Δικαιούνται οι άνθρωποι της διαφήμισης να θυμούνται τα παλιά όπως οι μπαμπάδες στις ταβέρνες ή οι τραγουδιστές στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις; Φυσικά. Οι πέντε ιστορικοί διαφημιστές που μίλησαν στην Popaganda (ιερά τέρατα του επαγγέλματος και οι πέντε, οι άνθρωποι που έφτιαξαν τη σύγχρονη ελληνική διαφήμιση) κουβαλούν κάτι σπάνιο: αναφέρονται σε μάρκες και εταιρίες αντικαθιστώντας την υστεροβουλία της προώθησης με έναν ρομαντισμό, που δεν θα περίμενες ποτέ να αναδυθεί μέσα από τον εμπορικό κόσμο.
Δεν έχουν τίποτα να προμοτάρουν πια. Κι ίσως αυτή η ελευθερία είναι που κάνει το λόγο τους τόσο ευθύ. Ακόμα και μέσα από κοινότοπες, κλισέ ερωτήσεις, μέσα από λακωνικές απαντήσεις, μέσα από διηγήσεις που θα μπορούσαν να λάβουν χαρακτήρα «οδηγιών προς ναυτιλλόμενους», μας μεταφέρουν σε μια εποχή όπου το ασπρόμαυρο έγινε έγχρωμο βάφοντας και τους ίδιους.
Και κάτι ακόμα: Όλοι τους ανεξαιρέτως, στον τρόπο που σήκωσαν το τηλέφωνο ή απάντησαν στα e-mail της πρώτης επαφής, είχαν κοινό τους χαρακτηριστικό ένα πηγαίο χιούμορ. Ας δούμε όμως τι μας είπαν…
Νίκος Δήμου: Το Mad Men με τα ελληνικά δεδομένα της εποχής; Καμία σχέση!
Πότε μπήκατε στη διαφήμιση, πώς και γιατί; Σπουδάζω φιλοσοφία στο Μόναχο. Δευτερεύοντα θέματα η ψυχολογία και η Αγγλική φιλολογία. Στα μαθήματα ψυχολογίας ακούω (από καθαρή περιέργεια) μία σειρά παραδόσεις για διαφημιστική ψυχολογία. Παράλληλα με μία καλλιτεχνική παρέα κάνουμε θέατρο, ραδιόφωνο, τηλεόραση. Διαβάζω και το φρέσκο τότε – κλασικό σήμερα – βιβλίο του Vance Packard: The Hidden Persuaders. Χωρίς να το ξέρω έχω προετοιμαστεί για την διαφήμιση. Όταν το 1960 μετά από έξι χρόνια επιστρέφω και υπάρχει άμεση ανάγκη εργασίας, ξεκινάω ως βοηθός του δημοσιογράφου Βασίλη Καζαντζή (πρωτοπόρου των Δημοσίων Σχέσεων) εργάζομαι ένα διάστημα στο Ινστιτούτο Ερευνών Επικοινωνίας της ΑΔΕΛ (πρώτο για έρευνα Κοινής Γνώμης) και καταλήγω, αποστρατευθείς, το 1963 στην διαφημιστική εταιρία Κουσέντος, όπου ξεκινάω ως κειμενογράφος και εξελίσσομαι σε άνθρωπο-ορχήστρα. Το 1965 φεύγω και ιδρύω την Δέλτα Δέλτα ΕΠΕ.
Μπορείτε να μας μεταφέρετε στο διαφημιστικό κλίμα της εποχής; Ήταν μία μεταβατική εποχή. Μερικές διαφημιστικές εταιρίες ήταν ακόμα απλοί μεσάζοντες, αγγελιοδότες ή αφισοκολλητές. («Τσαντάδες» τους ονόμαζαν οι προχωρημένοι). Άλλοι εξελίσσονταν σε full service agency (πλήρους εξυπηρέτησης), με πρωτοπόρο την ΑΔΕΛ του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, τον οποίον μιμηθήκαμε όλοι. Μερικές εταιρίες ανανέωσαν την αισθητική των διαφημίσεων όπως η Κ&Κ (Κατζουράκης-Κάραμποτ) και η Olympic. Τα βασικά ΜΜΕ τότε ήταν ο Τύπος και η Αφίσα. Σε αυτά προστέθηκαν τότε το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος.
Ήσασταν τριάντα ετών όταν ιδρύσατε τη δική σας εταιρία. Βλέπατε προοπτικές στο συγκεκριμένο κλάδο; Τεράστιες. Η ανοδική πορεία ήταν συνεχής από το 1960 ως το 2010. Η μεγάλη έκρηξη των προϋπολογισμών έγινε την δεκαετία του ‘80 – από την οποία δυστυχώς δεν πρόλαβα να επωφεληθώ, μια και αποσύρθηκα το 1983. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για την διαφημιστική μου πορεία, ας ψάξει τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας μου «Οδός Γαλήνης» ο οποίος τώρα έχει ενσωματωθεί στον συνολικό τόμο «Οι Δρόμοι μου» (εκδ. Ωκεανίδα).
