Από τις αθάνατες ατάκες μέχρι το ντύσιμο, την προφορά και την σχολή φάρσας-ως-κοινωνικού-
Όμως 14 χρόνια μετά (20, αν ξεκινήσουμε να μετράμε από την πρώτη τηλεοπτική του εμφάνιση στο Da Ali G Show) αυτό που έχει αλλάξει είναι ο στόχος της σάτιράς του – και το μεγάλο ερώτημα της ιδέας «Μπόρατ εν έτει 2020» είναι ποια θέση κατέχει τελικά ο παραμορφωτικός καθρέφτης της περσόνας/κωμωδίας του σε μια αμερικανική πραγματικότητα που έχει προ πολλού ξεπεράσει ακόμα και την πιο ακραία μορφή σάτιρας. Υπό αυτό το πρίσμα, το πιο σοκαριστικό στοιχείο της νέας εξόρμησης του ήρωα στη χώρα-νέμεσή του δεν είναι το ξεσκέπασμα των προκαταλήψεων και λοιπών παθογενειών της αμερικάνικης κοινωνίας, αλλά το πόσο ταιριαστή έχει γίνει η cringey φιλοσοφία του με τη σημερινή Αμερική. Ο Μπόρατ δεν είναι πλέον ένας ανόητος ξένος, αλλά ένα περήφανο προϊόν της κουλτούρας που το 2006 «πάσχιζε» τόσο να κατανοήσει.
Η διασημότητα που έφεραν στον Μπόρατ εκείνες οι περιπέτειες αποτελούν το βασικότερο εμπόδιο της επιστροφής του στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας βαριά μεταμφιεσμένος (εν τω μεταξύ λέγεται πως ο Κόεν γύρισε μερικές σκηνές φορώντας αλεξίσφαιρο γιλέκο), καθώς επιχειρεί να πλησιάσει τον δεύτερο πιο ισχυρό άντρα της χώρας, τον Αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, για να του δωρίσει την κόρη του (ή τον «μη αρσενικό γιο» του, όπως την περιγράφει) ως απολογητικό δείγμα φιλίας με το Καζακστάν. Εδώ βρίσκεται και η σημαντικότερη νέα προσθήκη στο σύμπαν του Μπόρατ και ταυτόχρονα η ανέλπιστη ερμηνευτική αποκάλυψη: την κόρη-sidekick, Τούταρ, υποδύεται η πρωτοεμφανιζόμενη βουλγάρα ηθοποιός Μαρία Μπακαλόβα, που συναγωνίζεται σε αυτοσχεδιαστική ικανότητα και καφρίλα τον Κόεν και πρωταγωνιστεί στην ήδη πολυσυζητημένη σκηνή του φινάλε (στην οποία θα φτάσουμε παρακάτω).
Η σχέση του Μπόρατ με την Τούταρ δίνει στην ταινία ένα εντελώς απρόσμενο και τρυφερό συναισθηματικό υπόβαθρο, άσχετα αν περιλαμβάνει την αλυσοδεμένη φυλάκισή της σε κλουβί, ένα makeover από ανεγκέφαλη influencer, έναν πραγματικά εξωφρενικό «χορό γονιμότητας» σε νυφοπάζαρο της υψηλής κοινωνίας στην Τζόρτζια που δοκιμάζει τα όρια του καλού γούστου (κάτι σας είπαμε τώρα για το Borat…) και μια απόπειρα αφαίρεσης μωρού από το στομάχι της (όταν το δείτε θα βγάλει νόημα) σε χριστιανική κλινική μπροστά σε έναν πάστορα που παρότι ακούει την πρόταση «προσπαθούσα να δώσω λίγη ευχαρίστηση στην κόρη μου και αμέσως μετά, τσουπ, βρέθηκε ένα μωρό μέσα της» παραμένει ανατριχιαστικά ψύχραιμος και πιστός στο pro-life μήνυμά του.
