Και μερικά αποσπάσματα από τα δύο βιβλία:
Πέρα Δώθε (2019)
19ος Αιώνας
«Ο Αδαμάντιος Χωρέμης, γόνος μεγάλης οικογένειας, αποδήμησε εγκαίρως ες Σύρο – λίγο πριν ξεκινήσουν οι σφαγές του 1822 – με όλη τη φαμίλια του και σημαντικό μέρος της περιουσίας του. Ξερότοπος ήταν το νησί όταν έφτασαν και η προσαρμογή δεν ήταν απλή. Πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες μετρούσε τότε η Χίος. Τέσσερις χιλιάδες η Σύρος. Κι έπειτα, τι κι αν ήταν πλούσιοι οι Χωρέμηδες; Τι να τα κάμουν τα λεφτά τους στη Σύρο, που ούτε σπίτι για να νοικιάσουν δεν είχε καλά-καλά; Με το που πάτησαν τη γή της Σύρου είδαν έναν οικιστικό αχταρμά. Κτίρια λιθόκτιστα πλάι σε ξύλινες παράγκες και σε σκηνές, καπηλειά και πανδοχεία δίπλα σε μαγαζιά και ανάκατα οι γυναίκες έπλεναν τη μπουγάδα τους, ενώ τα ζώα – τα γαιδούρια και οι χοίροι – αφόδευαν στη λάσπη, που έζεχνε και βρομούσε ο τόπος. Δέκα, άντε είκοσι κτίρια ήταν όλα κι όλα στον αιγιαλό. Κάποια απ΄αυτά είχαν στηθεί πιο μέσα, κι έπειτα ήταν βαλτόνερα με βούρλα. Ο οικισμός του νησιού ήταν ψηλά στον Λόφο – εκεί ζούσαν οι αυτόχθονες».
«Ο άρχοντας τελικά δεν είναι μόνον παρελκόμενη έννοια του πλούτου. Εκείνα τα χρόνια αυτό φάνηκε καθαρά. Οι Χιώτες παρέμειναν άρχοντες ακόμη κι όταν ζούσαν πέντε οικογένειες στο ίδιο σπίτι, που μάλιστα δεν είχε χρεία.
Οι άντρες έστησαν το γραφείο τους στο λιμάνι και ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Η Σύρος είχε μια στρατηγική θέση στο κέντρο του Αιγαίου, η ουδετερότητά της απέναντι στους Οθωμανούς προσέφερε σταθερότητα κι ασφάλεια κι επιπλέον, είχε ένα πολύ καλό λιμάνι. Αυτά ήταν πλεονεκτήματα που έπρεπε σύντομα να αξιοποιηθούν. Οι Χωρέμηδες έφτιαξαν το πελατολόγιό τους κι έχτισαν γρήγορα τρία σκάφη στον ταρσανά. Τα πρώτα τσερνίκια μάλιστα, που στη Σύρο τα έλεγαν «μπελλούδες», δικά τους ήταν. Έτσι, κατάφεραν να αδράξουν την ευκαιρία που τους προσέφερε το νησί, καθώς οι μοναδικές άδειες ναυσιπλοίας που εκδίδονταν απ΄την Κωνσταντινούπολη αφορούσαν τα πλοία οποιασδήποτε σημαίας που είχαν προορισμό τη Σύρα!»
«Με τη συμβολή τους το νησί άρχισε να γεμίζει από αγαθά, άγνωστα ως τότε στον τόπο. Έμποροι, ναυπηγοί και πλοιοκτήτες έγιναν το ελατήριο ανάπτυξης στο νησί.
Κι αν οι Χιώτες ήρθαν το ΄22, το ΄24 ήρθαν οι Ψαριανοί. Γέμισε τότε η παραλία καλύβες, πάνω από χίλιες απλώθηκαν στην αιμασιά.
Οι άνθρωποι που κατέφυγαν εκείνα τα χρόνια στη Σύρο ταλαιπωρημένοι ήταν, φτωχοί και δυστυχισμένοι, ωστόσο ήταν έντιμοι βιοπαλασιτές και δημιουργικοί. Χωρίς πολλά λόγια, πήραν τη ζωή στα χέρια τους. Πρώτα βάφτισαν τον τόπο όπου εγκαταστάθηκαν και μετά τον έφτιαξαν πόλη. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια φτιάχτηκαν σπίτια, εκκλησίες, νοσοκομείο, κτίσθηκε και λειτούργησε το Γυμνάσιο Ερμουπόλεως, ιδρύθηκε το πρώτο ταχυδρομικό γραφείο της χώρας, ενώ στα δεκαπέντε χρόνια συντάχθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, με εκατόν είκοσι δρόμους και πολλές πλατείες! Γκρεμίστηκαν τότε όλες οι καλύβες της παραλίας κι η Ερμούπολη άρχισε να παίρνει τη μορφή μιάς όμορφης πόλης, που απλωνόταν απ΄τη θάλασσα ως ψηλά στους δύο λόφους, την Άνω Σύρο και το Δήλι».
