«Κομμένες γλώσσες»: Το οικείο κακό και η πολιτική που το γεννάει
(*) της Λίτσας Παπανικολάου
Πώς είναι, άραγε, να γράφεις για το βιβλίο ενός νέου ανθρώπου, που οι υποδοχείς της ευαισθησίας του και η κοινωνικοπολιτική του συνείδηση έχουν συλλάβει σε όλο το τραγικό τους μεγαλείο τον παραλογισμό και τα αδιέξοδα στην καθημερινή πραγματικότητα των απλών ανθρώπων; Παραλογισμός και αδιέξοδα που συνθλίβουν τους αντι-ήρωες των εννέα ιστοριών του βιβλίου του και τους οδηγούν σε μια απέλπιδα προσπάθεια απόδρασης από το οικείο κακό αυτοκαταστρεφόμενοι. Το οικείο κακό ως απότοκο μιας πολιτικής που αναπαράγει τις ανισότητες, καθιστώντας παρίες τους πιο ευάλωτους.
Μας αφορά αυτό το οικείο κακό, γιατί μας αφορά και η πολιτική που το γεννάει, όπως μας αφορά και το πώς θα διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία όταν δεν τυχαίνει να συγκαταλεγόμαστε στους πιο ευνοημένους της ζωής. Μας αφορά η επιλογή της απόγνωσης, της κατακρήμνισης, της καταβύθισης σε ένα δυστοπικό παρόν ή της αντοχής, της πάλης, του να στεκόμαστε όρθιοι. Μας αφορά ακόμη ποια είναι και θα είναι η στάση της νέας γενιάς απέναντι στο πολυειδές κακό που συναντά γύρω της. Παραίτηση, μηδενισμός, στροφή προς τεχνητούς παραδείσους ναρκωτικών ουσιών ή αντίσταση, διαμαρτυρία, πάλη ενάντια στο κακό, θετική διάθεση για τη ζωή; Μας αφορά η στάση ετούτης της νέας γενιάς που ωριμάζει λόγω των προβλημάτων σε μια χώρα που τις τελευταίες δύο δεκαετίες δοκιμάζεται οικονομικά, και όχι μόνο.
Οι νέοι κι εμείς, με «κομμένες γλώσσες», λοιπόν, απέναντι στο κακό, σιωπώντας, υποκρύπτοντας τις ωμές αλήθειες, ή, παρά τη συνειδητοποίηση και τη βίωση του κακού, άρνηση της συντριβής, της απώλειας του εαυτού μας; Και ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί που αποτρέπουν τον άνθρωπο από το να περιέλθει στην απελπισία των αδιεξόδων του;
Ο συγγραφέας, ένας ετεροδιηγητικός αφηγητής με εσωτερική εστίαση και ευθύγραμμη κατά κύριο λόγο αφήγηση, ξεδιπλώνει εννιά ιστορίες καθημερινής τρέλας. Το υλικό τού το παρέχει η πραγματικότητα, που βρίθει τέτοιων ιστοριών. Τις ακούμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων ή μπορεί και να είναι πιο κοντινές μας, να εμπίπτουν στην άμεση αντίληψή μας, να είναι οι ιστορίες της διπλανής πόρτας ή ακόμα και της δικής μας.
Ο Παναγιώτης Κολέλης φωτογραφίζει καρέ-καρέ περιστατικά και μας τα παραθέτει σχεδόν ανεπεξέργαστα. Ανατέμνει την πραγματικότητα και μας κάνει μετόχους πτυχών της, καθόλου όμορφων και ρομαντικών. Ο ρομαντισμός, η ανθρωπιά και η δοτικότητα, που τείνουν να εξοβελιστούν από τη ζωή μας, δεν βρίσκουν τόπο στις διηγήσεις του συγγραφέα. Ωμή αναπαράσταση μιας ωμής πραγματικότητας.
