς να αντιλαμβάνεται μισό εκατομμύριο Αιγύπτιους.
Ζούσε σε μια φανταστική Ευρώπη,
ακινητοποιημένη στον Στράβωνα: «το εκπληκτικότερο
εμπορείο του κατοικημένου κόσμου»,
τώρα μόνο πέτρες και θάλασσα
και ένα αίσθημα της μέγιστης δυνατής εξάντλησης.
από το βιβλίο Αλεξάνδρεια, μετάφραση: Νίκη Μαραγκού, Το Ροδακιό 1999