Channing Tatum, Steve Carell, Mark Ruffallo, Sienna Miller και Vanessa Redgrave στις 7μμ, Robert Pattinson, Julianne Moore, John Cusack, Mia Wasikowska και βέβαια ο David Cronenberg στις 9, κι αν τα πράγματα συντονιστούν καλά, τα φλας των φωτογράφων θα συναγωνιστούν τις αστραπές που φαίνεται να μας φυλάνε τα φουσκωμένα σύννεφα που μας χαμογελάνε απ’ το πρωί, σ’ αυτήν που προδιαγράφεται ως η μαζικότερη επέλαση αστέρων στο φετινό φεστιβάλ των Κανών. Τα κόκκινα χαλιά του Palais des Festivals δεν είναι τα μόνα που αναμένεται να στενάξουν βέβαια απόψε, μιας κι αμφίβολο είναι το κατά πόσο προδιαγράφεται ευχάριστο το μεσοβραχυπρόθεσμο μέλλον των υποψήφιων θεατών των δυο ταινιών.
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία των αδερφών Mark και Dave Shcultz, το Foxcatcher βρίσκει τους δυο παγκόσμιους πρωταθλητές και ολυμπιονίκες της ελεύθερης πάλης λίγο μετά το θρίαμβό τους στους Ολυμπιακούς του ’84, και λίγο πριν η ζωή τους πάρει μια απροσδόκητη κι ασταμάτητη τροπή: έχοντας βαρεθεί να γυαλίζει τα μετάλλιά του για να δώσει ενθαρρυντικές ομιλίες σε μικρές μισοάδειες αίθουσες και στην επιστροφή να στέκει στις ουρές στα χαμπουργεράδικα, για να του μείνει τίποτα στην τσέπη απ’ την επιταγή των $20 δολαρίων που κοστολογούνται οι υπηρεσίες του, ο μικρός αδερφός Mark (Channing Tatum) αρπάζει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται να εγκαταστασθεί για προπονήσεις στη φάρμα Foxcatcher του τελευταίου γόνου της βαθύπλουτης οικογένειας Du Pont (Steve Carell). Τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει κανένας απ’ τους δυο, κι όταν πείθεται να έρθει στη φάρμα κι ο μεγαλύτερος αδερφός (Mark Ruffalo), πάνε ακόμη χειρότερα.
Η Wikipedia είναι ένα κλικ μακριά αν θες να μάθεις πόσο άσχημα κατέληξε στην πραγματικότητα αυτή η ιστορία. Το φινάλε παραμένει δυνατό ακόμη κι αν το ξέρεις βέβαια, απλώς για να φτάσεις ως εκεί, ο Benett Miller σου ‘χει στήσει βαλτωμένη διαδρομή. Έχοντας έρθει στις Κάννες για να κάνει στο Επίσημο Διαγωνιστικό την πρώτη επί ευρωπαϊκού εδάφους πρεμιέρα του μετά τα οσκαρικά Capote (2005) και Moneyball (2011), o Miller παρουσιάζει απόψε την ίσως λιγότερο αμερικανική ταινία του, απ’ την άποψη του πώς διαχειρίζεται τη δομή της βιογραφίας τουλάχιστον. Παρ’ ότι έχει ως επίσημη πηγή την αυτοβιογραφία του Mark Schultz, το σενάριο της ταινίας χρησιμοποιεί τον μικρότερο αδερφό μοναχά για να σε μπάσει στην ιστορία, το κέντρο βάρους της οποίας σύντομα μεταφέρεται στη φάρμα του Foxcatcher και τις ιδιοτροπίες του ιδιοκτήτη της.
Την πρώτη φορά που τον συναντάς επί οθόνης, ο John Du Pont σου συστήνεται ως προπονητής της πάλης, ορνιθολόγος, μα πάνω απ’ όλα πατριώτης. Αργότερα μαθαίνεις ότι είναι επίσης συγγραφέας, φιλοτελιστής, φιλάνθρωπος, μα πάνω απ’ όλα πειραγμένος. Φυσιογνωμικά λίγο σαν τον Mr Burns από τους Simpsons, ο Du Pont αποκαλύπτεται ότι μοιάζει στον κίτρινο πολυεκατομμυριούχο του Springfield με περισσότερους από έναν τρόπους. Χλωμός, μοχθηρός και γαμψομύτης, ο Du Pont είναι επίσης εξίσου δισδιάστατος, και παρ’ ότι ο Steve Carell υπερβαίνει εαυτόν για να προσδώσει στο χαρακτήρα το βάθος που χρειάζεται να σου γεμίσει την οθόνη, το σενάριο υποβιβάζει διαρκώς τόσο τα κίνητρα όσο και τον ψυχισμό του, σε καρικατουρίστικες εκδοχή καλομαθημένου βαθύπλουτου με το σύνδρομο κατωτερότητας και την ανάγκη για την αποδοχή της μαμάς του (Vanessa Redgrave).