«Τους πρώτους πρόσφυγες που πάτησαν το ποδάρι τους στη Σύρο, οι ντόπιοι τους καλοδέχτηκαν και όσο μπορούσαν τους βοήθησαν – άμα τι να κάμουν κι αυτοί; Φτωχοί αθρώποι ήσαν. Αυτά που λένε, ότι δεν ήθελαν τους ξένους, είναι μισή αλήθεια.
Κα πάντως, η κατάσταση χειροτέρεψε κι οι Συριανοί έγιναν πιο εχθρικοί αργότερα, όταν στο νησί πλάκωσαν ορδές κυνηγημένων ελλήνων από τ΄άλλα νησιά – την Κάσο, τα Ψαρά, τη Νάξο – που γύρεψαν στη Σύρο το καταφύγιό τους.
Γέμισε τότε η παραλία κόσμο κι οι Φραγκοσυριανοί θυμωμένοι τους έδιωχναν από δώ και από κεί – οι αυτόχθονες «είχαν γίνει ξένοι στον τόπο τους» έλεγαν. Μοιρασμένο το δίκιο. Φασαρίες και τσακωμοί άναβαν τότε καθημερινά και είναι θαύμα πως δεν χύθηκε αίμα.»
«Εκείνη την Κυριακάτικη εσπέρα μηνός Ιουλίου εξήλθαν όλοι μαζί, Καταρχάς εβολτάρισαν στην πλατεία Όθωνος και μετά κατέβηκαν ως το λιμάνι να σεργιανίσουν. Ήταν εκεί ένα πλήθος κόσμου ετερόκλητου – Πελοποννήσιοι φουστανελοφόροι, Ισπανοί με γιλέκο και λαιμοδέτη, Κασιανοί βρακοφόροι, Γάλλοι με κόκκινα κοντοβράκια, Χιώτες φραγκοντυμένοι, Αιγύπτιοι με κελεμπίες, Ιταλοί με τα χρυσά σιρίτια και τα μαυροκόκκινα δίκοχα, Εγγλέζοι με τα ημίψηλα και τα μπαστούνια τους, άντρες με μακριές περισκελίδες και κοντά γιλέκα και άλλοι με ρεντιγκότες και παπιγιόν… Κόσμος ανακατεμένος, γλώσσες ανακατεμένες και νομίσματα κάθε λογής πλημμύριζαν το λιμάνι».
«Ο Γκασπάρ, το μπάσταρδο της Βικτορίν, που είχε βρεί τον εαυτό του στην επανάσταση του Ιουνίου (1848), ηττήθηκε, κυνηγήθηκε και αποθαρρυμένος εγκατέλειψε τη Γαλλία. Ο Κάρλο, γιός τσαγκάρη απ΄την Πατσιέντσα, που αγωνίστηκε για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Εμίλια Ρομάνα, κυνηγημένος απ΄τα στρατεύματα του βασιλιά Καρόλου-Αλβέρτου, σάλπαρε απ΄το Μπρίντιζι με το πρώτο καίκι που βρήκε. Σ΄αυτό το καράβι συναντήθηκε ο Γκασπάρ με τον Κάρλο κι έγιναν αγαπημένοι φίλοι. Τυχαία μπήκαν σ΄εκείνο το μπρίκι, τυχαία βρέθηκαν στην Ελλάδα, τυχαία ξεμπάρκαραν στη Σύρο».
