Δεν γνωρίζω ποια είναι η ετήσια παραγωγή θεατρικών κειμένων στην Ισπανία ή στον ισπανόφωνο κόσμο. Γνωρίζω, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πάρα πολλά θεατρικά ισπανικά έργα, όχι πολύ μετά από το χρόνο γραφής τους.
Πέρυσι ήταν «Το χελιδόνι» του Γκιλιέμ Κλούα, που εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό και συνεχίστηκε με επιτυχία και τη φετινή σεζόν. Φέτος είναι πολλά τα ισπανόφωνης καταγωγής θεατρικά έργα που παρουσιάζονται στις αθηναϊκές σκηνές. Είδα πρόσφατα τρία από αυτά, όλα σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, που «ευθύνεται» για τη σκηνική μεταφορά στην Ελλάδα των Ισπανών συγγραφέων.
∴
Πρώτη παράσταση «Τα μάτια» του Αργεντίνου που ζει στην Ισπανία Πάμπλο Μεσίες, ένα έργο που γράφτηκε το 2011. Η υπόθεση απλή: μια Αργεντίνα, η Ναταλία (Λένα Ουζουνίδου) ζει μόνιμα πλέον σ’ ένα μικρό ισπανικό χωριό, κυνηγώντας έναν έρωτα που την κάνει ακόμα να υποφέρει. Είναι μαζί κι η κόρη της η Νέλα (Μαρία Μοσχούρη), ένα απλό, ταπεινό και ανασφαλές κορίτσι που είναι ερωτευμένο με τον 25χρονο Πάμπλο (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος), ο οποίος είναι εκ γενετής τυφλός. Ολα κυλούν ήρεμα μέχρι που στο χωριό φτάνει μια οφθαλμίατρος, η οποία ονομάζεται… Σεζάρια Εβόρα και ισχυρίζεται ότι μπορεί να θεραπεύσει τον Πάμπλο. Ολα ανατρέπονται στο ήσυχο χωριό. Η Νέλα αντιδρά γιατί πιστεύει πως, αν θεραπευτεί ο Πάμπλο, θα την εγκαταλείψει, και όλα αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από την επιθυμία, τον φόβο ή την αναγκαστική διαδικασία της φυγής αυτών των ανθρώπων -της φυγής γενικά.
Ο Πάμπλο Μεσίες άντλησε πολλά στοιχεία από τον μαγικό ρεαλισμό, που γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική (τι άλλο είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνει τις εγχειρήσεις της η Σεζάρια, σ’ εκείνη την εξαιρετική σκηνή της Αννας Καλαϊτζίδου; ) και ενέταξε τον ισχυρό ρόλο της πίστης και του συναισθηματισμού στους χαρακτήρες του. Εργο με έντονες δόσεις μελό, που υπερτόνισε στη σκηνοθεσία ο Παντελής Δεντάκης κάποιες φορές. «Τα μάτια» είναι ένα έργο που αγγίζει εσωτερικές αναζητήσεις, φοβίες και συναισθήματα, που ο συγγραφέας άντλησε, από προσωπικά του βιώματα, όπως δηλώνει στο σημείωμα του προγράμματος. Κι αν αναδείχθηκε το συναίσθημα (ιδίως στον τελευταίο εξαιρετικό μονόλογο της Λένας Ουζουνίδου), δεν αναδείχθηκε όσο θα έπρεπε το ιδιαίτερο στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού. Εύστοχο το σκηνικό εύρημα του φωτός και του σκοταδιού (τυφλότητα-όραση), που όμως επαναλήφθηκε υπερβολικά. Ηταν όμως μια παράσταση που είχε τέσσερις πολύ καλές ερμηνείες, με μόνη παρατήρηση το ότι φώναζαν κάποιες στιγμές παραπάνω απ’ ό,τι άντεχε η στιγμή και τ’ αυτιά μας. Παρατήρηση που δεν αφορά καθόλου τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, που κινήθηκε σε εντελώς άλλους τόνους, της ήρεμης δύναμης και της γήινης σοφίας.
