Ο Πέτρος Αυλίδης δεν κρατούσε ημερολόγιο. Δε χρειαζόταν, η μνήμη του είναι φωτογραφική. Όποιος έχει διαβάσει τον Σοφέρ (Γαβριηλίδης, 2012), αυτό το συναρπαστικό χρονικό της δεκαετίας του ’80 στο δυτικό Βερολίνο των μποέμ, το έχει διαπιστώσει – εγώ δε χρειάστηκα παραπάνω από μια επιστροφή Ανάφη-Πειραιά για να το ρουφήξω με κομμένη την ανάσα. Βρέθηκε εκεί το 1980, έχοντας τελειώσει ψυχίατρος στο Αριστοτέλειο και πολύ γρήγορα μπήκε στον κύκλο των διανοούμενων μιας πόλης που βρισκόταν σε αναβρασμό. Έγινε φίλος του μεγάλου ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη και της γυναίκας του Φώφης, στης οποίας το ομώνυμο μπαρ-ρεστοράν σύχναζε μια εκλεκτή κάστα μποέμηδων τυχοδιωκτών που πουλούσαν ιδέες και στυλ και πειραματίζονταν με τις αντοχές τους στο αλκοόλ και τις ουσίες. Εκείνος είχε μόνο μια υποχρέωση. Να οδηγεί. Και την τεράστια τύχη να είναι εκεί. Να πηγαίνει ύποπτες βόλτες τον Ακριθάκη μαζί με τη Nico των Velvets, να ξεναγεί τον Φράνσις Μπέικον, να βρίσκεται σε αμηχανία ενώ ο Ντένις Χόπερ λιώμα προσπαθεί επί ένα μισάωρο να βάλει τις μπότες του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Δούλευε το πρωί, κοιμόταν το απόγευμα, γύρναγε και οδηγούσε τα βράδια. Και φυσικά ήταν εκεί την ημέρα που έπεσε το Τείχος, την ημέρα που άλλαξε ο κόσμος και η Ιστορία πέρασε στο επόμενο κεφάλαιό της.
«Δεν χωρούσε στο μυαλό μας ότι περνάμε σε μια νέα φάση της ιστορίας ή κάτι τέτοιο, θέλαμε απλά να σιγουρευθούμε ότι έχουμε καταλάβει σωστά και στη συνέχεια όλοι κατευθυνθήκαμε προς το Τείχος. Δεν ήταν κάτι που υπήρχε στο πρόγραμμα της συγκεκριμένης ημέρας, η έκπληξή μας ήταν μεγάλη – όλοι ξέραμε ότι θα συμβεί κάποτε, αλλά δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα το ζήσουμε. Πήρα τη γυναίκα με την οποία ήμουν σε φάση επανασύνδεσης τότε κι έναν φίλο μου και πήγαμε σε ένα σημείο του Τείχους που ήταν κάπως σημαντικό για μας, στη γέφυρα που ενώνει τις δύο πλευρές της πόλης πάνω από τον ποταμό Σπρέε. Γύρω στις 8.30, 9 παρά βρέθηκα από το Μοαμπίτ που ζούσα τότε στο τελευταίο σημείο του Κρόιτσμπεργκ που μπορούσαμε να πλησιάσουμε με το προηγούμενο καθεστώς, στο σημείο-μηδέν όπως το λέγαμε. Από εκείνο το σημείο περνούσαν μόνο οι Ανατολικοί που είχαν βγει σε σύνταξη προς τη Δύση. Πηγαίναμε συχνά και τους χαζεύαμε. Οι προηγούμενοι γυρνούσαν στις δώδεκα παρά ένα τα μεσάνυχτα με γεμάτες σακούλες από τους συγγενείς τους στο δυτικό Βερολίνο και οι επόμενοι παραμόνευαν για να φύγουν δώδεκα και ένα. Με άδειες σακούλες φυσικά».
