“Everlasting Intro”, παραπλανητικό ως προς τον τίτλο, σπασμένο σε σύντομα, ρυθμικά, μορρικονικά πολυώνυμα, ίσα μια ανάσα για να μπουν υποχθόνια οι κιθάρες του “Always The Sun”, γερό riff, νεοϋορκέζικο, με στακάτο ρυθμό και επίμονα φωνητικά∙ προϋποθέτει το “The Wave”, που ακολουθεί, surf μουσική κατά βάθος, πρόκειται όμως για ένα διαφορετικό «surf», αυτό των μεταναστών και των προσφύγων που πεθαίνουν στις ακτές και των ανέστιων στις αφιλόξενες Μητροπόλεις της Δύσης (“Babylon is down tonight”).
“White Knuckles”, ξανακούω τους καλύτερους Sabbath, με το συντριπτικό του μπάσο (α λα “Children of The Grave”), το φτάνουν στα άκρα, ως το επόμενο, το “Snakecharmer”, με τις κιθάρες του να ελίσσονται όμοια με κροταλίες «που έχουν διασχίσει 47 μίλια» (Bo Diddley) σε ερημική ζώνη το απομεσήμερο, ίσως το πιο hit the road κομμάτι (μαζί με το “Butterfly 69”) που έχουν γράψει από την εποχή του “Heatwave”.
https://www.youtube.com/watch?v=LMNUYSHo98M
“Angel”: η επιτομή της τέχνης τους, στιχουργική (δια)πάλη ανάμεσα στη δυστοπία και την ουτοπία, ο Ballard και ο Dick μου έρχονται στον μυαλό (“When We Broke The Crystal Ball/Αnd the Sun Refused To Shine […] Angel Come And Ride With Me/ Through the Darkness to the Light”), ενόσω ο αργόσυρτος, ροκάδικος και βαρύθυμος πυρήνας της εισαγωγής μεταλλαχθεί σε οργισμένο punk, που θα ζήλευαν και οι Misfits, μέχρις ότου η επιστροφή στο αρχικό κουπλέ να σκεπάσει ξανά με την ώχρα της μελαγχολίας το αρχικό τοπίο.
Προτελευταίο το “Radio”, στιβαρή rhythm section, «ανταγωνιστικά» φωνητικά, στη συγχρονία «Ο Ήχος της Πόλης» de facto εμπεριέχει τις τεχνικές του hip-hop.
Grand finale με το οργανικό “Yagos”, η ενορχήστρωση ολοένα και διακλαδώνεται και ο ήχος γεμίζει σταδιακά, σπουδή λες ενάντια στον τρόμο του κενού.
Παίξτε το δυνατά!