carver2

Ο συγκεντρωτικός τόμος με τον τίτλο «Διηγήματα» περιλαμβάνει τρείς συλλογές του Ρέιμοντ Κάρβερ που έχουν ήδη κυκλοφορήσει στη χώρα μας («Αρχάριοι», «Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;», «Καθεδρικός Ναός»). Δίνεται έτσι η ευκαιρία στον αναγνώστη να έχει μαζεμένες τις καλύτερες στιγμές του μέγιστου των Αμερικανών διηγηματογράφων του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.

Ο ίδιος έλεγε: «Αυτό που ήθελα να καταφέρω με τα διηγήματά μου είναι να βάλω στη σειρά τις κατάλληλες λέξεις, τις καίριες εικόνες, καθώς επίσης τον ακριβή και σωστό τόνο έτσι ώστε να τραβήξω τον αναγνώστη και να τον μπάσω στην ιστορία με τέτοιον τρόπο, που να μην μπορεί να σηκώσει τα μάτια του από τη σελίδα, παρά μόνον αν το σπίτι άρπαζε ξαφνικά φωτιά». Και το κατορθώνει. Τα διηγήματά του απορροφούν τον αναγνώστη, τον συνεπαίρνουν στην κυριολεξία. Διαβάζονται ταχύτατα και μένουν ως ανάμνηση για καιρό.

Ο Κάρβερ είναι μαθητής δύο πολύ μεγάλων: του Τσέχοφ και του Χέμινγουεϊ. Πήρε και από τους δύο, αλλά κατάφερε να βρει τη δική του φωνή. Το έκανε επιλέγοντας να στρέψει το βλέμμα του σε αυτούς που ήταν γύρω του: τους ταλαιπωρημένους, τους φτωχούς, τους καθημερινούς ανθρώπους. Την κατ’εξοχή εποχή του αμερικάνικου ονειρού και της άνευ προηγουμένου βελτίωσης του βιωτικού επιπέδου των Αμερικάνων, αυτός είδε και την κρυφή πλευρά, αυτή που η επίσημη λογοτεχνία της εποχής (όπως και ο κινηματογράφος του Χόλυγουντ) επέλεγε να μην βλέπει.

«Αξίζει να γράφεις για ανθρώπους που δεν πετυχαίνουν στη ζωή». Οι ήρωές του έχουν ή είχαν όνειρα, ήθελαν να γίνουν κάτι στη ζωή τους, κάτι καλό, κάτι θετικό. Όμως, δεν τα κατάφεραν. Βρίσκονται πια σε ένα σημείο που «απλώς δεν πάει άλλο». Αυτά που θεωρούσαν σημαντικά στη ζωή τους, «τώρα δεν αξίζουν μία. Η ζωή αυτών των ανθρώπων έχει γίνει πλέον ανυπόφορη, έχει γίνει συντρίμια. Θα’θελαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, μα δεν μπορούν. Και συνήθως το ξέρουν, νομίζω, και κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν».

carver1

Η μέθοδός του είναι η καθαρή, απλή και αυστηρή γλώσσα, απαλλαγμένη από φτιασίδια και κάθε είδους μελοδραματισμό. Ταλαιπωρούσε πολύ τα κείμενά του, αφαιρώντας ό,τι δεν θεωρούσε απαραίτητο. Οι λέξεις του μοιάζουν να είναι οι απολύτως απαραίτητες και αντιμάχονται τη σιωπή, η οποία διεκδικεί τον δικό της χώρο. Αυτά που λέγονται και αυτά που δεν λέγονται. Αυτά, σε συνδυασμό με την μικρή έκταση των διηγημάτων (συνήθως ελάχιστες σελίδες), δημιουργούν μια φευγαλέα αίσθηση, αυτήν της στιγμής που συμπυκνώνει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής.

Ο συγγραφέας, με μια ζωή γεμάτη ταλαιπωρία, από τις περιστάσεις (για να ταϊσει τα παιδιά του) αλλά και από δική του ευθύνη (αλκοολισμός), γράφοντας την ώρα που δουλεύει ως επιστάτης (όπως ο Φώκνερ), δεν τους δικαιολογεί αλλά τους αντιμετωπίζει με κατανόηση. Αντλεί ακόμα και από τη δική του ζωή (επανέρχονται στην θεματολογία του το ψάρεμα, ο αλκοολισμός, τα ενδο-οικογενειακά προβλήματα, κλπ.), αλλά δεν αυτοβιογραφείται.

Αλλά, ο Κάρβερ δεν γράφει ρεαλιστικά. Λογοτεχνεί. Όπως ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος που άνθισε τη δεκαετία του 1970 και 1980 με την «ρεαλιστική» θεματολογία του, η οποία όμως δεν είναι ντοκυμαντέρ, έτσι και ο Κάρβερ δημιουργεί χαρακτήρες που είναι πιο πραγματικοί από την πραγματικότητα. Είναι πρότυπα, από αυτά που μόνο οι πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες μας έχουν παρουσιάσει.

Τον Κάρβερ τον διαβάζεις και τον ξαναδιαβάζεις με τα χρόνια. Και αναρωτιέσαι, τι περισσότερο θα μπορούσε να προσφέρει, αν δεν είχε τα προβλήματά του και αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς, σε ηλικία μόλις 50 ετών.


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.