Στον Σοφέρ (διαβάστε εδώ το τελευταίο κεφάλαιο) με έναν σχεδόν ποιητικό τρόπο περιγράφεται αυτή η απόφαση να ακολουθήσουν την αντίθετη πορεία από το πλήθος, την πορεία προς Ανατολάς. Δίνει στην αφήγηση μια αποστασιοποιημένη ουδετερότητα, παρά το μέγεθος της στιγμής. Ποιες είναι όμως οι εικόνες που του έρχονται στο μυαλό σήμερα ανακαλώντας εκείνες τις στιγμές;
«Τι να πρωτοθυμηθώ; Οι Ανατολικογερμανοί ήταν εκστασιασμένοι, αλλά –όπως κι εμείς- είχαν απορία, ρωτούσαν όποιον έβρισκαν από τους συνοριοφύλακες στους αμερικάνους φαντάρους τι ισχύει. Οι τελευταίοι τα είχαν παίξει κυριολεκτικά, αλλά σε χειρότερη θέση ήταν οι ανατολικογερμανοί φύλακες που δεν είχαν ενημέρωση και δεν είχαν ιδέα τι να κάνουν, αρχικά φοβούνταν. Από ένα σημείο και μετά όλο το σκηνικό ήταν σαν φάρσα, τα πράγματα συνέβαιναν σχεδόν αυτόματα. Πιο μετά εμφανίστηκαν οι πρώτοι με τα καλέμια που άρχισαν να γκρεμίζουν το Τείχος». Κράτησε άραγε το δικό του κομμάτι-σουβενίρ; «Δεν έχω δικό μου κομμάτι. Από ένα σημείο και μετά έγινε τόσο μπανάλ που το πουλούσαν στα παζάρια του δρόμου. Πολλοί Αμερικάνοι αγόρασαν ολόκληρα μπλοκ για να στολίζουν τους κήπους τους».
Το είχαν καθόλου μυριστεί; Είχαν ερμηνεύσει τα σημάδια των καιρών όπως τους είχε προτρέψει να κάνουν σε έναν διάσημο χρησμό του ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ; «Όλοι ξέραμε ότι θα συμβεί κάποτε, αλλά δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα το ζήσουμε. Το εξάμηνο που είχε προηγηθεί υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Ο Γκορμπατσόφ είχε ήδη δώσει μια διαφορετική πολιτική κατεύθυνση, της οποίας τα αποτελέσματα γίνονταν σιγά σιγά ορατά, ενώ το καλοκαίρι του ’89 πέρασε με μαζική φυγή Ανατολικογερμανών μέσω γειτονικών χωρών π.χ. μέσω της Ουγγαρίας. Στο βιβλίο γράφω ότι “πήγαιναν για μπάνια” εκεί, εξασφαλίζοντας άδεια εξόδου και με το που έφταναν σε χώρες, έτσι κι αλλιώς, πολιτικά φιλικές κλείνονταν στη δυτικογερμανική πρεσβεία κι άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις. Ακούγαμε τέτοιες ιστορίες σχεδόν καθημερινά. Ιστορίες, στις οποίες η ανατολικογερμανική προπαγάνδα δεν μπορούσε να δώσει έκταση και δημοσιότητα γιατί χαλούσαν την αφήγηση που ήθελε το Τείχος να έχει υψωθεί για να προστατεύει τους Ανατολικούς από την εισβολή και όχι για να τους απαγορεύει να φύγουν. Κατά κάποιον τρόπο, στην προκειμένη περίπτωση, έπεσαν θύματα της ίδιας τους της προπαγάνδας. Είχε προηγηθεί άλλωστε και η παραίτηση Χόνεκερ πριν λίγες εβδομάδες, τον οποίο διαδέχθηκε ο Έγκον Κρεντζ που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια φιγούρα που είχαν τοποθετήσει οι μυστικές υπηρεσίες που έκαναν κουμάντο μαζί με τη σοβιετική πρεσβεία. Όλα αυτά ήταν δείγματα μιας αλλαγής. Πιστεύαμε ότι θα αυξηθούν οι ελευθερίες, θα γίνει πιο εύκολη η διέλευση ανάμεσα στις δυο πλευρές, γίνονταν άλλωστε κάθε Δευτέρα σχετικές πορείες. Αλλά δε φανταζόμασταν ότι έρχεται η πτώση του Τείχους».
