Στα 16 διηγήματα του προ τετραετίας «Κάτι Θα Γίνει, Θα Δεις» ο Χρήστος Οικονόμου μας είχε παρουσιάσει ένα παλίμψηστο ανθρώπων της διπλανής πόρτας από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας – κυρίως Πέραμα, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα – που μαστίζονται από την ανεργία («να σε διώχνουν απ’τη δουλειά είναι σαν κάταγμα»), την φτώχεια, τους λογαριασμούς και τα χρέη, τα ματαιωμένα όνειρα (να δουλεύεις και να κάνεις όνειρα και τα όνειρα να λιώνουν σαν παγάκια»).
Στο νέο του πόνημα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις μοιάζει σαν να συνεχίζει από εκεί που τελείωσε το «Κάτι Θα Γίνει, Θα Δεις». Η δράση έχει μεταφερθεί στη χειμερινή Σέριφο, όπου παρακολουθούμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εσωτερικοί μετανάστατες (οι «ξενομπάτες») στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στην ντόπια κοινωνία (τους «αρουραίους»). Στο άδειο από τουρίστες τοπίο κυριαρχεί η αγριότητα της ξέφραγης ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπου ο αστυνομικός κάνει και τον νυχτοφύλακα στον τοπικό ισχυρό παράγοντα για να συμπληρώσει τον κομμένο μισθό του.
Τα τέσσερα αλληλένδετα διηγήματα – μαζί με την μικρή ενδιάμεση ιστορία της ντόπιας που διατρέχει το κείμενο – είναι αποπνικτικά. Οι ελπίδες των Αθηναίων, Λαρισαίων, Σαλονικιών και λοιπών μεταναστών για ένα καινούργιο ξεκίνημα αποδεικνύονται φρούδες, καθώς οι ντόπιοι τους θέλουν μονο για υπηρέτες στα μαγαζιά τους, αλλά δεν καλοβλέπουν την αναπόφευκτη αλλάγή στο status quo.
Στο «Θα σας καταπιώ τα όνειρα» ο Τάσος χάνεται χορεύοντας σε μια σπηλιά, ύστερα από μια ακόμα προσβολή από τους ντόπιους νταβατζήδες που ήδη τον είχαν σακατέψει, γιατί μιλούσε για «αλληλεγγύη και δικαιοσύνη».
Στο «Σκότωσε τον Γερμανό» ο Χρόνης, έντιμος αντεξουσιαστής που έχει μείνει παράλυτος σε καροτσάκι, παλεύει να πάρει μια απόφαση για το αν πρέπει να σκοτώσει τον γέρο από απέναντι που κλειδώνεται κάθε απόγευμα με ένα κοριτσάκι, σε έναν κόσμο όπου «ο καθένας μας είναι ελεύθερος να κάνει το κακό με χίλιους τρόπους, το καλό όμως είναι πάντοτε υπόθεση κάποιο άλλου».
Στο «Το Καλό θα’ρθει από τη θάλασσα» ο Λάζαρος (το Τόξο που έχει σκεβρώσει από τη ζωή) αναζητάει κάθε νύχτα σε όλο το νησί τον γιό του που εξαφανίστηκε όταν ο εφοπλιστής/καλός πελάτης στην ταβέρνα του, τον διαπόμπευσε στο κότερό του.
Στο «Χαρταετοί τον Ιούλιο» η Άρτεμη και ο Σταύρος πετάνε μέσα στον Ιούλιο χαρταετό με φαναράκια και ένα σωσίβιο, μπροστά στα αποκαϊδια του εστιατορίου που πάλεψαν να στήσουν, αλλά ο μπιστολάς Γιαγουάρος αποφάσισε να αφανίσει.
«Τι είναι χειρότερο ν’αγαπάς τη χώρα σου επειδή την κλέβεις ή να την μισείς επειδή δεν μπορείς να την κλέψεις;» Ο Οικονόμου μιλάει για το ήθος που είναι τόπος. Οι ξενομπάτες πρέπει να μάθουν να ζουν με τα ήθη των αρουραίων, αφού δεν έχουν προλάβει ακόμα να φτιάξουν δικά τους. Το νησί είναι γι’αυτούς φυλακή, όπου ναυάγησαν και δεν μπορούν να φύγουν, γιατί δεν έχουν που να γυρίσουν.
Σαν από την ίδια φλέβα της «Γραμμής του Ορίζοντος» του Βακαλόπουλου που πατούσε πάνω στα μάντρα του Σιναϊτη, το κείμενο ακολουθεί την εσωτερική πορεία των ταπεινομένων ηρώων του, καθώς χτυπούν ξανά και ξανά στο τοίχο της πραγματικότητας. Η μεγαλύτερη έκταση των διηγημάτων επιτρέπει στους χαρακτήρες να εξελιχθούν. Η γλώσσα του Οικονόμου είναι πλούσια και πιάνει από την ντόπιολαλιά ως τους ήχους των πουλιών. Ιδού ένα καινούργιο παραμύθι για ένα μέρος όπου τα παραμύθια τα λένε πια μόνο γέροι σε άλλους γέρους, αφού δεν υπάρχουν νέοι.
Ας σημειωθεί ότι η λέξη Σέριφος δεν απαντάται πουθενά στις 200 σελίδες του βιβλίου, αλλά το νησί προσδιορίζεται από τα τοπωνύμια (Αβεσσαλός, κλπ).