Το παρακάτω κείμενο είναι ένα άρθρο του Βασίλη Μάκη, αποδέκτη της επιστολής, που δημοσιεύτηκε λίγο μετά το θάνατο του Δημήτρη Χατζή (20 Ιουλίου 1981) στο Βήμα της Κυριακής (26.07.1981), με τίτλο «Ο Δημήτρης Χατζής μέσα από ένα γράμμα του το 1974 “Η αλλαγή θα έρθει από ένα νέο κόμμα στο χώρο της Αριστεράς”».
Ο Δημήτρης Χατζής —Τάκη Χατζή τον λέγαμε εμείς οι Γιαννιώτες— πέρασε πια τις πύλες της Αχερουσίας και βρίσκεται στον άλλο κόσμο. Εμείς που τον ζήσαμε από κοντά σαν γνωστοί και φίλοι στα παιδικά και νεανικά του χρόνια νιώθουμε πιο πικρό τον καημό του και νιώθουμε τον χαμό του πρόωρο. Θα μπορούσε να ξανασάνει κι αυτός λίγο στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μιας ζωής που στάθηκε πολύ σκληρή, βάναυση και ανελέητη.
Αναθυμόμαστε τώρα μερικές στιγμές της ζωής του. Ζούσε στα Γιάννινα και συνέχιζε την έκδοση της «Ηπείρου» μιας ημερήσιας εφημερίδας που βρήκε από τον πατέρα του, τον ρομαντικό ποιητή Πελλερέν. Η «Ήπειρος» ανήκε στο Λαϊκό Κόμμα και ήταν το όργανο των λίγων βασιλοφρόνων στα Γιάννινα. Στην «Ήπειρο» την εφημερίδα που διηύθυνε ο Τάκης Χατζής καταχωρούνταν τα πιο συντηρητικά και αντιβενιζελικά άρθρα. Και αναστατώθηκαν τα Γιάννινα ένα πρωινό του 1938, αν θυμούμαι καλά, που μαθεύτηκε πως πιάστηκε ο Τάκης Χατζής, ο διευθυντής και αρθρογράφος της αντιβενιζελικής «Ηπείρου» γιατί ήταν ένας από τους ιθύνοντες του ΚΚΕ στα Γιάννινα. Μαζί με τους άλλους συντρόφους του είχαν κατορθώσει να κρύβουν τα γραφεία της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου, Γενικός Διοικητής τότε ο Γκορτζής, το επαναστατικό τους υλικό. Η «Ήπειρος» έπειτα απ’ αυτό σταμάτησε την έκδοσή της.
Χάσαμε τον Τάκη Χατζή για λίγα χρόνια από τα Γιάννινα και τον ξανασυναντούμε πολιτικό καθοδηγητή της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή της Θεσσαλίας. Κι όταν επεκράτησε η ζοφερά Δεκεμβριανή νύχτα και άρχισε να σπαράζει τους Έλληνες ο επάρατος εμφύλιος πόλεμος η οικογένεια Χατζή βρίσκεται σε εξολοθρεμό. Εκτελείται στα Γιάννινα μαζί με άλλους εκλεκτούς ανθρώπους —Μαρνέλης, Μπιτς, Χολέβας, Πρίντζου κ.ά.— ο αδελφός του Άγγελος Χατζής, φιλόλογος καθηγητής — για τον οποίο πιστεύω αδίστακτα και με βάση τα όσα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά που είχα διαβάσει πως θα γινόταν ένας από τους μεγάλους μας λογοτέχνες. Ο Δημήτρης Χατζής εγκαταλείπει το τάγμα Εθνοφυλακής της Ζίτσας και περνάει στο αντίπερα στρατόπεδο. Αυτό το γεγονός υπαινίσσεται στις αρχές επιστολής που ανακοινώνεται παρακάτω.
Εμείς οι άλλοι πολεμιστές του 1940 και συνεχιστές του έπους της Εθνικής Αντίστασης πήραμε μετά το 1946 μαύρους δρόμους: Απολύσεις από δημόσιες θέσεις —ο υποφαινόμενος ήταν εκπαιδευτικός— φυλακίσεις, εξορίες, Μακρονήσια, καταδιωγμούς και χίλια άλλα βάσανα. Κι όταν γαλήνεψαν οι καιροί, κατάκατσε ο κουρνιαχτός της μάχης αρχίσαμε να αναζητούμε τους παλιούς συντρόφους όσους απόμειναν. Ο Τάκης Χατζής βρισκόταν τότε στη Βουδαπέστη με μια γόνιμη σταδιοδρομία και μια πλούσια συγκομιδή στα ελληνικά γράμματα. Ο υπογραφόμενος με μερικούς άλλους Ηπειρώτες, χωρίς καμιά εξουσιοδότηση, τελείως από δική μας πρωτοβουλία, προσφύγαμε στις δημόσιες αρχές ζητώντας να επιτραπεί στον Δημήτρη Χατζή να γυρίσει στην πατρίδα.