Τα μόνα πρόσωπα που δεν οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή
Στο πρόσωπο της Φανής, στην πρώτη ιστορία, αντικατοπτρίζονται οι μοναχικές γυναίκες που κατοικούν σε ισόγεια πολυκατοικιών και προσπαθούν με μια μικροαπασχόληση να επιβιώσουν, διασώζοντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά τους, τα «θέλω» και «δεν θέλω» από τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις δήθεν κυρίων, συνταξιούχων αστυνομικών που καθήκον τους έχουν την αποκατάσταση της τάξης. Τι εμμονή, αλήθεια, κι αυτή στο σπίτι του Κωστή όλοι οι άνδρες, από πάππο προς πάππο, να γίνονται αστυνομικοί… Το όνομα του πατέρα του Κωστή δεν αναφέρεται καθόλου σε όλο το διήγημα, κάτι που αποτελεί μια στοχευμένη επιλογή του συγγραφέα, αφού η εστίαση δεν αφορά στο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά στην εξουσία του πατέρα να κατευθύνει και να προκαθορίζει την επαγγελματική επιλογή του παιδιού, και συνακόλουθα την ευτυχία ή τη δυστυχία του στη ζωή, παραβλέποντας τις κλίσεις, την ιδιοσυγκρασία, τα ενδιαφέροντα και τον εσώτερο εαυτό του. Κάπως έτσι καθόρισε κι ο πατέρας της Φανής το να ζει η κόρη του ανέραστα σε έναν αποτυχημένο γάμο. Άνθρωποι, θλιβερά ενεργούμενα μιας πατρικής εξουσίας, που καταδυνάστευσε την προσωπική τους ζωή, μιας πατρικής παρουσίας που με τον μανδύα της «προστασίας» λήστεψε τα όνειρα και έπληξε τον ψυχισμό τους. Βρίσκουν, ωστόσο, το ψυχικό σθένος να σταθούν όρθιοι. Ίσως είναι και τα μόνα πρόσωπα των εννέα ιστοριών του βιβλίου, που δεν καταλήγουν στην αυτοκαταστροφή. Μήπως στο πρόσωπο της Φανής και του Κωστή αναγνωρίζουμε κάποιοι το δικό μας πρόσωπο, τους εγκλωβισμούς, τις υποδείξεις που όρισαν τη ζωή μας πέρα από τις βαθύτερες επιθυμίες μας, τη λάθος ζωή που πήραμε, αλλά δεν την αλλάξαμε, κατά τη σεφερική ορολογία; Παρά τις ματαιώσεις, ωστόσο, είναι κάποιες λέξεις «που αν τις αγγίξεις με τη γλώσσα, θυμίζουν πικραμύγδαλο» και προσδιορίζουν λιτά και με ακρίβεια μια στάση ζωής:
«Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει
μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους
τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες».
Άρη Αλεξάνδρου, «Μέσα στις πέτρες» – Από τη συλλογή Ευθύτης οδών (1959) [πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1974), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σ. 84]
Ο Κωστής, λοιπόν, ένας από τους αντι-ήρωες του Παναγιώτη Κολέλη, μετατρέπεται σε ένα πιόνι σε παιχνίδι αλλότριο της ιδιοσυγκρασίας του. Προσπαθεί όπως όπως να ομορφύνει την αδιάφορη και μάλλον βασανιστική καθημερινότητά του, για να την αντέξει.
Η κοινωνική πραγματικότητα διαρκώς παρούσα στο βιβλίο
Η κοινωνική πραγματικότητα τροφοδοτεί τη σκέψη του Παναγιώτη Κολέλη. Η ανάλγητη ανθρωποκτονία του Ζακ Κωστόπουλου, σαφώς δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο, όπως επίσης και η είδηση πως ένα ζευγάρι κρατούσε παράνομα το πτώμα του πατέρα μέσα στο σπίτι για να συνεχίσει να παίρνει τη σύνταξη. Πόσοι, όμως, άνεργοι, υποαπασχολούμενοι και γενικότερα άνθρωποι σε δεινή οικονομική κατάσταση δεν σκέφτηκαν να το κάνουν, αλλά υπό το φόβο της αποκάλυψης και των επικείμενων ποινών, δεν το τόλμησαν; Μήπως, εν τέλει, η οικονομική δυστοκία ωθεί τον Μάκη –όνομα λαϊκό και κοινότοπο, για να έχουμε την αίσθηση ότι είναι ο γνωστός μας, ο άνθρωπος του διπλανού διαμερίσματος, ο φίλος μας ίσως ή ακόμα κι εμείς οι ίδιοι–, τον πρωταγωνιστή του διηγήματος με τίτλο «Κομμένες Γλώσσες», από το οποίο και ο ομώνυμος τίτλος του βιβλίου, να εισπράττει αθέμιτα τη σύνταξη του νεκρού πατέρα του, που τον κρύβουν με τη σύζυγό του στη μπανιέρα του σπιτιού;
