Το Τίποτα Κακό δε θα Συμβεί αποτέλεσε μια πρωινή εμπειρία μάλλον οδυνηρή στον πυρήνα της. Και αυτό λόγω της βίας, ψυχολογικής και σωματικής που αναδύονται στα καρέ της, η οποία μεταβιβάζεται με ιδιαίτερη ευκολία στο θεατή.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ένας αγαθότατος νεαρός, ο Τορ, συμβιώνει με μια ομάδα χριστιανών punks (ε;), τους Jesus Freaks, σε ένα κοινόβιο. Μια μέρα βοηθάει έναν οικογενειάρχη, τον Μπένο, σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει με το αυτοκίνητό του, εξάπτωντάς το ενδιαφέρον του για τον νεαρό. Οι συγκυρίες θα τα φέρουν έτσι ώστε ο Τορ να αντιληφθεί ότι η πίστη κάποιων μελών της ομάδας δεν είναι τελικά τόσο πούρα και να μετακομίσει στο σπίτι του Μπένο. Μέσα σε τρία κεφάλαια, λοιπόν, (Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα) ο αγνός Τορ θα αρχίσει να δένεται σταδιακά με τα μέλη της οικογένειας, και ιδιαίτερα με την μοναχική κόρη. Με το πέρασμα του καιρού, όμως, η καλοσυνάτη φενάκη του πάτερ φαμίλια θα αρχίσει να θρυμματίζεται αποκαλύπτωντας το σαδιστικό του χαρακτήρα.
Όλη η ταινία γυροφέρνει το ζήτημα της ιώβειας θρησκευτικής υπομονής και ανοχής. Η θρησκευτική αγνότητα είναι αρκετή για να διασώσει τον άνθρωπο στη σύγχρονη κοινωνία; Ή απλά τον καθιστά ένα άμετρα παθητικό ον που περιμένει τη Θεία Δίκη; Μέσα στα τρεμάμενα πλάνα της κάμερας χειρός που αντικατοπτρίζουν την υπάρχουσα ένταση, εμφανή και μη, βλέπουμε τον Τορ να υπομένει πάσης φύσεως εξευτελισμό και κακοποίηση, χωρίς ποτέ να αντιδρά. Πρόκειται για μια ερμηνεία εξαιρετική, ο Γιούλιους Φέλντμαιερ πείθει το θεατή ότι είναι ένα ον εξωγήινα αγνό, πλήρες θρησκευτικής αγάπης. Σα μια άλλη ντεσαντική Ζυστίν, υπομένει στωικά τα Βάσανα της Αρετής, προσπαθώντας να φανεί δυνατός μπροστά στον εαυτό του και τον Θεό, για να οδηγηθεί σε μια εκμετάλλευση άνευ ορίων από τον ανισσόροπο οικογενειάρχη. Το σοκαριστικό, μάλιστα, είναι ότι το φιλμ καταγράφει ένα πραγματικό περιστατικό.
Και εδώ έρχεται η κύρια διαφωνία μου με την ταινία. Αν και η Κατρίν Γκέμπε έκανε εξαιρετικές επιλογές ως προς την απαθανάτιση του Τορ και των μαρτυρίων που περνά, επικεντρώνεται αποκλειστικά εκεί, χωρίς το σενάριο να μας αποκαλύπτει στοιχεία για τον αδυσώπητο Μπένο. Δεδομένου του αληθινού της ιστορίας, θα μπορούσε να επικεντρωθεί και στην ανάλυση των λόγων που τον ωθούν να κακοποιεί σε τέτοιο βαθμό τον Τορ σκιαγραφώντας τον, έτσι, ρεαλιστικότερα και όχι ως έναν τόσο πολωμένο villain. Κινηματογραφικά μιλώντας, μια τέτοια διείσδυση ίσως καθιστούσε το μήνυμα της ταινίας περισσότερο ανθρώπινο. «Να αμύνεσαι στο πραγματικό κακό» -αν αυτό ήθελε να μεταδώσει-, όχι ένα γηπεδικό «ξύλο στα καθίκια»,.
Δημιουργία σίγουρα άρτια ως προς την ατμόσφαιρα, αλλά χωλαίνει κάπως ως προς το μήνυμά της. Και μια απορία. Γιατί κάθε φορά που υπάρχει μια γάτα σε ανάλογες ταινίες, το άμοιρο ζωντανό έχει κακό τέλος;
Ρίξιμο ημερήσιας αυλαίας με το Μπόργκμαν του Άλεξ Φαν Βάρμερνταμ, παρουσία του ίδιου. Όταν του απονεμήθηκε το βραβείο συνολικής προσφοράς στον κινηματογράφο, αντί να καταφύγει σε ψεύτικες συγκινήσεις για να προκαλέσει μαζική συμπάθεια, επέλεξε να απευθυνθεί στο κοινό με το χιούμορ που χαρακτηρίζει τα φιλμικά του τεχνήματα, λέγοντας πως το συγκεκριμένο βραβείο τον κάνει να αισθάνεται γέρος.
Το Μπόργκμαν αποτελεί τρόπον τινά μια στροφή (σύντομη ή όχι, άγνωστο ακόμα) του σκηνοθέτη στο πεδίο του ψυχολογικού θρίλερ. Ένας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, επαίτης εμφανίζεται στο κατώφλι μιας αστικής οικογένειας, ζητώντας προσωρινή στέγη και θαλπωρή. Η σύζυγος, σε ρόλο καλού σαμαρείτη, δέχεται να τον φιλοξενήσει, εν αγνοία του συζύγου της που προηγουμένως έχει γρονθοκοπήσει τον άγνωστο άντρα.
Ωστόσο, ήδη, από την αρχή της φιλοξενίας, το ήρεμο περιβάλλον της οικογένειας ταράσσεται αναίτια. Μια σειρά βίαιων ξεσπασμάτων οδηγούν στο συμπέρασμα πως μάλλον φέρει κάποια ευθύνη ο μυστηριώδης ξένος.
Στη συγκεκριμένη ταινία υφίστανται όλα τα γνώριμα στοιχεία του τρόπου με τον οποίο ο Φαν Βάρμερνταμ αντιλαμβάνεται τον κόσμο: υποδόριο χιούμορ που ουδέποτε προκαλεί στομαχικό γέλιο, αλλά μια κατάσταση νοσηρής ευφορίας (ακόμα και αν πρόκειται περί θρίλερ, δεν ξεφεύγει από το στυλιστικό κανόνα του δημιουργού). Φυσικοί, ως επί το πλείστον, ήχοι, με ελάχιστη χρήση μουσικής, που συμβάλλουν στην μεγέθυνση της αμεσότητας και ακυρώνουν την αίσθηση της εξωτερικής παρακολούθησης μιας ταινίας. Τα χειρουργικά ψύχραιμα γενικά πλάνα, που αναδεικνύουν το βάθος πεδίου της εικόνας, δίνουν στην ταινία ευκαιρίες να αναπνεύσει. Και πάνω απ’ όλα, ένας ακούσιος (κατά τα λεγόμενα του δημιουργού) συμβολισμός σχετικά με την κατάπτωση της δυτικής ηθικής του πλούτου σε περιόδους ευημερίας και πιο συγκεκριμένα, της πατρίδας του.
Ταυτόχρονα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας υπάρχουν διάσπαρτα τα σουρεαλιστικά στοιχεία. Τόσο σε ζητήματα αισθητικής (δεν είναι λίγες οι φορές που ο Βάρμερνταμ μας προτείνει εικόνες παντελώς έξω από τις καθιερωμένες παραστάσεις) όσο και σε ζητήματα φιλοσοφίας (η εξίσωση του σουρεαλιστή Πάπα Μπουνιουέλ, ότι άνθρωπος ισούται με σκουπίδι μπορεί να αποτελέσει τη βάση της ταινίας, ανάλογα την ανάγνωση).
Δισυπόστατο στοιχείο αυτής της ταινίας, αν και προσωπικά με ευχαρίστησε, ο ρυθμός της. Αργός, χωρίς να εξηγεί τίποτα βεβιασμένα –τουναντίον, αφήνει το θεατή να επιλέξει τις δικές του ερμηνείες-, παρέχοντας τα απολύτως απαραίτητα και μεριμνώντας για το αμείωτο ενδιαφέρον της παρακολούθησης.
Παραγνωρισμένος σκηνοθέτης στα ελληνικά δεδομένα, κι ας έχει πετύχει ένα αξιοσέβαστο 8 στα 8 (ο αριθμός των ταινών του).