∗
Δεύτερη παράσταση, το «Μυγοφαές» του Ζουάν Γιάγκο, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2017. Ενα έργο για την επαγγελματική αγωνία των 30άρηδων, για την οικονομική τους ανασφάλεια, για τις προσπάθειές τους να κάνουν κάτι δημιουργικό, ίσως και ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Και μέσα σ’ όλα αυτά, στο κείμενο του Ζουάν Γιάγκο υπάρχει η κλιματική αλλαγή, τα στερεότυπα των κινητοποιήσεων, ο εγκλωβισμός σε βερμπαλιστικά μανιφέστα. Ετσι, οι τέσσερις φίλοι, υπάλληλοι μιας εταιρείας τροφίμων, που απειλεί με περικοπές και μειώσεις μισθών, αποφασίζουν να στήσουν μια καινοτόμα επιχείρηση: μια παιδική τροφή, οικολογική και επαναστατική, που φτιάχνεται από προνύμφες μύγας!
Το κείμενο αγγίζει με χιούμορ και ωραίες ατάκες ένα υπαρκτότατο πρόβλημα των νέων ανθρώπων: της επαγγελματικής αποκατάστασης, της οικονομικής ανασφάλειας, της φιλοδοξίας για δημιουργία. Πόσο εύκολα όμως θα καταφέρουν να φέρουν κάτι καινούργιο, όχι στο προϊόν που ανακάλυψαν και λάνσαραν, αλλά στον τρόπο που συνομιλούν και εντάσσονται στην αγορά; Ενα πολύ έξυπνο κείμενο, επίκαιρο και φρέσκο. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η ομάδα AbOvo, τα μέλη της οποίας παίζουν και στην παράσταση. Ομάδα που συνεργάζεται από το 2005, και ασφαλώς έχει βρει τους κώδικές της. Προφανώς αυτοσκηνοθετούνται, και στην προκείμενη παράσταση το ίδιο έκαναν, αλλά δεν ήταν αρκετό.
Σε κάποιες στιγμές έμοιαζε να φέρνουν στη θεατρική σκηνή μια τηλεοπτική σκηνοθετική αντίληψη. Ηταν απορίας άξιο, επίσης, το γιατί δεν αξιοποίησαν περισσότερο τον Φοίβο Δεληβοριά παρά μόνο στα πανέξυπνα τραγούδια της… διαφήμισης του προϊόντος. Υπήρχε επίσης μεγάλη αστοχία στις αλλαγές σκηνών, που θα έπρεπε να τονιστούν περισσότερο είτε με μουσικά μοτίβα είτε με φωτισμούς. Από τους τέσσερις ηθοποιούς ξεχώρισα ιδιαιτέρως το εσωστρεφές υπόγειο χιούμορ του Γιώργου Αγγελόπουλου, τη σταθερότητα αλλά και την πυγμή ταυτόχρονα της Βάσως Καβαλιεράτου. Μια ενδιαφέρουσα δουλειά, που βασίστηκε σ’ ένα πολύ πρωτότυπο κείμενο.
Τρίτο ισπανικό έργο «Η αρχή του Αρχιμήδη» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, γραμμένο το 2011, με μεγάλη πορεία σε σκηνές εκτός Ισπανίας. Στην αναποδογυρισμένη σκηνή του Scrow Theater, στο Παγκράτι, έχουν στηθεί τα αποδυτήρια ενός κολυμβητηρίου. Εκεί βρίσκονται ο Τζόρντι (αγνώριστος Μιχάλης Συριόπουλος), δάσκαλος κολύμβησης σε ομάδα μικρών παιδιών και ο νεότερος συνάδελφός του ο Εκτορας (Γιάννης Σοφολόγης). Δυο διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Τζόρντι είναι μάτσο, λαϊκός, αυθόρμητος, ατίθασος, προκλητικός. Κρύβει τις ευαισθησίες του πίσω απ’ όλα αυτά; Ο Εκτορας είναι ο υπάκουος υπάλληλος, που έχει αρχές και ήθος. Δίπλα τους η αγχώδης διευθύντρια του κολυμβητηρίου (Μαρία Φιλίνη), με το μεγάλο μυστικό της.