«Η πτώχευση πολλών ξένων τραπεζών δοκίμασε την οικονομία της Ερμούπολης. Μετά ήρθε ο εγγλέζικος αποκλεισμός, που προκλήθηκε από εκείνο τον τοκογλύφο τον Πατσίφικο και η οικονομία του νησιού κλονίστηκε συθέμελα. Δεμένα έμεναν τα πλοία στο λιμάνι και οι αποθήκες ήταν κατάφορτες με αγαθά που καθημερινά φθείρονταν. Ωστόσο ο Χωρέμης, μαζί με τους άλλους Χιώτες στάθηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης Κριεζή. Θιγμένοι βαθύτατα στο πατριωτικό τους φρόνημα από τις υπερφίαλες απαιτήσεις των Εγγλέζων (στη συνέχεια των διαμαρτυριών του Πατσίφικο), αυτοί οι παραδοσιακοί αγγλόφιλοι έστειλαν μήνυμα καταδίκης του Λονδίνου στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Αμβρόσιος Ξαφάς, ο Χωρέμης και ο Ίων Νεγρεπόντης φουρκισμένοι ρητόρευαν στη Λέσχη των Χίων και συμφωνούσαν πως «το θράσος τους είναι απύθμενο».
«Η Σμαράγδα ξεκαρφώνοντας την τοκ απ΄το κεφάλι της έλεγε συγχυσμένη: «τι είναι ετούτο; Όποιοι έρχονται να εγκατασταθούν στη Σύρο προσκρούουν πάνω στη μνησικακία των προηγουμένων».
Ο Στέφανος την κοίταζε σιωπηλός κι ύστερα «όσοι αντιδρούν είναι απλά ανόητοι άνθρωποι» είπε. «Θυμάσαι όταν προτείναμε, πάνε δέκα χρόνια τώρα στους Ανωσυριανούς να συνενωθούμε, ώστε να διευκολυνθούν οι εξαγωγές των αγοριτκών τους προϊόντων και να ενισχυθεί επομένως η γεωργική τους παραγωγή; Εκείνοι αρνήθηκαν! Αυτή η νοοτροπία των διαχωρισμών είναι κουτή. Δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ότι μπορούμε να φτιάξουμε μεγαλύτερο τορβά. Κανείς δεν μας υποχρέωσε να χωρέσομε στον μικρό. Και αυτό θα γίνει με τη συνεργασία, όχι την αντιπαλότητα».
«Η Αμίρα και ο Ελυάς, παιδιά μιας εύπορης οικογένειας της Δαμασκού, πεντάρφανοι μετά από τη σφαγή που έκαναν το 1860 οι Δρούζοι στος Μαρωνίτες, έφτασαν πρόσφυγες στο νησί. Κι ένα περίεργο πράμα: Σύρο έλεγαν τούτο τον τόπο, σαν την πατρίδα τους τη Συρία».
«Εκεί γύρω στα μέσα του 19ου αιώνος, η Σύρος διαπνεόταν από το κοσμοπολίτικο κλίμα μιας δυναμικής οικονομίας. Οι πραγματικοί αυτόχθονες ήταν πια το ένα έκτο του πληθυσμού και αυτοί όμως είχαν μεταλλαχτεί μέσα στη γενική πρόοδο του νησιού. Το 1822 ήταν άπραγοι αγρότες και κτηνοτρόφοι. Το 1860 ήταν πια έμπειροι εμπορράπτες, ονομαστοί τυπογράφοι και οι γυναίκες τους είχαν εξελιχτεί σε ανάρπαστες μαγείρισσες».
Το 1868 ο Οίκος Ξυφά-Χωρέμη ακολουθούσε την κατιούσα. Τα ατμόπλοια είχαν μπεί δυναμικά στη ναυτιλία και η ραγδαία υποχώρηση των ιστιοφόρων παρέσυρε σε υποχώρηση και το εμπόριο. Η σηαμσία της Σύρου ως λιμάνι έφθινε, η Πάτρα και ο Πειραιάς καθιερώνονταν ως εμπορικά λιμάνια. Ο Νεγρεπόντης πούλησε τότε τα ιστιοφόρα του σε παραδουνάβιες εταιρείες κι επένδυσε τα κεφάλαιά του σε εργοστάσια: στο βυρσοδεψείο του Κορνηλάκη, στο σκαγιοποιείο του Αναιρούση και στους αλευρόμυλους του Χρυσού».
«Απρίλιο του 1881 ο Χαλασμός ισοπέδωσε τα νοτιόχωρα της Χίου, σκότωσε 4.000 ανθρώπους κι έστειλε πολλές χιλιάδες στα νοσοκομεία. Από την κουπαστή του πλοίου του ο Στέφανος έβλεπε τη νέα φουρνιά προσφύγων της Χίου να καταφτάνουν στη Σύρο, χλωμοί, ταλαιπωρημένοι, με βλέμμα κενό».
‘Ανω Κάτω (2016)
Περίοδος Κατοχής.