Σε σχέση με την πρώτη ταινία, το Borat Subsequent Moviefilm υστερεί ως σερί αστείων home runs, αμφιταλαντευόμενο ανάμεσα σε αηδιαστικό χιούμορ και μάλλον αναμενόμενα ρεζιλίκια ρεπουμπλικανών Νοτίων (κάποια ολοφάνερα μαγειρέματα στο μοντάζ προδίδουν ότι μάλλον ήταν όντως πιο δύσκολο αυτή τη φορά να πιάσει στον ύπνο τα ανυποψίαστα κορόιδα του ο Κόεν), αλλά ακόμα κι αν είναι λιγότερες, οι αξιομνημόνευτες σεκάνς είναι πραγματικά εντυπωσιακές στην «πώς το κατάφεραν αυτό;» παράτολμη εκτέλεσή τους. Σε αυτές περιλαμβάνεται μια εισβολή του Μπόρατ, μεταμφιεσμένου σε “McDonald” Τραμπ, και με την κόρη του στον ώμο σαν σακί, σε ομιλία του Πενς από την οποία τον πέταξαν έξω σχεδόν με τις κλωτσιές (το νομικό τμήμα της παραγωγής πρέπει να είναι ατσάλινο) κι ένα οριακά ριψοκίνδυνο performance του σε συγκέντρωση υποστηρικτών του Τραμπ όπου ήταν σε κοινή θέα πολυβόλα, σημαίες της Συνομοσπονδίας και ναζιστικοί χαιρετισμοί, ενώ εκείνος τραγουδούσε για Φάουτσι και Ομπάμα “gas him up like the Germans” και “inject him with the Wuhan flu”.
Φυσικά κράτησε το αριστούργημά του για το τέλος και, κρίνοντας από την έκταση που πήρε χωρίς να έχει καν πρεμιέρα η ταινία, μπορεί να στοιχίσει στο υψηλόβαθμο θύμα του ολόκληρη την πολιτική του καριέρα (editor’s note: είπαμε η ζωή αρχίζει μετά τα 70, αλλά πόση αισιοδοξία να χωρέσει ένα κινηματογραφικό review…). Για πρώτη φορά ο Κόεν καταφέρνει να παγιδεύσει αντί για ανώνυμους μπουμπούνες ένα άτομο που πραγματικά μετράει, τον προσωπικό δικηγόρο του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, όταν στέλνει την Τούταρ να του πάρει συνέντευξη σε ξενοδοχείο του Μανχάταν. Προσποιούμενη την άπειρη δημοσιογράφο, φλερτάρει απροκάλυπτα μαζί του κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους και καταφέρνει να τον ξεμοναχιάσει στη διπλανή κρεβατοκάμαρα, όπου αφαιρεί το μικρόφωνο από το πουκάμισό του την ώρα που εκείνος την πιάνει στη μέση και της ζητάει τα στοιχεία επικοινωνίας της. Ο Τζουλιάνι στη συνέχεια ξαπλώνει στο κρεβάτι και μοιάζει να βάζει το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι του, αλλά η κίνηση του χεριού του και ο χρόνος παραμονής του σε εκείνη την περιοχή δεν συνάδουν με σουλούπωμα – σε εκείνο το σημείο, εισβάλλει ο Μπόρατ ντυμένος με δαντέλες και στρινγκ και διακόπτει την αμήχανη σκηνή (το περιστατικό έγινε είδηση) ουρλιάζοντας «είναι μόλις 15 ετών!». Φυσικά η Μπακαλόβα δεν είναι έφηβη στην πραγματικότητα κι όλο το σκηνικό μοιάζει να έχει ξεφύγει από τις προθέσεις των δημιουργών (η αμφίεση του Μπόρατ δεν εξηγείται ποτέ), αλλά παραμένει μια βαθιά αμήχανη και creepy στιγμή, ικανή να ξαναρχίσει νέο κύμα #MeToo και, ποιος ξέρει, να κλείσει και σπίτια.
Όσο media-friendly κι αν είναι, όμως, τέτοια στιγμιότυπα, δεν λειτουργούν τόσο σαρωτικά όσο παλιά. Τότε, ο Μπόρατ ξεσκέπασε την υποκρισία και την casual ηλιθιότητα του μέσου Αμερικάνου με αναζωογονητική πονηριά, κάνοντας ένα οξυδερκές σχόλιο που μετρούσε ακόμα και σαν προειδοποίηση. Σήμερα, η ασχήμια, ο παραλογισμός και το μίσος είναι καθημερινά φαινόμενα που φιλοξενούνται κι αναπαράγονται στα social media, σε τηλεοράσεις και σε σαλόνια χωρίς ίχνος συνωμοτικής ντροπής.
Η αιχμηρή κοινωνική του σάτιρα απογειώθηκε από την αναρχία και προσγειώθηκε στη συνήθεια.