“Ναι, το λοιπός έτσι… Τι ωραία! Θα φόραγα κι εγώ έναν μπερέ παρδαλό, με στην κορφή του μια φούντα. Θα πέρναγα κι εγώ το χαλκά στ’ αυτί. Οι γανιοί θα ξανάρτουν. Τότε, μ’ ένα τσιμπούκι στα δόντια μου, θα τους παρλάρω στην τρίχα: «- Αρεφάκι, σπιτ ίγγλις;» «- Ω γιες!» «- Αλα – μπαμπίτς Ισλαντάν;» «- Κομαντάν!». Και θα τσουρμάρω μαζί τους. Αψηλά, κατά τις βόρειες θάλασσες, θα τραβήξω για τούνους. Κι εκεί, μια μέρα θολή θα ποθάνω. Κι ενώ δω οι φίλοι μου θ’ απορούνε «το έτηον, η μίτερ μου ουδέν θα γνορίζυ υπέρ τούτου…»” Γιάννης Σκαρίμπας – Ο Κύριος του Τζάκ.
Ο νεαρός μετανάστης της φωτογραφίας που δημοσίευσε σήμερα το πρωί το AFP ελπίζει πως η μονοάρμπουρη σχεδία του θα είναι το μέσο που θα τον οδηγήσει στην απέναντι όχθη της Μάγχης. Έξι τάβλες, ένα σεντόνι και μια βάση φωτιστικού (;) χωρίς ούτε ένα υποτυπώδες πηδάλιο, με το μόνο που τα κρατάει ενωμένα να είναι η ευγένεια της Θάλασσας. H Θάλασσα δεν γνωρίζει “παράνομους” και “νόμιμους” ανθρώπους, μόνο τυχερούς και άτυχους. Και δυστυχώς όταν το δίκιο στης στεριάς γίνεται αυθαίρετα και δίκαιο της Θάλασσας οι “παράνομοι” είναι συνήθως άτυχοι, αφού οι “νόμιμοι” δεν αφήνουν περιθώρια τύχης στους “παράνομους”. Ιδιαίτερα στο Αιγαίο έχουμε συνηθίσει πια να βλέπουμε μετανάστες να προσπαθούν να κάνουν τα θαλάσσια περάσματα τους με φουσκωτά ή άλλου τύπου πλεούμενα, ποτέ όμως με τέτοιου είδους ιδιοκατασκευές. Η αδήριτη ανάγκη του θαλάσσιου ταξιδιού θα δημιουργεί πάντα σύγχρονους Οδυσσέες που θα αναζητούν την Ιθάκη τους.
Oποιοσδήποτε δεν βρίσκεται στην θέση του μετανάστη που έχει ταξιδέψει δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα για να τον χωρίσουν είκοσι μίλια από το όνειρο του δεν μπορεί να νιώσει την ανάγκη να ξεκινήσει το ταξίδι πάνω στο πρόχειρο πλεούμενο κατασκεύασμα για να φύγει από τους καταυλισμούς του Καλαί και να περάσει στην Αγγλία με τον ίδιο τρόπο που από την Πάτρα θέλει να τρυπώσει σε κάποιο καράβι για την Ιταλία. Εδώ, μόνη ελπίδα του θαλασσομάχου είναι να ουριοδρομήσει, με ένα σακιδιάκι στην πλάτη, χωρίς καν ένα σωσίβιο. Πόση καρτερία χρειάζεται για να περάσεις το στενό της Μάγχης με ένα ναυπήγημα πενιχρό και ταυτόχρονα αστείο; Η απελπισία είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Όποιος είδε το Welcome θα καταλάβει.
Σύμφωνα με τον σπουδαίο ναύαρχο και αρχαιολόγο Σέρρε το λυκαυγές της δόξας του ιστιοφόρου ήταν το “τετράγωνο ιστίο”. Τι και όμως αν το πανί τώρα είναι από σεντόνι κρεβατιού; Επιστροφή λοιπόν στα βασικά και ενώ η ναυτοσύνη του νεαρού δεν είναι ικανή σαν των αρχαίων για να τον βγάλει από ένα ενδεχόμενο μπατάρισμα, ο μεταφορικά και κυριολεκτικά “πανί με πανί” μετανάστης στην προσπάθεια του να μεταφέρει το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, την εργατική του δύναμη, στον τελικό του προορισμό αμφιβάλλω αν είχε διαφορετική τύχη από τους 22 πνιγμένους της Σάμου μια ημέρα πριν, αν δεν τον είχε δει το πλήρωμα ενός πλοίου της γραμμής.
Το πιο ειρωνικό είναι πως για τους πρωτοκοσμικούς τα μικρά σκαφάκια για παιδιά λέγονται “Optimist”. Στην περίπτωση του νεαρού Αφγανού, η σχεδία του δεν πλέει με τον άνεμο, αλλά με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, όχι με τον ούριο άνεμο της αισιοδοξίας αλλά με τα μποφόρ της απόγνωσης. Και γιαυτό η προσπάθεια του είναι καταδικασμένη για να αποτύχει. Δεν είναι κάτι ρομαντικό όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος, είναι οι πραγματικές διαστάσεις του ταξιδιού που ακυρώνουν κάθε σκέψη επιτυχίας. Όπως και κάθε άλλος μετανάστης που αναγκάστηκε να κάνει κάτι τόσο ριψοκίνδυνο για να βρει ένα καλύτερο τόπο για να απλώσει τα όνειρα του -έστω- για να στεγνώσουν, αν ο νεαρός μετανάστης είχε χαρτιά τώρα θα ήταν στον προορισμό του χωρίς απατηλές ελπίδες. Τους θαλασσοδαρμένους μετανάστες δεν τους σώζει κανένα σωσίβιο, λιμενικό, ακτοφυλακή αλλά τα ταξιδιωτικά έγγραφα. Τόσο απλά, όσο το να ταξιδεύεις με κύρια δύναμη πρόωσης τον άνεμο.