Aκούγαμε τέτοιες ιστορίες απόδρασης σχεδόν καθημερινά. Ιστορίες, στις οποίες η ανατολικογερμανική προπαγάνδα δεν μπορούσε να δώσει έκταση και δημοσιότητα γιατί της χαλούσαν την αφήγηση που ήθελε το Τείχος να έχει υψωθεί για να προστατεύει τους Ανατολικούς από την εισβολή και όχι για να τους απαγορεύει να φύγουν. Κατά κάποιον τρόπο, στην προκειμένη περίπτωση, έπεσαν θύματα της ίδιας τους της προπαγάνδας.
Ποια ήταν όμως η σχέση, σε ανθρώπινο επίπεδο, πριν την κοσμογονική αλλαγή που συνέβαινε; Η αφήγηση του Πέτρου Αυλίδη είναι γεμάτη από γοητευτικές αντιφάσεις, τις οποίες ο ίδιος συνειδητοποιούσε από τότε και σήμερα με την πείρα των σχεδόν 60 του χρόνων έχει αναλύσει καλύτερα. «Είχα επισκεφθεί μια φορά το Ανατολικό Βερολίνο στα πρώτα μου χρόνια εκεί, είχα προσπαθήσει κι άλλη μια φορά, αλλά μας έκοψαν στο Checkpoint Charlie χωρίς να καταλάβουμε γιατί. Ομολογώ όμως ότι έστω κι αυτή η μία φορά δε με έκανε να θέλω να ξαναπάω. Ήμουν νέος, τώρα που τα ξανασκέφτομαι, αποζητούσα μια εικόνα λάμψης και τέτοια δε σου έδινε σε καμία περίπτωση το ανατολικό Βερολίνο. Επίσης, με είχε ενοχλήσει – για την τότε αριστερή νοοτροπία της νιότης μου – η βαρεμάρα τους, η έλλειψη ενδιαφέροντος. Μπορεί να πήγαινες σε ένα μαγαζί 100 ατόμων που θα είχε 20 γκαρσόνια και να μην σε εξυπηρετούσε ούτε ένας πρόθυμα, για παράδειγμα. Περίμενα μια άλλου είδους σοσιαλιστική εγρήγορση (σ.σ. γελάμε). Όπως και να ‘χει, αυτό που φανταζόμουν δεν το βρήκα. Ίσως, ήταν κάποιου είδους άμυνα ότι δεν πήγαινα, ήθελα να αποφύγω την απογοήτευση.
Υπήρχε πάντα ένας σνομπισμός των δυτικών προς τους ανατολικούς. Τους έβλεπαν σαν “φτωχούς συγγενείς”, τους λέγαμε “οι δίπλα”. Αλλά, πάντα, σαν δικούς τους ανθρώπους – υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί, μην το ξεχνάμε, είχαν σπάσει οικογένειες στα δύο. Η ανθρωπιά στην αντιμετώπιση, θα έλεγα ότι υπερτερούσε της αλαζονείας. Κι εμείς οι Έλληνες που συχνάζαμε στο Fofi’s την ίδια στάση είχαμε. Επιπλέον, λόγω του καλλιτεχνικού κύκλου, βλέπαμε τους σταρ της απέναντι όχθης να πηγαινοέρχονται με χαρακτηριστική άνεση, να απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια από τον απλό λαό. Κάτι επίσης αντιφατικό για το σοσιαλιστικό ιδεώδες αποτελούσε αυτή η ανισότητα. Π.χ. οι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς ή ηθοποιοί, όπως ο Χάινερ Μίλερ που τον είχαμε σχεδόν κάθε μέρα στης Φώφης και μοιραία υποθέταμε ότι μπορεί και να συνεργάζεται με το καθεστώς. Στο δυτικό Βερολίνο, από την άλλη, υπήρχε στους κύκλους των διανοούμενων ευαισθητοποίηση για την καταπίεση και τη λογοκρισία στην άλλης πλευρά, απλά δεν ήταν εύκολο να έχεις την πληροφορία. Κάποια στιγμή είχαν βρεθεί στα χέρια μας κείμενα του θεατρανθρώπου Σάσα Άντερσεν και αυτό μας έκανε να αισθανόμαστε και ωραία ότι βοηθάμε να δημοσιευθούν. Ένα χρόνο μετά την πτώση αποκαλύφθηκε ότι ήταν άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών. Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις».