Ύστερα από χρόνια άρχισα να αλληλογραφώ με τον Χατζή. Το πρώτο γράμμα που μου έστειλε —απάντηση σε δικό μου— είναι το παρακάτω που νόμισα χρέος μου να το δημοσιεύσω θεωρώντας το χρήσιμο στοιχείο για όσους θα ασχοληθούν με την αξιολόγηση του έργου του και το πολιτικό και ιδεολογικό του περιεχόμενο. Νομίζω πως δεν υπάρχουν στο γράμμα αυτό ασαφή σημεία που θα είχαν ανάγκη από διευκρινίσεις. Ένα μόνο σημείο να υπογραμμίσουμε. Ότι στο γράμμα αυτό εμείς οι παλιοί γνωστοί και φίλοι αντικρίσαμε έναν Χατζή τελείως αγνώριστο και διαφορετικό από ό,τι τον ξέραμε στο παρελθόν. Και το μεγάλο ερώτημα για μας παραμένει: Τι μεσολάβησε για να απαρνηθεί ο Χατζής τον παλιό του εαυτό; Θα υπάρξει κάποια απάντηση; Νομίζω όχι. Εικασίες και ερμηνείες θα γίνουν, μα η αλήθεια θα μείνει ξέμακρη.
Και τώρα το γράμμα:
Βουδαπέστη 7.11.1974
Αγαπητέ φίλε και σύντροφε Βασίλη Μάκη, όπως με αποκαλείς και συ.
Έλαβα το βιβλίο σου και, όσο να το διαβάσω, έλαβα και το γράμμα σου. Πρέπει να σου πω πως δεν σε θυμάμαι (— η μνήμη μου έχει και άλλα κενά). Μα από κείνες τις «μέρες της Ζίτσας» — από αυτές δεν έμεινε τίποτα: όλο μένει μέσα μου σα να ‘ταν ένα σκοτεινό λαγούμι — που βγάζει ένα απόγεμα σ’ ένα λιβάδι —άνθρωποι που γυρίζουν απ’ τις δουλειές τους και με κοιτάζουν κατάπληκτοι— το ποτάμι που πέφτω μέσα, η όχτη είναι δεξιά μου, το ρεύμα με παρασέρνει και βγαίνω τέλος στην άλλη όχτη — πάλι… δεξιά μου. Είκοσι εξ χρόνια τώρα το σκέφτομαι καμιά φορά στο κρεβάτι μου και την εξήγηση δεν την βρήκα ακόμα. Λέω καμιά φορά, να ζήσω, πρέπει εξάπαντος να πάω να το δω, πώς είναι αυτό το μυστήριο πράμα, και οι δύο όχτες να ‘ναι στα δεξιά μου. Θυμάμαι ακόμα πως πήρα ένα μήνυμα —ή σημείωμα— από το γραμματέα της οργάνωσης, εκεί στη Ζίτσα ή στα Γιάννινα πως «άνθρωποι είναι γύρω σου» — ο «άνθρωπος», λοιπόν, πρέπει να ‘σουνα εσύ.
Μα δεν έχει μεγάλη σημασία. Από όσα μου γράφεις —και ο Άγγελος μέσα— μπορώ να σε σκέφτομαι, να σε βλέπω και να σε νιώθω σαν ένα πρόσωπο πολύ κοντινό και συγγενικό κι αγαπημένο —και λοιπόν αν είναι έτσι— να νιώθω τώρα σα να μη χωρίσαμε ποτές.
Να μη χωρίσαμε ποτές… Είναι αλήθεια πως εγώ, τόσα χρόνια τώρα, ξεμάκραινα και περιπλανήθηκα σ’ ένα σωρό αναζητήσεις και προσπάθειες — τολμάω να το λέω για τον εαυτό μου: όλες τίμιες και λέγοντάς το είναι σα να θέλω ν’ αναλάβω τη βαριά υποχρέωση της αρετής και της ανιδιοτέλειας. Άλλες ήταν άγονες, άλλες χρήσιμες. Από κείνα που έγιναν τότες και από κείνους τους ανθρώπους που ήμουνα τότε μαζί τους, απομένει ωστόσο μέσα μου για πάντα ένας κόσμος που μήτε θέλω μήτε μπορώ να τον ξεγράψω. Δεν ξέρω καν πόσο είναι πλούτος και πόσο είναι βάρος μονάχα — της κατάθλιψης και της τύψης. Δεν ξέρω δηλαδή πόσο είναι το μέρος που ανήκει σε μιαν απίστευτη τραγωδία ανίσχυρων και ανυπεράσπιστων θυμάτων —είναι το βάρος, η τύψη— και πόσο είναι το μέρος που ανήκει στην ανθρωπιά και την γενναιότητα των ανθρώπων εκείνων που, θύματα, μπορούσαν ν’ αποδεχτούν το βάρος αυτό — είναι ο ανεκτίμητος πλούτος που μένει. Εισέπραξες, γράφεις και συ τα δικά σου —φυλακές, Μακρονήσι και βάλε— έχω εισπράξει και γω τα δικά μου και δε βαρυγκωμώ καθόλου να τα πληρώνω.