Κι αν ο Bennett Miller καταφέρνει αν μη τι άλλο να προσδώσει με τη σκηνοθεσία του μια κάποια εικαστική γοητεία στο μακρύ, στεγνό και τελικά ρηχό σενάριο που έχει στα χέρια του, οι θεατές του καινούριου David Cronenberg δεν θα έχουν ούτε αυτήν την ανακούφιση. Δυο χρόνια μετά το Cosmοpolis (2012), o Cronenberg επιστρέφει στο διαγωνιστικό των Κανών με μια κάποια σάτιρα της χολιγουντιανής μενταλιτέ, μέσα την ιστορία μιας μυστηριώδους πιτσιρίκας (Mia Wasikowska) που επιστρέφει στο Los Angeles για να επανορθώσει για το τραυματικό της παρελθόν. Τραυματικό όχι μόνο γι’ αυτήν, μια και η φωτιά που προκάλεσε τις εκτεταμένες στα χέρια και το σώμα της ουλές, άφησαν τα σημάδια τους και στην οικογένειά της. Βλέπεις, το σπίτι που έκαψε ήταν το πατρικό της.
Η πιτσιρίκα βέβαια είχε τους λόγους της όταν το έκανε, και μαζεύει ακόμη περισσότερους μ’ αυτά που περνάει ως προσωπική βοηθός μιας τρελαμένης ηθοποιού στην άσχημη πλευρά της μέσης ηλικίας (Julianne Moore), η οποία έχει άλλα τραύματα, από την σεξουαλική κακοποίηση που μπορεί, ή μπορεί και να μην δεχόταν από τη μητέρα της, ενώ έχει και για ψυχολόγο τον πατέρα της περί ης ο λόγος νέας βοηθού (John Cusack). Ο μπαμπάς ήταν που είχε διώξει την πιτσιρίκα απ’ την οικογενειακή εστία, προκαλώντας στη γυναίκα μια άλλη σειρά νευρώσεων, τις οποίες μετασχηματίζει σε υπερπροστατευτισμό του άλλου τους παιδιού, ενός προέφηβου ηθοποιού που αφού βγήκε απ’ την αποτοξίνωση, διοχετεύει με σωματική και λεκτική βία στους γύρω του την πίεση που νιώθει απ’ τους γονείς του.
«Θέλω να επανορθώσω» λέει συνέχεια η Wasikowska στην ταινία, κι αυτό φαίνεται να είναι και το mantra του ίδιου του Cronenberg, που μετά την αμφισβητήσιμης ευστοχίας περσινή μεταφορά της νουβέλας του Don DeLillo, κάνει μια δεύτερη, πιο μαζεμένη δοκιμή στη πανκ σεναριακή γραφή. Το ότι οι φιλοδοξίες του είναι αυτή τη φορά πιο συγκρατημένες όμως, δεν παει να πει κι ότι η αποτυχία του είναι πιο μικρή. Όλα μπερδεύονται γλυκά σ’ ένα υπερβολικά πυκνοκατοικημένο σενάριο που τυλίγεται και ξετυλίγεται σαν σε αυτόματο πιλότο, με πολύ αδρή την δραματουργική του αιχμή και χωρίς καμιά εστίαση στο που προσπαθεί να καταλήξει, πέρα απ’ τον προφανή αφορισμό ότι ο τρόπος ζωής του Χόλιγουντ, ο κυνισμός κι ο οπορτουνισμός ενσαρκωμένος δηλαδή, είναι ένα τσίρκο με αποκτηνωμένα κουφάρια χωρίς ψυχή, που δεν θα μπορούσαν παρά να αφήνουν έκφυλα φρικιά ως απογόνους. Δίχως τη μαυρίλα στο χιούμορ που θα έδινε σ’ αυτό το κείμενο παλμό, ο Cronenberg επιτείνει την αγωνία με άνευρη, σχεδόν ερασιτεχνική σκηνοθεσία που φτάνει την ταινία του να μοιάζει με αυτοπαρωδία. Ρε λες;
Η Popaganda ξεψαχνίζει το Επίσημο Διαγωνιστικό των Κανών, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.