Πρέπει να δούμε το Τείχος ως κάτι πολύπλοκο. Ήταν η αόρατη επιρροή του στον κόσμο που ένιωθε περιχαρακωμένος, αλλά συχνά του δημιουργούσε και την αντίληψη ότι ως κλεισμένος ήταν πιο ελεύθερος. Το Βερολίνο δεν κοιμόταν ποτέ, μπορούσες να κάνεις τα πάντα ότι ώρα θες
Ενίσχυσε η παρουσία του Τείχους τον μποέμικο χαρακτήρα του Δυτικού Βερολίνου; Θα ήταν το ίδιο, ας πούμε τη δεκαετία του ’80 που το έζησε ο Πέτρος Αυλίδης, αν δεν ήταν διχοτομημένο; «Έχω τη δική μου θεωρία γι’ αυτό, ίσως είναι λίγο ψυχαναλυτική και σίγουρα δεν μπορώ να την αποδείξω. Πρέπει να δούμε το Τείχος ως κάτι πολύπλοκο. Ήταν η αόρατη επιρροή του στον κόσμο που ένιωθε περιχαρακωμένος, αλλά συχνά του δημιουργούσε και την αντίληψη ότι ως κλεισμένος ήταν πιο ελεύθερος. Ακούγεται οξύμωρο, να το εξηγήσω. Σε μας στο Βερολίνο η υπόλοιπη Δυτική Γερμανία φαινόταν (και ήταν) πολύ βαρετή. Τα μπαρ στο Μόναχο π.χ. έκλειναν τα μεσάνυχτα, την περίφημη “ώρα της αστυνομίας”, γιατί ο κόσμος έπρεπε να πάει να κοιμηθεί. Το Βερολίνο δεν κοιμόταν ποτέ, μπορούσες να κάνεις τα πάντα ότι ώρα θες». Τον διακόπτω για να του θυμίσω ότι τον επιβεβαιώνει και ο Nick Cave που έζησε μια άγρια περίοδο εκεί στα μέσα των ‘80s (παρέα με τον μεγάλο Roland S. Howard, αλλά και τον Blixa Bargeld των Einstürzende Neubauten) και την είχε περιγράψει λακωνικά μα εύγλωττα ως εξής: «Κάναμε να κοιμηθούμε δύο χρόνια».
«Ακριβώς έτσι ήταν», συμφωνεί. «Στης Φώφης γινόταν το έλα να δεις από ανθρώπους διαφόρων στρωμάτων. Η ίδια η Φώφη είχε πει μια πολύ σπουδαία κουβέντα, ατάκα που έμεινε, όταν τη ρώτησαν γιατί πήγαινε καλά το μαγαζί. Δεν περιαυτολόγησε από σεμνότητα παρά είπε “έχουμε καλές τιμές, να ξέρετε ότι οι ψηλές τιμές διώχνουν τον καλό κόσμο”. Εμείς λοιπόν εκεί είχαμε ωραίους τύπους. Δεν είχαν μία, αλλά είχαν ιδέες, είχαν στυλ και μια ωραία τρέλα. Οι πλούσιοι χωρίς αυτούς, δεν περνούσαν καλά, όλοι ήθελαν τότε να έχουν στην παρέα τους κάποιον ζωγράφο – νεοεξπρεσιονιστή κατά προτίμηση. Στον απόηχο του Zeitgeist η ζωγραφική ήταν η πιο επίκαιρη τέχνη.
