Γιατί η Ιταλία εξακολουθεί να παλεύει με το φασιστικό παρελθόν της
Πολύ ξένοι παρατηρητές δηλώνουν έκπληκτοι από την επιστροφή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής. Σε ηλικία 81 ετών και μη μπορώντας να κατέβει ως υποψήφιος μετά από απόφαση που έλαβε δικαστήριο το 2013, ο Μπερλουσκόνι ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στην προεκλογική καμπάνια του κόμματός του Forza Italia, ενόψει των εκλογών της 4ης Μαρτίου. Εγώ προσωπικά δεν απορώ καθόλου από αυτήν την εξέλιξη, γράφει η Σαμπρίνα Γκασπαρίνι, γενική γραμματέας της Ιταλικής Οποσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε άρθρο της στην εφημερίδα The Guardian.
Ο Μπερλουσκόνι δεν είναι ο μόνος πολιτικός στη χώρα μου που προσπαθεί να επιστρέψει στην πολιτική ζωή, παρά το γεγονός οτι εδώ και καιρό έχει χάσει όλη του την αξιοπιστία. Ο Ρομπέρτο Φορμιγκόνι, πρώην πρόεδρος της περιφέρειας της Λομβαρδίας, ο οποίος το 2016 καταδικάσθηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση για διαφθορά και αναμένοντας την έκβαση άλλων δικαστικών αποφάσεων, είναι άλλο ένα παράδειγμα.
Είναι σαν οι Ιταλοί να τα είδαν εκ των προτέρων,- αλλά να μην τους νοιάζει. Για να καταλάβετε το γιατί, αρκεί να ρίξετε μία ματιά στην ιστορία μας. Η Ιταλία ενοποιήθηκε και έγινε κράτος το 1861. Την επόμενη μέρα ο πολιτικός και διανοούμενος Μάσιμο Ντ’ Αζέλιο είπε το περίφημο: «Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε τους Ιταλούς». Αναφερόταν στις προκλήσεις της δημιουργίας μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης σε αρχές παρόμοιες με εκείνες που γέννησε η γαλλική Επανάσταση.
Η έκκληση του όμως δεν εισακούσθηκε. Στην πιο σκοτεινή περίοδο της ιστορίας μας, το καθεστώς του Μουσολίνι προσπάθησε να επιβάλει στον λαό μια αγάπη για τη χώρα του, στη βάση μίας ολοκληρωτικής και φονικής ιδεολογίας. Η στρατιωτική φρενίτιδα που κατέλαβε τότε ολόκληρη σχεδόν την Ιταλία, στο πλευρό των Ναζί, είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν οι πόλεις μας και να δημιουργηθεί τεράστια φτώχεια. Ομως αυτό ίσως να μην ήταν το χειρότερο. Αν και οι μεταπολεμικές προσπάθειες να ανοικοδομηθεί η χώρα έδωσαν τη θέση τους σε αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως « ιταλικό οικονομικό θαύμα», οι ψυχολογικές επιπτώσεις του φασισμού αποδείχθηκαν καταστροφικές.
Οι Ιταλοί κληρονόμησαν από τον πόλεμο μια συλλογική αίσθηση ντροπής – η οποία, δυστυχώς, γρήγορα ξεχάστηκε. Η ντροπή καλλιεργήθηκε από το γεγονός ότι οι Ιταλοί επέτρεψαν την εξολόθρευση των Εβραίων συμπολιτών τους και δολοφόνησαν τον Μουσολίνι και την ερωμένη του, αντί να τους δικάσουν. Μας άφησε επίσης ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους νικητές και μία αέναη αίσθηση αποτυχίας. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί πολλοί Ιταλοί προσβάλλονται τόσο γρήγορα όταν, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει επισημάνσεις για την πορεία των δημοσιονομικών μας ή όταν η Γαλλία δεν μας δίνει τόσο μεγάλη σημασία όσο δίνει στη Γερμανία. Ομοίως, όταν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μας παρουσιάζουν ως στερεότυπα, σπάνια αναρωτιόμαστε: μήπως άραγε έχουμε συμβάλει και εμείς σε όλο αυτό;
Η μεταπολεμική εποχή μας προσέφερε μια δημοκρατική ευκαιρία. Το νέο δημοκρατικό καθεστώς υποτίθεται ότι επιτρέπει και ενθαρρύνει τη λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία του συνέρχεσθαι θα έπρεπε να έχουν προετοιμάσει το έδαφος για μια εποικοδομητική συζήτηση των πολιτών. Ομως η ιστορία δεν λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο. Κατά τη διάρκεια των επομένων δεκαετιών – μερικές από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα ταραχώδεις- πολιτικά κόμματα απέκλιναν από τη δεδηλωμένη συνταγματική τους αποστολή, επιτρέποντας στους πολίτες να «συμβάλλουν με δημοκρατικό τρόπο στην έκφραση της εθνικής πολιτικής». Αντ ‘αυτού, σχημάτισαν ένα συμπαγές μπλοκ μέσα σε αυτό που ονομάζουμε « partitocrazia » -(κομματοκρατία)- όπου η εξουσία εναποτίθεται στα πολιτικά κόμματα, παρά στους πολίτες. Τοιουτοτρόπως εξαπλώθηκε ένα καρκινικό σύστημα που διείσδυσε σε πολλούς τομείς: στην οικονομία, στα μέσα ενημέρωσης και στο δικαστικό σώμα. Βρήκε έναν ουσιαστικό σύμμαχο στην απλή αναλογική του εκλογικού μας συστήματος, το θεμέλιο της κυβερνητικής αστάθειας. Το αποτέλεσμα είναι οι Ιταλοί να έχουν συνηθίσει να ψηφίζουν χωρίς να έχουν καμία ιδέα για το τι θα προκύψει μετά.