Έτσι, κοντινός, συγγενικός, αδερφικός σου που νιώθω να είμαι, αφήνω τώρα κάθε άλλη δουλειά και κάθομαι να σου γράψω, σα να σου μιλάω.
Τι να σου μιλήσω;
Το πρώτο είναι βέβαια της επιστροφής μου το ζήτημα. Θέλω, λοιπόν, να πω και σε σένα, πως στην αρχή το είδα και γω σαν ένα ζήτημα δικό μου: Να γυρίσω και γω στην πατρίδα και να ζήσω μέσα σ’ αυτήν. Τώρα πια δεν τι βλέπω με τον ίδιο τρόπο. Με την έκταση που πήρε, με την ακύρωση της διαταγής για τη δίμηνη άδεια, είδα και εγώ και μπορούσαν όλοι να βλέπουν να προβάλει πίσω του το μεγάλο και γενικό ζήτημα της πατρίδας: Θα έχουμε επιτέλους μια δημοκρατική τάξη, μια δημοκρατική νομιμότητα στην Ελλάδα ή θα εξακολουθήσουν αν την κυβερνούν οι Αμερικάνοι, οι χαφιέδες και οι βασανιστές, η «εθνικοφροσύνη»;
Από δω και πέρα — δηλαδή από τις εκλογές και ύστερα, εγώ τουλάχιστο, το δικό μου το ζήτημα μονάχα τοποθετημένο μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο θέλω να το βλέπω. Και νομίζω, λοιπόν, πως μια νέα προσπάθεια ύστερα από τις εκλογές για την δική μου την επιστροφή, έχει πια, θα έχει, ένα άλλο νόημα — και πολύ καθαρό:
Θα είναι μια πτυχή, μια περίπτωση μέσα στη μεγάλη και γενική υπόθεση του εκδημοκρατισμού.
Με αυτή τη σημασία, με αυτό το νόημα βλέπω και κάθε συνηγορία, κάθε προσπάθεια των Ηπειρωτών για μένα. Ξέρω βέβαια πως, θέλουμε δε θέλουμε, αυτό που λέμε «ιδιαίτερη πατρίδα» παίρνει μέσα μας καθώς περνούνε τα χρόνια και οι απογοητεύσεις διαδέχονται τις διαψεύσεις και τις παραιτήσεις το νόημα ενός ασφαλισμένου τύπου, όπου σε κείνα τα χρόνια της παιδικής και της νεανικής ηλικίας η (χαμένη πια) αγνότητα βασίλευε μέσα μας και αν την αποζητήσουμε και τη νοσταλγήσουμε, εκεί μπορούμε πάντα να την ξαναβρούμε άφθαρτη και αναλλοίωτη —και ξαναγυρίζω κάποτε κι εγώ, ο πατέρας μας, μια αρσενική Μαντάμ Μποβαρύ, η μανούλα μας, ο Άγγελος, τα έξι εμείς, το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια, η Ζωσιμαία, η Καραβατιά, τα Οβρέικα— η νεανική, επαναστατημένη συντροφιά μας, οι ιδανικοί —ανεκπλήρωτοι— έρωτες, της ελληνικής επαρχίας.
Πρέπει όμως να πω πως είμαι πολύ ξένος σε κάθε τοπικισμό, κάθε τοπικισμός μου είναι ξένος. Έτσι, λοιπόν, αν υπάρχουν Ηπειρώτες που ζητούν κι αυτοί να γυρίσω, δεν μπορεί βέβαια παρά να ‘χουν τις πιο θερμές μου ευχαριστίες, την ευγνωμοσύνη μου. Την έχεις και συ. Μα — αν σκέφτομαι σωστά πως τέτοιο δημοκρατικό, αγωνιστικό, πρέπει να ‘ναι το νόημα μιας νέας προσπάθειας για το δικό μου το γυρισμό, θέλω καλά να το ξέρουν και οι Ηπειρώτες που θα βοηθήσουν σ’ αυτήν πως δεν πρόκειται για ένα αίτημα τοπικιστικά δικό τους, μα για ένα πρόβλημα του γενικού εκδημοκρατισμού. Όχι για να γυρίσω εγώ — μα για να γίνει δημοκρατία στην Ελλάδα, να μπορούν όλοι οι Έλληνες να ζήσουν μέσα σ’ αυτήν, αυτό είναι το ζήτημα — αυτό πρέπει να ‘ναι και των Ηπειρωτών το αίτημα.