Για να μιλήσω πιο πρακτικά, το Τείχος δημιουργούσε μια κατάσταση ασφυκτική στον μέσο πολίτη που φοβόταν χίλια δυο, μέχρι και ότι θα εισβάλλουν οι Σοβιετικοί. Αυτό δημιούργησε μαρασμό πληθυσμιακό. Οι δυτικοί άρχισαν λοιπόν να επιδοτούν την πόλη με φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις επιχειρηματικότητας, απαλλαγή από στρατιωτική θητεία κτλ. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν τι κόσμος μαζεύτηκε, ένας κόσμος χωρίς μικροαστικό υπόστρωμα με μια, υπαρκτή ή ανύπαρκτη δεν είχε σημασία, τρέλα που έδινε στην πόλη έναν άλλο τόνο».
Σκοπεύει να γράψει άλλα δύο βιβλία για το Βερολίνο, απλά έχει σκαλώσει λίγο «γιατί πια αισθάνομαι ότι γράφω αυτοβιογραφία κι αυτό λίγο με μπλοκάρει, στο Σοφέρ δεν το είχα συνειδητοποιήσει». Το δεύτερο θα έχει, φυσικά, να κάνει με τα χρόνια αμέσως μετά την πτώση του Τείχους. Του λέω ότι αυτή η δεκαετία, τα ‘90s, που έβαλαν τις βάσεις για τη σημερινή εικόνα της πόλης, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Κι εμβαθύνει…
«Αμέσως μετά την πτώση, το Βερολίνο έγινε far west. Far east, για να ακριβολογήσω. Ήρθε κάθε καρυδιάς καρύδι από όλον τον κόσμο για να καλύψει το χώρο της ελεύθερης στέπας και φυσικά έφταναν κατά ορδές οι τουρίστες. Από το ’95-96 και μετά, η κατάσταση άρχισε να ομαλοποιείται και να διαμορφώνεται το επόμενο πρόσωπο της πόλης. Κόσμος από όλη την υπόλοιπη Γερμανία, αλλά και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, έφτανε στο Βερολίνο μαγεμένος από τη μυθολογία της πόλης αλλά και την ελευθερία της. Έκανες ό,τι ήθελες. Ήθελες να ανοίξεις ένα club; Έβρισκες ένα υπόγειο, το συμμάζευες λίγο, έκλεβες ρεύμα από κάπου δίπλα και κάθε δεύτερη Πέμπτη έκανες βραδιά house και techno, έτσι φτιάχτηκε αυτή η σκηνή. Γιατί φύτρωσαν σαν μανιτάρια ανάλογες πρωτοβουλίες. Κάπως έτσι έγινε η μουσική, και συγκεκριμένα η techno, ο άξονας της δραστηριότητας, αντικαθιστώντας τη ζωγραφική. Επίσης, ήταν οι τιμές. Ο οργανισμός που είχε αναλάβει να ενοικιάσει τα άδεια ακίνητα, το έκανε σε πολύ χαμηλές τιμές, σε τιμές ΛΔΓ. Έτσι, πολλοί νέοι έμεναν με κάτι σαν σημερινά 150 ευρώ στο downtown του Ανατολικού Βερολίνου (Πρεντζλάουερμπεργκ, Μίττε). Εκεί πήγαμε κι εμείς, έμεινα ανατολικά μέχρι το 2005.