Το ενδιαφέρον του κόσμου για την πολιτική ξεθώριασε. Η κόπωση, αν όχι η αγανάκτηση, επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης. Μία ανατροπή πραγματοποιήθηκε το 1991, τρία χρόνια πριν γίνει πρωθυπουργός ο Μπερλουσκόνι. Σε μια από τις τελευταίες σύγχρονες εκδηλώσεις μαζικού πολιτικού ενθουσιασμού, διενεργήθηκε δημοψήφισμα στο οποίο οι ψηφοφόροι καλούντο να απαντήσουν εάν ήθελαν να καταργηθεί το αναλογικό σύστημα στις εκλογές της Γερουσίας. Με συντριπτική πλειοψηφία, της τάξης του 95%, οι πολίτες ψήφισαν υπέρ αυτής της αλλαγής τασσόμενοι υπέρ ενός πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι χαραγμένο στη μνήμη μου ως η πρώτη μου μεγάλη πολιτική απογοήτευση. Ο νόμος που ψηφίσθηκε δεν σεβόταν την επιλογή των ψηφοφόρων. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος νόμος εισήγαγε έναν υβριδικό εκλογικό μηχανισμό ο οποίος δεν βοηθούσε καθόλου στην επίλυση του προβλήματος της πολιτικής αστάθειας. Η λαϊκή κυριαρχία υπέστη τότε την μεγαλύτερη ταπείνωση.
Σήμερα, το πιο ανησυχητικό είναι η άνοδος του ρατσισμού κατά των μεταναστών . Έχουμε φθάσει σε ένα σημείο όπου ακόμη και οι μορφωμένοι άνθρωποι συμφωνούν με τη ρητορική που εξαπλώνεται, τόσο από τη δεξιά, όσο και από την Κίνηση των Πέντε Αστέρων (M5S) του Μπέπε Γκρίλο. Η ικανότητα του τελευταίου να διαδίδει ψεύτικα νέα, μεταξύ άλλων μέσω ιστότοπων προπαγάνδας συνδεδεμένων με τη Ρωσία, έχει τεκμηριωθεί καλά. Αυτό όμως που έχει ως επί το πλείστον επιτύχει το M5S, είναι να ενσταλάξει μια νέα τάση κυνισμού στην πολιτική μας και να αναζωπυρώσει μια φασιστική νοοτροπία.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, η γοητεία της ακροδεξιάς θέλγει πολλά τμήματα του πληθυσμού. Μετά τη φρίκη του πολέμου, κανείς δεν θα μπορούσε να τολμήσει να εκφράσει φασιστικές ιδέες όμως, με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται ότι οι άνθρωποι ξέχασαν. Οι πολιτικοί άρχισαν να εκφράζουν απόψεις μίσους και μισαλλοδοξίας, χωρίς καμία απολύτως ντροπή. Πριν από ένα χρόνο ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της Λέγκας του Βορρά, κάλεσε σε «ένα μαζικό καθάρισμα της Ιταλίας, από δρόμο σε δρόμο, από γειτονιά σε γειτονιά, από πλατεία σε πλατεία, ακόμα και με τη χρήση βίας εάν χρειασθεί». Πρόσφατα ένα ακροδεξικός ακτιβιστής που παλαιότερα είχε κατέβει ως υποψήφιος της Λέγκας του Βορρά άνοιξε πυρ εναντίον μεταναστών στη Ματσεράτα.
Πώς θα κλείσει ο φαύλος αυτός κύκλος; Πιστεύω ότι η λύση για τη χώρα μου έγκειται στην ελπίδα ότι κάποια μέρα θα προκύψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Είναι αλήθεια ότι στην Ιταλία έχει μειωθεί αισθητά η υποστήριξη προς την ΕΕ. Όμως, οι κοινοί ευρωπαϊκοί κανόνες είναι αυτοί που εμποδίζουν την Ιταλία να κατρακυλήσει περαιτέρω στον λαϊκισμό και να εξαλείψει τις δημοκρατικές αρχές. Το να ανήκουμε στην ΕΕ αποτελεί ένα προπύργιο ενάντια στα χειρότερα ένστικτά μας. Η Ιταλία δεν διαθέτει θεσμούς αξιόπιστους στα μάτια των πολιτών της. Η διαφθορά και η αναξιοκρατία είναι διαδεδομένες. Δεκαετίες κακής χρήσης δημόσιων πόρων και κακής διακυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να φθάσει στο 131% του ΑΕΠ. Χωρίς ένα πραγματικό πολιτικό σχέδιο, στο οποίο οι πολίτες θα είναι πρωταγωνιστές και όχι κουρασμένοι θεατές, δεν πρόκειται να βγούμε απο αυτό το χάος.