Το ανησυχητικό είναι ότι μάλλον έχουμε εξοικειωθεί με παρεμφερή γεγονότα, ώστε να μην ξαφνιαζόμαστε κάθε φορά που συμβαίνουν. Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι που μετέρχονται κάθε μέσο για να επιβιώσουν. Όπως ο αντι-ήρωας του διηγήματος «Η κεραία», ο Διονύσης, που σπρωγμένος από την επιθυμία ή και το απωθημένο μιας άνετης, άμοχθης ζωής, εγκαθιστά μια κεραία κινητής τηλεφωνίας στην ταράτσα του σπιτιού του. Διασφαλίζει, συνεπώς, ένα ικανοποιητικό μηνιαίο εισόδημα με αντίτιμο την ίδια του την υγεία, αφού τα υψηλά επίπεδα εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από αυτού του είδους τις κεραίες συνδέονται με καρκινογενέσεις και πολλά άλλα προβλήματα. Η συνέχεια του διηγήματος μάς σοκάρει. Τόσο επιθυμητό είναι το εισόδημα από την τοποθέτηση μιας τέτοιας κεραίας, ώστε ο δάσκαλος που κινητοποιούσε τη γειτονιά εναντίον της εγκατάστασής της κλείνει συμφωνία με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, τον Θέμη, να μετατοπιστεί η κεραία στη δική του ταράτσα, παίρνοντας λιγότερα χρήματα από αυτά που έπαιρνε ο Διονύσης (!) Του ατομικισμού η αποθέωση. Πρόσωπα απογυμνωμένα απ’ ό, τι κοσμεί ηθικά τον άνθρωπο. Κενά από αξίες, ανερμάτιστα, καταλήγουν στο κενό, πηδώντας από ταράτσες, όταν οι κεραίες μετατίθενται σε άλλες πολυκατοικίες. Δεν αντέχουν τη ματαίωση των ονείρων τους. «Μαγκωμένοι στην τανάλια μιας παράλογης λογικής», όπως γράφει και η Σεμίνα Διγενή στον πρόλογο του βιβλίου, προτιμούν τον θάνατο από τον πόνο. Η εναγώνια προσπάθεια για τη διατήρηση της θέσης στην εταιρεία μετατρέπει τον Θέμη σε έναν κυνικό διαπραγματευτή, χωρίς ευαισθησίες, μνήμη, ανθρωπιά. Πουθενά δεν βρίσκει τόπο να τρυπώσει η ανθρωπιά. Στα άδεια σεντούκια της μνήμης δεν χωράει κανένας Διονύσης, παλιός συμμαθητής. Η διασφάλιση της θέσης, η επαγγελματική ανέλιξη, είναι αυτά που προέχουν.
Ρεαλισμός χέρι-χέρι με τον παραλογισμό
Ένα θέατρο του παραλόγου στήνεται στο βιβλίο του Παναγιώτη Κολέλη. Ο παραλογισμός σέρνει στο χορό του θανάτου τα πρόσωπα της μυθοπλασίας του. Μήπως ο παραλογισμός, εν τέλει, χαρακτηρίζει τη σκέψη και τη δράση όχι μόνο απλών, φτωχών ανθρώπων, που κουβαλούν τις πληγές τους εγκαταβιώνοντας σε υποβαθμισμένες συνοικίες, αλλά και αρκετών από αυτούς που κρατούν τα ηνία της εξουσίας, υφαίνοντας τις τύχες των λαών και ισοπεδώνοντας, ενίοτε, με τις αποφάσεις τους κοινωνικές ομάδες και χώρες; Μήπως το βιβλίο αυτό περιγράφει, με γλώσσα σχεδόν δημοσιογραφική, τον υπάρχοντα, πραγματικό παραλογισμό;
Ο Χρύσανθος Χρήστου έγραφε για τη μοντέρνα ζωγραφική: «Εισβάλλει η σύγχρονη ζωή στην τέχνη και η τέχνη στη ζωή». Ο δεσμός πνευματικού δημιουργού και κοινωνικής πραγματικότητας είναι ένα είδος ομφάλιου λώρου. Ο συγγραφέας μεταφέρει στο βιβλίο του την «ανάσα» της κοινωνικής πραγματικότητας και η τελευταία είναι αυτή που γεννάει, αναθρέφει και διαμορφώνει πλάσματα κατακερματισμένα, αποδιοργανωμένα, εγκλωβισμένα σε αδιέξοδα, πλάσματα που σπέρνουν το κακό ακούσια ή εκούσια. Δεν διακρίνουμε, ωστόσο, καμία επικριτική διάθεση από την πλευρά του συγγραφέα απέναντι στα πρόσωπα των ιστοριών του. Απλώς περιγράφει και καταγράφει σκέψεις και συμπεριφορές με μια διαβρωτική, θα λέγαμε, μελαγχολία στην άκρη της πένας του.
Ο ρεαλισμός πάει χέρι-χέρι με τον υπερρεαλισμό στην καθημερινότητά μας. Υπάρχουν σκηνές και στιγμές που μας ξεπερνούν. Αναπόφευκτα, αυτή η συνοδοιπορία αποτυπώθηκε και στο βιβλίο. Οι άνθρωποι στις «Κομμένες γλώσσες» διαμορφώθηκαν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Πέρα από τις εγγενείς καταβολές τους, οι παραπάνω συνθήκες τούς χάραξαν, τούς διαπαιδαγώγησαν, σμίλευσαν τη μορφή της προσωπικότητάς τους.
«Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω: Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», τονίζει η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Παναγιώτη Κολέλη είναι ένα τολμηρό βιβλίο. Δεν κρύβει τις ασχήμιες της πραγματικότητας κάτω από το χαλί. Με λόγο λιτό, χωρίς περισσά στολίδια, ωμή θέτει αντίκρυ μας την αλήθεια. Ας τολμήσουμε να την κοιτάξουμε, λοιπόν, κατάματα, μπας και μας ελευθερώσει, κατά το «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
(*) Η Λίτσα Παπανικολάου είναι Φιλόλογος & Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής του ΑΠΘ