Μ’ ένα εξαιρετικό κειμενικό εύρημα, με την ιστορία που κάνει κύκλους, που η επόμενη στιγμή αρχίζει, με μικρή επανάληψη της προηγούμενης, και κάθε φορά όμως προχωράει την αφήγηση, τα γεγονότα και τα πάθη των ηρώων, παρακολουθούμε ένα θέμα που πολύ απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες. Γιατί ο Τζόρντι φιλάει ένα παιδί που φοβάται να μπει στο νερό χωρίς σωσίβιο, αλλά αυτή η κίνησή του θεωρείται παρενόχληση, γιατί έτσι το μετέφερε στους γονείς ένα άλλο παιδάκι. Οι γονείς αντιδρούν (εκπρόσωπός τους ο Σεραφείμ Ρόδης στην παράσταση), απειλούν, επιτίθενται. Ο Τζόρντι απεγνωσμένα υπερασπίζεται τον εαυτό του, αλλά ο χαρακτήρας του δεν πείθει για όσα ισχυρίζεται.
Πόσο εύκολα γινόμαστε καχύποπτοι σήμερα; Πόσο εύκολα κατηγορούμε κινήσεις, που μπορεί να είναι αθώες; Πόσο φοβισμένες είναι οι κοινωνίες; Πόσο ο φόβος απομακρύνει από κινήσεις τρυφερότητας που κάποτε ήταν φυσιολογικές; Το έργο, δυνατό έργο, δεν παίρνει θέση. Δεν ξέρουμε αν ο Τζόρντι το έκανε ή δεν το έκανε. Θίγει όμως, με μαεστρία και ευαισθησία μία από τις πιο κυρίαρχες σύγχρονες απειλές. Και ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαυρογεωργίου έστησε μια παράσταση που ανέδειξε το κείμενο και το σασπένς του, την οδύνη και τον μετεωρισμό των χαρακτήρων, μια παράσταση που είχε ρυθμό και πάθος. Ξεχώρισαν από την παράσταση ο Μιχάλης Συριόπουλος και ο Γιάννης Σοφολόγης. Ξεχώρισε η παράσταση συνολικά από τα τρία ισπανικά έργα που παρουσιάζουμε.
Δεν είναι τα μόνα ισπανικά έργα που παίζονται ή θα παιχτούν το αμέσως επόμενο διάστημα σε αθηναϊκά θέατρα. Απ’ όσα έχω δει διακρίνω ότι οι Ισπανοί συγγραφείς καταπιάνονται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο με σοβαρά κοινωνικά θέματα (και «Το χελιδόνι» ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία), αγγίζουν εύστοχα θέματα- ταμπού για τις σύγχρονες κοινωνίες και τα προσεγγίζουν με χιούμορ και τρυφερότητα, αναδεικνύοντας τις παλινδρομήσεις, τις αγκυλώσεις και τα μπλοκαρίσματα των ανθρώπων. Σκεφτόμουν τα ελληνικά θεατρικά κείμενα, αυτά που προσφάτως είδαμε, αυτά που εντυπωσίασαν σαν παραστάσεις και σκεφτόμουν τη δική τους θεματολογία: τα ελληνικά έργα επιμένουν στο ψυχογράφημα των ηρώων, κινούνται εντός των ορίων της οικογένειας και της μνήμης, και υπαινίσσονται τα κοινωνικά θέματα μέσα από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων (π.χ. Χαρτοπόλεμος ή Εθνικός Ελληνορώσων).
Σε άλλες περιπτώσεις, οι ελληνικές παραστάσεις καταφεύγουν σε περιόδους της ιστορίας (π.χ. Κουμ Κουάτ), σε ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα (κατά κόρον) ή σε σπουδαίους παλαιότερους θεατρικούς συγγραφείς (Λούλα Αναγνωστάκη, Δημήτρης Κεχαΐδης). Η μόνη περίοδος που γράφτηκαν ελληνικά θεατρικά κείμενα, σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα που τα ενέπνευσαν, ήταν η περίοδος της εισόδου των πρώτων μεταναστών στην Ελλάδα.
Ενδιαφέρουσα διαφορά, ανάμεσα σε δύο χώρες της Νότιας Ευρώπης, οπωσδήποτε. Χωρίς αξιολόγηση. Απλώς σαν διαπίστωση. Αναρωτιέμαι απλώς αν αυτή η παρατήρηση αφορά την αναζήτηση των Ελλήνων δημιουργών στο θέατρο ή την ελληνική κοινωνία…