«Ο λόγιος Πάλαρης θύμισε ότι “από το 1821 οι Φραγκοσυριανοί δεν ήσαν πατριώτες – δεν στήριξαν την επανάσταση, με την Πύλη έκαμαν κολλεγιά, στον βασιλιά Όθωνα προσκολλήθηκαν (επειδή ήταν κι αυτός καθολικός) και τον κυβερνήτη Καποδίστρια μετά πολέμησαν». Ο Ραούζης είπε κολλητά πως «οι καθολικοί κάμουν επίδειξη πυγμής», ενώ και η Πιπίνα αναρωτήθηκε δυνατά «και ποιος μου λέει εμένα, ότι σ΄ένα μεικτό γάμο, η μάνα δεν ορμηνεύει μυστικά καθολικά τα ορθόδοξα παιδιά της;»
«Για πές μου Μάρκο, τι φρονείς εσύ για τον Μουσολίνι;» έπεσε ευθεία η ερώτηση της κυρίας Αργιέττας. Χαλάρωσε ο Μάρκος κι άρχισε να λέει όσα διάβασε στο φυλλάδιο – για τις «ευεργετικές επιδράσεις του φασισμού στην ευημερία του ιταλικού λαού» και για τα συμφέροντα της Σύρου «να ενωθούν διοικητικά οι Κυκλάδες με τα Δωδεκάνησα και την Ιταλία, με μια προηγμένη χώρα δηλαδή» συνόψισε.
«Ο κυρ Μάρκος έπιασε να ιστορεί στην αδελφή του πως οι αρχές διχάστηκαν – οι στρατιωτικοί ήθελαν αντίσταση, ο νομάρχης συνθηκολόγηση και οι βιομήχανοι “σοφά συμβούλευσαν πως κάθε αντίσταση είναι μάταιη. Για δαύτο όσοι διαφωνούσαν έφυγαν με το καίκι του καπετάν Μίχαλου – για Μήλο, Κρήτη, Αλεξάνδρεια».
Κι ενώ έφυγε για δουλειές, άρον-άρον επέστρεψε. «Ήρχαν οι Γερμανοί!» φώναξε πριν βγάλει το ρεμπούνο. Όρθιοι μαζεύτηκαν όλοι στο αντρέ κι εκεί ο κυρ Μάρκος τους είπε πως «ένα υδροπλάνο ήρχε κι έδεσε στην προκυμαία. Από κεί μέσα βγήκαν Γερμανοί, και δίχως να ρωτήσουν, σαν να ΄ξεραν από πριν, πήγαν ευθύς στο δημαρχείο, όπου κυμάτιζε από ψες λευκή σημαία. Την κατέβασαν κι έβαλαν τη δική τους με τον αγκυλωτό σταυρό».
«Μιλιούνια ήρχαν οι Ιταλοί. Εφύανε οι Γερμανοί κι ήρχανε οι Ιταλοί, απ΄την Αλίς Αμπέμπα λένε είναι φερμένοι και πεινασμένοι όρμηξαν και άδειασαν την αγορά» αυτή ήταν η λιτή εξιστόρηση εκείνη τη μαγιάτικη μέρα του ΄41.
«Η πείνα πια εθέριζε. Στην πόλη εχαθήκανε οι ηλικιωμένοι – ή αποθαμένοι ήτανε ή μισοπεθαμένοι. Παιδιά λερά, σκελετωμένα, μεγαλοκέφαλα, με τσιτωμένη πέτσα εγύριζαν στους δρόμους – χωρίς οικογένεια είχαν απομείνει. Και όπου ουρά, γυναίκες ήταν μοναχά. Οι άντρες τους (πρώην νοικοκυραίοι) απ΄το κρεβάτι δεν σηκώνονταν. Μια Μάρτσια Φινέμπρα συνεχής έγινε τούτο το νησί».
«Σεπτέμβρης του ΄43 ήταν κι ένα πρωί ο Ιταλός ο Μάσιμο “έρχονται οι Γερμανοί!” φώναξε στον Μάρκο. Και σα βράδιασε από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε πως εκατόν πενήντα φύγαν Ιταλοί και πλάκωσαν οι Γερμανοί. Όμως την επαύριο μαθεύτηκε επίσης, πως όσοι Ιταλοί εφύγανε στον βυθό της Γυάρου αναπαυμένοι βρίσκονταν – κάπου εκεί τους σκότωσαν οι Γερμανοί κι «απέ τους φούνταραν μεσοπέλαγα» είπαν στα καφενεία».