Αυτά γι’ αυτό. Σου τα γράφω με τη μηχανή όχι γιατί έγινα κανένας σπουδαίος, μα γιατί το χέρι μου κουράστηκε αυτές τις μέρες να γράφω και να ξαναγράφω — περίπου αυτά τα ίδια που γράφω και σένα.
Και επειδή νομίζω πως ο άνθρωπος κάνει σωστά —και για τον εαυτό του και για τους άλλους— να δείχνει αμέσως το πρόσωπό του, πρέπει να προσθέσω και τούτα — να τα πω και σένα: Να σου πω ποιος είμαι.
Πιστεύω πολύ βαθιά πως αυτή η στιγμή τώρα είναι μια από τις πιο κρίσιμες και τις πιο αποφασιστικές που έζησε η Ελλάδα. Ή θα κάνουμε ΤΩΡΑ ένα βήμα πιο πέρα, να ξεκολλήσουμε από τη λάσπη ή αν δεν χαθούμε για πάντα —και αυτό μπορεί αν γίνει— θα χάσουμε πάλι άλλα είκοσι-τριάντα χρόνια. Το βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι η δημοκρατική αλλαγή — και εγώ πιστεύω πως η δημοκρατική αλλαγή είναι υπόθεση των λαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων. Σκορπισμένες σήμερα και ακέφαλες οι δυνάμεις αυτές (ένα μέρος τους βρήκε τη στέγασή του στο ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου) τότε μόνο θα μπορέσουν να αποκτήσουν τη δύναμη και την επιβολή που απαιτούν οι στιγμές αυτές, όταν ενωθούν (όχι «ενότητες» και συμφωνίες — ένωση πολιτική) σε ένα κόμμα, στο κόμμα της νέας αριστεράς, που αυτό θα διεκδικήσει τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του εκδημοκρατισμού —ένα πρόγραμμα το και το— (και όχι ασάφειες, υπεκφυγές και γενικότητες και «ελληνικούς δρόμους για το σοσιαλισμό» —τι θα πει;— ένα κόμμα που, αν χρειαστεί θα συγκρουστεί με την ελληνική Δεξιά και αν χρειαστεί θα την επιβάλει την δημοκρατική αλλαγή, αποφασισμένο να την πραγματοποιήσει, γιατί ξέρει πως χωρίς αυτήν η Ελλάδα χάνεται. Όλη η παλιά Αριστερά (δηλαδή, για μένα το ΚΚΕ και το λεγόμενο Γραφείο, η νεκραναστημένη ΕΔΑ των πολιτικάντηδων, ο Θοδωράκης μαζί —ο Γλέζος— να δούμε) εγώ νομίζω, Βασίλη μου, πως υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί συνειδητά θέλουν να εμποδίσουν τη δημιουργία αυτού του Κόμματος που θα είναι το κόμμα της δημοκρατικής αλλαγής — το κόμμα της εθνικής σωτηρίας, όπως εγώ πιστεύω.
Έτσι τώρα και εσύ ξέρεις πολύ καλά ποιον έχεις να βοηθήσεις — και τον βοηθάς ξέροντας ποιον βοηθάς και για ποιες ιδέες. Και αν θέλεις κάνε το, ξανακάνε το. Σε παρακαλώ.
Τελειώνω: Θα ήθελα να μου έγραφες αμέσως ύστερα από τις εκλογές. Για την πολιτική μα και για σένα τον ίδιο: Τι σημαίνει «η ζωή μου περνάει μ’ αγκομαχητά στα τυπογραφεία». Τι είσαι; Τυπογράφος, διορθωτής; Παντρεμένος; Τα οικονομικά σου; — γράψε τα όλα αυτά.
Για το βιβλίο σου θέλω να σου γράψω με κάποια άνεση — παινέματα και ψεγάδια.
Στον Αδάμο, όχι να μη δώσεις χαιρετισμούς.
Σε φιλώ με όλη μου την αγάπη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Φωτογραφίες από τα λευκώματα: Ιωάννινα, Ολκός-Ριζάρειον Ίδρυμα, 2007/ Σπύρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, ΑΘήνα 1996/Ένας ιστορικός περίπατος στην πόλη [1913-2013], Ριζάρειον Ίδρυμα, 2013.