Πώς είχε προκύψει το «Δεν ξεχνώ»; Η εταιρία μου ήταν η πρώτη που έκανε «κοινωφελείς διαφημίσεις» με δική της πρωτοβουλία και έξοδα. Για το «Δεν Ξεχνώ» έχω γράψει τα εξής: «Το σήμα σύμβολο “Δεν ξεχνώ” δημιουργήθηκε το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 την ημέρα που ο δεύτερος Αττίλας έκοψε την Κύπρο στα δύο. Ακούγοντας τα νέα στο ραδιόφωνο, οραματίστηκα την Κύπρο μαχαιρωμένη και την γραμμή του Αττίλα σαν μία ροή πηγμένου αίματος που σιγόσταζε. Όταν έφτασα στο γραφείο μου (τότε είχα την διαφημιστική εταιρία) κάλεσα τον διευθυντή του σχεδιαστηρίου, τον Διονύση Γεωργιόπουλο, του έδωσα ένα χάρτη της Κύπρου, την ιδέα και το κείμενο. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Τυπώσαμε χιλιάδες αυτοκόλλητα, τα στείλαμε στις εφημερίδες και κατακλυσθήκαμε από αιτήσεις. Τυπώσαμε όσα μπορούσαμε, κάναμε αντίγραφα της μακέτας και τα δίναμε σε όποιον ήθελε να τυπώσει για λογαριασμό του, μεταφράσαμε το σύνθημα σε πολλές γλώσσες (μας το ζητούσαν, μαζί με μακέτες, Έλληνες φοιτητές από όλο τον κόσμο)».
Έχετε παρακολουθήσει κάποιο επεισόδιο της σειράς Mad Men; Εντοπίζετε ομοιότητες ή διαφορές με τα ελληνικά δεδομένα της εποχής; Έχω παρακολουθήσει όλα τα επεισόδια – τα έχω μάλιστα και σε DVD. Με τα ελληνικά δεδομένα της εποχής; Καμία σχέση! Είχα για τρία χρόνια (1969-1973) στενή συνεργασία με την McCann Ericksson που τότε ήταν μέλος της Interpublic, της μεγαλύτερης σχετικής οργάνωσης στον κόσμο. Ταξίδευα συχνά στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο – και έζησα την ατμόσφαιρα και το στυλ Mad Men στην πηγή του. Αλλά εμείς τότε βρισκόμασταν σε άλλο χώρο-χρόνο.
Πότε φλερτάρει με την τέχνη η διαφήμιση; Δεν φλερτάρει απλώς – τυπικά είναι τέχνη, δηλαδή έκφραση νοημάτων και συναισθημάτων μέσα από μία μορφή. Όμως είναι τέχνη «επί παραγγελία», όπως ήταν η τέχνη από τις απαρχές της μέχρι τον 19ο αιώνα. Έχω γράψει ένα δοκίμιο με τίτλο «Κι εσείς διαφημιστής, Γιόχαν Σεμπάστιαν;» που θα το βρείτε στην ιστοσελίδα μου εδώ: http://ndimou.gr/el/keimena/anthologia/dokimia/johan/. Τι δουλειά νομίζετε πως έκανε ο Μπαχ; Τον πλήρωναν για να διαφημίζει τον Ύψιστο. Το ίδιο έκαναν με τον Πίνδαρο οι Ολυμπιονίκες, τον Βελάσκεθ οι βασιλιάδες ή τον Χάυδν οι Εστερχάτζυ. Η τέχνη ως προσωπική έκφραση είναι επινόηση των ρομαντικών του 19ου αιώνα.
Μου είπατε με παράπονο πριν κλείσουμε τη συνέντευξη πως αρκετοί σας αποκαλούν ακόμα «διαφημιστή», παρ’ όλο που έχετε φύγει από το χώρο δεκαετίες τώρα. «Στιγματίζεται» για πάντα όποιος ασχοληθεί με τη διαφήμιση; Μόνον αν είναι απρόσεκτος και ταυτιστεί με την εταιρία του. Ήταν δικό μου λάθος που το εκμεταλλεύτηκαν οι καλοθελητές. Δεν φαντάστηκα πως αυτό που έδωσε ταυτότητα στην εταιρία μου θα το πλήρωνα αργότερα ως άτομο. Δυστυχώς ο πνευματικός μας κόσμος δεν έχει πολύ καλή εικόνα για τις επιχειρήσεις γενικώς και την διαφήμιση ιδιαίτερα. Κι ένας βιομήχανος δεν μπορεί να είναι ποιητής… Αν παραμείνεις στο παρασκήνιο και δώσεις στην εταιρία σου άλλο όνομα από το δικό σου, δεν θα σε βλάψει καθόλου. Κι ο Γιάννης Ευσταθιάδης για παράδειγμα είναι διαφημιστής, πολύ σημαντικότερος από μένα, αλλά σχεδόν κανένας από τους αναγνώστες του δεν ξέρει τι δουλειά κάνει.
Στην επόμενη σελίδα, η mad woman: Εριέττα Μαυρουδή και η οδοντόκρεμα Kolynos