Γύρω στο ‘94-95 εμφανίστηκε και η τάση της “Ostalgia” (από το οst που σημαίνει ανατολή και τη Νοσταλγία). Ο κόσμος έψαχνε να βρει παλιά αυτοκίνητα, αντικείμενα, πολιτισμικά προϊόντα της παλιάς εποχής και να τα βάλει στη ζωή του. Φυσικά, αυτό ίσχυε για τους Δυτικούς που είχαν την πολυτέλεια να φετιχοποιούν το παρελθόν, κάνοντάς το ψιλοκίτς. Οι Ανατολικοί – κυρίως οι άνω των 50 – αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης (κι επέμεναν να ψηφίζουν τους σοσιαλιστές της LINKE), για να ασχολούνται με αυτά τα πράγματα. Είχαν επίσης μεγάλη λαχτάρα να ζήσουν τη διαφορετική ζωή που ανοιγόταν τώρα μπροστά τους, ακόμα και το lifestyle του αργόσχολου που είναι καθαρά προϊόν των δυτικών κοινωνιών. Η νέα γενιά που βρήκε πιο εύκολα δουλειά μπήκε στα πάρτι, στη διασκέδαση, ακόμα και στις ουσίες – πολύ σύντομα όλα εξομοιώθηκαν. Ακόμα και στο κομμάτι της εμφάνισης, στα κουρέματα και τα ντυσίματα».
Το 1998 ο Πέτρος Αυλίδης σταμάτησε να δουλεύει κι έκτοτε μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Βερολίνου τους χειμώνες, Φολεγάνδρου το καλοκαίρι με ενδιάμεσες στάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Στα μισά των ‘00s έγινε άλλη μια μεταστροφή, άρχισαν οι ανακαινίσεις κι ανέβηκαν οι τιμές των ακινήτων και συνεπώς της ζωής. Σήμερα παραμένει παράδεισος για τους νέους, αλλά υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά: έρχονται στο Βερολίνο άνθρωποι που θέλουν να κάνουν καριέρα. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Λιγότερη ελευθερία, περισσότερη φιλοδοξία και περισσότερη ματαιοδοξία που είναι και πιο επικίνδυνη. Το Βερολίνο είναι το μπατιρισμένο κρατίδιο της ομοσπονδίας, η Ελλάδα της Γερμανίας – έχει τους πιο πολλούς ανέργους, τα πιο πολλά χρέη, τη μεγαλύτερη ανάγκη για κοινωνική μέριμνα και πολιτική. Αλλά ακόμα κρατάει, όσο κι αν διαβρώνεται».
Σήμερα παραμένει παράδεισος για τους νέους, αλλά υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά: έρχονται στο Βερολίνο άνθρωποι που θέλουν να κάνουν καριέρα. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Λιγότερη ελευθερία, περισσότερη φιλοδοξία και περισσότερη ματαιοδοξία που είναι και πιο επικίνδυνη.
Στην αρχή της κουβέντας μας, μου είπε μια δυο φορές ότι δε θέλει να παρουσιάζει τα πράγματα δραματικά, δε θέλει να φαίνονται έτσι στα νέα παιδιά που διαβάζουν και ίσως δεν ξέρουν την ιστορία. Του ζητάω να το ξεχάσει λίγο και να μου πει τι σημαίνει γι’ αυτόν το Βερολίνο, 34 χρόνια ζει εκεί – κάτι παραπάνω από μια ολόκληρη ζωή. «Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα, όχι σαν τη σημερινή. Ήμουν μαθητής στη Χούντα, φοιτητής στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Δεν ήταν εύκολο φυσικά να ταξιδέψεις με τις άδειες, τους περιορισμούς στο συνάλλαγμα και όλες αυτές τις δυσκολίες. Το να βρίσκεσαι, λοιπόν, από μια τέτοια κατάσταση στο δυτικό Βερολίνο ήταν κοσμογονία, ένα πολύ μεγάλο σχολείο για μένα. Ένιωσα πολύ ελεύθερος, από τα 25 μέχρι τα 45, αυτήν την εικοσαετία την έζησα πολύ γεμάτα κι ελεύθερα».
Άρα, περισσότερο Βερολινέζος ή Θεσσαλονικιός; «Θεσσαλονικιός, Θεσσαλονικιότατος και Βερολινέζος, Βερολινεζότατος» μου απαντάει μοιράζοντας το γέλιο και την περηφάνεια του
Τα βιβλία του Πέτρου Αυλίδη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη