Στις 8 Νοεμβρίου του 1939, μια βόμβα εξερράγη στο Μόναχο. Η βόμβα προκάλεσε ευρύτατες ζημιές, αφού επέφερε την κατάρρευση μεγάλου μέρους του κτηρίου, συμπεριλαμβανομένης της κολόνας στη βάση της οποίας ήταν τοποθετημένη, κι η οποία βρισκόταν ακριβώς μπροστά από ένα πόντιουμ. Περίπου 120 άτομα βρίσκονταν μέσα στο κτήριο την ώρα της έκρηξης, εκ των οποίων 62 τραυματίστηκαν, κι άλλα 8 πέθαναν, όμως κανένα απ’ αυτά τα άτομα δεν ήταν ο στόχος της βόμβας. Στο κτήριο αυτό, ο ηγέτης του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενος απ’ τον Γιόζεφ Γκέμπελς και τον Χάιμλιχ Χίμλερ μεταξύ άλλων, είχε προγραμματίσει να δώσει τον ετήσιο δίωρο λόγο του στα μέλη του κόμματος. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες όμως, κι η επιτακτική ανάγκη να επιστρέψει το ίδιο βράδυ στο Βερολίνο, λόγω του επικείμενου πολέμου με τη Γαλλία, τον είχαν αναγκάσει να συντομέψει το λόγο του. Η ομιλία του τελείωσε στις 9.07. Η βόμβα εξερράγη στης 9.20. Κι αυτά, ήταν Τα 13 λεπτά που δεν άλλαξαν την Ιστορία.
Ο Johan Georg Elser, ο άνθρωπος που σχεδίασε, κατασκεύασε και τοποθέτησε τη βόμβα, μέσα σε 13 λεπτά έγινε ο άνθρωπος που δεν άλλαξε τον κόσμο. Κι αυτό το πλήρωσε ακριβά, όχι μονάχα γιατί, μετά τη σύλληψή του το ίδιο βράδυ, βασανιζόταν φριχτά επί ένα χρόνο. Ούτε γιατί πέρασε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του φυλακισμένος στο Νταχάου, για να εκτελεστεί ανεπεισοδιακά το 1945, τέσσερις εβδομάδες πριν οι Συμμαχικές Δυνάμεις απελευθερώσουν την Ευρώπη. Το πλήρωσε ακριβά, γιατί το όνομα του Johan Georg Elser πέρασε τα επόμενα 50 χρόνια στις παρυφές της Ιστορίας, με τους μελετητές της ναζιστικής κτηνωδίας ανήμπορους να αποσαφηνίσουν την αλήθεια, απ’ το ψέμα με το οποίο είχε μπλέξει το όνομα του παρολίγον φονιά του η μηχανή προπαγάνδας του Χίτλερ: από μυστικός πράκτορας των Βρετανών, μέχρι εγκάθετος του ίδιου του Χίτλερ στην προσπάθειά του να αυτοθεοποιηθεί, η ιστορία του Esler είχε καλύψει όλο το φάσμα της συνομωσιολογίας, μέχρι να εντοπιστεί η αληθινή του ταυτότητα και να αναγνωριστεί η πράξη του ως αυτόβουλη θυσία. Αυτήν την αλήθεια έρχεται να αποκαταστήσει το Esler, η νέα ταινία του Oliver Hirschbiegel, που είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της χθες, στο εκτός συναγωνισμού κομμάτι του επίσημου διαγωνιστικού της Berlinale.
Η ιστορία, βέβαια, είναι ελαφρώς πιο συναρπαστική απ’ την ταινία του Hirschbiegel, ο οποίος επιστρέφει στη ναζιστική Γερμανία μια δεκαετία και κάτι μετά το (υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης) The Downfall / H Πτώση (2004), κουβαλώντας απάνω του όλα τα κακά που κόλλησε στη μικρή πικρή θητεία του στο Hollywood: με γοητευτική παλέτα στη σκηνοθεσία του, ο Hirschbiegel επιχειρεί να ιχνηλατήσει τον χαρακτήρα του μέσα απ’ την αναδρομή στο παρελθόν του, με τις ανέμελες μέρες του Elser στην Κοστάντζα της Ελβετίας, τις γεμάτες ζεστασιά, αλαφρότητα και ενέργεια εικόνες, τη μουσική που είχε πάντα στα χείλη του ο ήρωάς μας και το λαμπερό του χαμόγελο, να λειτουργούν πλήρως αντιθετικά με τα παγωμένα χρώματα των κολασμένων μαρτυρίων που του επιβάλουν οι Ναζί μετά τη σύλληψή του –όλα τους ανατριχιαστικά απεικονισμένα, στη μόνη έκλαμψη τόλμης του σκηνοθέτη. Κι ενώ ο Hirschbiegel καταφέρνει να αποδώσει την ανθρώπινη πλευρά του ήρωά του ως ολότελα αξιαγάπητη ακόμη και στο σημείο που κλέβει την καρδιά της γυναίκας ενός άλλου άντρα (που βολικά αποδίδεται ως καρικατούρα θρασύδειλου βίαιου μεθύστακα), αποδεικνύεται σχεδόν τόσο ακατόρθωτο για τον σκηνοθέτη όσο και για τους βασανιστές του Elser, το να παρεισφρήσει στις διανοητικές και συναισθηματικές διαδικασίες που έκαναν έναν αποφασιστικά απολίτικο πασιφιστή να ξεπεράσει τη φύση του για να προβεί σε μια αποστολή σχεδόν αυτοκτονίας, που ούτε ψημένα στελέχη του (απαγορευμένου) κομμουνιστικού κόμματος δεν θα αποτολμούσαν.
Κι έτσι, όπως γίνεται συνήθως στο Hollywood, η επιφανειακή αφήγηση καμουφλάρεται με εξαιρετικά καλογυαλισμένη παραγωγή, και ως απόλυτο κίνητρο αναδεικνύεται ασφαλώς η αγάπη μιας γυναίκας. Που είναι βέβαια εξαιρετικά ρομαντικό, αλλά ελαφρώς απλοϊκό, και σίγουρα αποδομητικό για τη βαρύτητα της ταινίας, που αφηγείται την ιστορία του παρολίγον εκτελεστή του Χίτλερ, αλλά περνάει περισσότερη ώρα να μας διηγηθεί πόσες φορές κρεβάτωσε την αγαπημένη του, απ’ το πώς ακριβώς κατάφερε να φτιάξει τη βόμβα. Γεγονός που με τη σειρά του είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο η ταινία προσπαθεί να ξεκλέψει τη συμπάθεια για τον ήρωά της, και κλασικό παράδειγμα του πώς το σινεμά μπορεί να ηρωοποιήσει κάποιον για όλους τους λάθος λόγους. Το οποίο, τελευταία φορά που κοίταξα, δεν έπεφτε και πολύ μακριά απ’ τον ορισμό της προπαγάνδας.
Η Popaganda μελετά την ιστορία της Γερμανίας στη Berlinale, με την υποστήριξη της Aegean Airlines.