Σε μια απομονωμένη έπαυλη της δανέζικης εξοχής, ο Χέλγκε, αστός αρκετά παλιός ώστε το υπηρετικό προσωπικό του οικήματός του να περιλαμβάνει μέχρι και ρεσεψιονίστ, ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 60α γενέθλιά του. Όπως κάθε χρόνο, μαζί του θα γιορτάσουν οι δυο γιοί κι η μια κόρη του, ο παππούς, κι η σύζυγος του, με φετινό συμποσιάρχη τον πάλαι ποτέ λαντζέρη και νυν διαχειριστή των επιχειρήσεων του –μια ζώσα κι ανασαίνουσα υπενθύμιση της απέραντης μεγαλοψυχίας του.
Όπως κάθε χρόνο είπα; Λάθος: η φετινή, επετειακή, πλήρης τιμών, πρωτοκόλλου, κι αστικής αυταρέσκειας επέτειος, θα γίνει κάτω απ’ τη σκιά του χαμού της δεύτερης κόρης του Χέλγκε, η αυτοκτονία της οποίας έχει σκορπίσει στην οικογένεια αρκετή οδύνη ώστε ο μεγαλύτερος γιος ―δίδυμος αδερφός της εκλιπούσης― να ξεσπάσει κατά τη διάρκεια της πρόποσής του, αποκαλύπτοντας τη συστηματική σεξουαλική κακοποίηση των δίδυμων, από τον τιμώμενο αυτής της πνιγηρής και νοσηρής Οικογενειακής Γιορτής.
Γραμμένη στο δεύτερο μισό των 90s από τον Thomas Vinterberg και τους Bo Hansen και Mogens Rukov, ως το σενάριο της ταινίας που θα σύστηνε στην κινηματογραφική Ευρώπη τις αρχές του Dogma 95 (το μανιφέστο μέσω του οποίου ο Vinterberg κι ο φίλος του, Lars von Trier θα επιχειρούσαν να επανεφεύρουν την κινηματογραφική γλώσσα και να εξαγνίσουν το σινεμά απ’ την αμερικανοποίησή του), η Οικογενειακή Γιορτή, που σκηνοθέτησε επίσης ο Δανός, εξερράγη στις κινηματογραφικές οθόνες το 1997, κερδίζοντας κατ’ αρχήν το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, σαρώνοντας εν συνεχεία βραβεία και επαίνους από ένα σωρό ακαδημίες, κριτικές ενώσεις και φεστιβάλ, και ολοκληρώνοντας την πορεία της με μια υποψηφιότητα ξενόγλωσσης ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες, εξασφαλίζοντας στην πορεία μια θέση στην αιωνιότητα, ανάμεσα στις πιο επιδραστικές κινηματογραφικές δημιουργίες του παγκόσμιου σινεμά.
Η επιδραστικότητα της ταινίας, η επιτυχία της οποίας εδραίωσε το Δόγμα 95 αρκετά για να μας ταλαιπωρήσει για μερικά χρόνια μετά, οφειλόταν όχι τόσο στη μινιμαλιστική στιβαρότητα της κινηματογραφικής της γλώσσας (που έπαιξε βέβαια το ρόλο της, παρέχοντάς της μια κάποια εξωτική ποιότητα), όσο στην αλύπητη σφοδρότητα με την οποία ο Vinterberg ξεθεμελίωσε την κίβδηλη αστική ευπρέπεια, για να εντοπίσει κάτω απ’ τις βάσεις του καθωσπρεπισμού της, τις ρίζες ενός λανθάνοντος φασισμού. Φασισμός που σιγοτρώει κοινωνικές δομές απ’ τα μέσα, φροντίζοντας πάντα να διατηρήσει καθαρό και άμεμπτο το σεβάσμιο προσωπείο του, μέσω της σιωπηρής συνενοχής (η μάνα-συμβία που γνώριζε και δε μιλούσε), της περιθωριοποίησης (ο μικρός γιος που κλείστηκε εσωτερικός σε σχολείο από νωρίς), του σαδισμού (τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε τα δίδυμα), και της αποσιώπησης (η μικρή κόρη που διαφύλασσε πεισματικά μέχρι τέλους την άρνησή της να μάθει).
Ως συνήθως, η πατριαρχική φιγούρα της οικογένειας που με την αποκάλυψη του ένοχου παρελθόντος ξεπουρλεύεται στην οθόνη (ή στη σκηνή, μια και μιλάμε για θεατρική μεταφορά), μπορεί να αναγνωσθεί ως αντανάκλαση δομών διαφόρων επιπέδων: μια κεντρική ευρωπαϊκή ηγεμονία, για παράδειγμα, που αφού σοδομίσει σειρά κρατών επιστρέφει πάντα στην ψυχρή, αδιαμφισβήτητη θέση υπεροχής της, ή ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα που εκμεταλλεύεται χυδαία τους εξαρτώμενούς του, απαιτώντας το σεβασμό που εξαγοράζει η ανέξοδη ελεημοσύνη, ή ακόμα και μια θρησκειακή δομή, που καλύπτει τη χυδαία της ποταπότητα με τον καθησυχαστικό μανδύα της απενοχοποιητικής φιλανθρωπίας.
Ανάλογα με τις ανάγκες (και τις πληγές της), η κάθε εποχή μπορεί να τραβήξει τις αντιστοιχίες της, αυτό όμως που παραμένει διαχρονικά ως δεδομένο Ντοστογιεφσκι-κά αποδεδειγμένο, είναι πως μεγαλύτερα τραύματα κι απ’ το Έγκλημα ακόμα, προκαλεί η έλλειψη της Τιμωρίας του: οι διάφορες αντικοινωνικές συμπεριφορές και τα διαδοχικά φλέρτ με ποικίλες μορφές ψυχοπαθολογιών (κατάθλιψη για τη μάνα, εκρήξεις οργής για το μικρό γιο, τάσεις φυγής για τη μικρή κόρη, μυθομανία και αδυναμία σύναψης δεσμών για τον παθόντα μεγάλο γιο, και βέβαια αυτοκτονικές τάσεις για τη δίδυμη αδερφή του), εκτός του ότι αποδεικνύουν πως όλοι ανεξαιρέτως είναι θύματα κι ας μην τους άγγιξε ποτέ ο θύτης, επιπλέον ξεδιπλώνονται κι ως ξεκάθαρα αποτελέσματα της έλλειψης κάθαρσης απ’ τα μιαρά στίγματα που άφησε στο παρελθόν τους, εμμέσως και αμέσως, ο ατιμώρητος θύτης.
Αυτή η χρονίζουσα εκκρεμότητα είναι που ξεσπά ως βία της αυτοδικίας όταν το έργο πλησιάζει προς το τέλος του, κι αυτή είναι μάλλον κι η πιο έντονη στιγμή στην θεατροποιημένη εκδοχή που ανεβαίνει φέτος στο Baumstrasse, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Πανάδη, σ’ ένα σκηνικό που επιμελήθηκε ο Βασίλης Μαντζούκης, και το οποίο απλώνεται πιο πέρα κι απ’ το οπτικό πεδίο που σου αφήνει ελεύθερο η προβληματική διαρρύθμιση του χώρου, με τα ογκώδη δοκάρια, και τα όσα τυφλά σημεία αυτά συνεπάγονται. