Θα μπορούσε να είναι ένα φοβερό live. Ροκ τραγουδοποιός που κλείνει το μάτι στο παρελθόν αλλά έχει και κάτι να πει στο παρόν, συνθέτης υπέροχα τεμπέλικων μελωδιών που πάντα κάτι θυμίζουν αλλά δεν ξέρουμε τι, ήρθε να μιλήσει σε όσους έχουν αυτιά κι ακούνε. Σε όσους έχουν κριτήριο να καταλάβουν ποιοι απ’ τους καλλιτέχνες που σπρώχνει το Pitchfork αξίζουν να σπρωχτούν.

DSC07941_960_thmarkou

Όμως το live του Kurt Vile ήταν χαμηλότερο των προσδοκιών. Για πολλούς λόγους. Πρώτον, ένα Gagarin εμπλουτισμένο με τραπεζάκια (κατόπιν παράκλησης του ίδιου του μουσικού όπως ακούστηκε και όχι λόγω χλιαρής προσέλευσης) δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε ζεστό στέκι όπου ένας καθιστός τύπος με μια ακουστική κιθάρα μπορεί να έρθει κοντά σου. Είναι ένα μεγάλο ροκ κλαμπ με τους δικούς του κώδικες. Δεύτερον, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει κανέναν πως ο Kurt ο νεότερος θα εμφανιστεί χωρίς μπάντα. Ναι, το δελτίο Τύπου έκανε λόγο για ακουστικές κιθάρες, αλλά αν το live είχε διαφημιστεί εξαρχής ως «Kurt Vile solo», θα είχαμε βρεθεί στο Gagarin με τις σωστές προσδοκίες. Επιπλέον, ο Vile ήταν λίγο σα να έπαιζε στους φίλους του. Άφησε απέξω  πολλά από τα σπουδαία του τραγούδια (έπαιξε μόνο τα Snowflakes are dancing και Goldtone από τον εξαιρετικό τελευταίο του δίσκο) και ακολούθησε ένα folk μονοπάτι που έβγαζε σε αδιέξοδο.

DSC07862_960_thmarkou

Δεν μπορούσες βέβαια να τον αντιπαθήσεις. Κρυμμένος πίσω από τη μαλλούρα, φορώντας ένα κολλητό παντελόνι και ένα ζευγάρι άσπρα Stan Smith, έμοιαζε να ζει τη δική του εγκόσμια ψευδαίσθηση, σαν μαθητής της Τρίτης Λυκείου στα 90’s που ζωγραφίζει στο θρανίο κιθάρες την ώρα της Ιστορίας. Είχε το coolness. Είχε το attitude του ανθρώπου που θα έδινες 20 ευρώ και θα περίμενες μέχρι τις 23.30 για να τον δεις μόνο του με μια κιθάρα. Σε έπειθε. Παρ’ ολ’ αυτά, δεν υπερασπιζόταν το υλικό του. Μοναδική αληθινά συγκινητική στιγμή ήταν το Baby’s Αrms λίγο πριν το τέλος.

Προηγουμένως, οι δικοί μας Egg Hell είχαν δώσει μια αρκετά καλή εμφάνιση, παρ’ ότι όπως κι οι ίδιοι είπαν τα τραπέζια που έβλεπαν από κάτω έμοιαζαν με πρωταπριλιάτικο αστείο. Ο κρυστάλλινος ήχος του Gagarin τους ήρθε κουτί, στάθηκαν ωραίοι οπτικά στη σκηνή και χαιρέτησαν πριν κουράσουν. Αντιθέτως, ο Paul Jenkins των Black Heart Procession, guest και ουσιαστικά δεύτερο support της βραδιάς, τράβηξε λίγο παραπάνω απ’ όσο θα ήθελε και ο πιο φανατικός ακροατής του The Spell.  Με καπέλο και γυαλιά ηλίου, τραπεζάκι δίπλα του, μικρόφωνο με πράσινο καλώδιο και μια κιθάρα ή ένα μουσικό πριόνι ανά χείρας, έμοιαζε με Neil Young που πήρε το στραβό το δρόμο – κι ας είναι κατά τα άλλα ένας πολύ ταλαντούχος και ορίτζιναλ μουσικός.

DSC08094_960_thmarkou

Λίγο η παράξενη φωνή του Kurt Vile πάντως και λίγο to live που έδωσε, πέρα από Neil Young η βραδιά θύμιζε και Dylan – και μια από τις πιο γνωστές φράσεις που ο Dylan έχει πει είναι αυτό το «δε με νοιάζει τι περιμένει το κοινό από ‘μένα». Ναι, ΟΚ, είναι λάθος να πηγαίνεις να ακούσεις έναν καλλιτέχνη με συγκεκριμένες προσδοκίες. Αλλά κι όταν έχεις ακούσει τον ήχο που βγάζει ο Kurt Vile με τη μπάντα του τους Violators σε ένα «κανονικό» του live και στο δίσκο, θυμάσαι εκείνο το στίχο του που λέει «wonder why I ever go away».

DSC07903_960_thmarkou
DSC08030_960_thmarkou
DSC07837_960_thmarkou
DSC08079_960_thmarkou
DSC08047_960_thmarkou
DSC08033_960_thmarkou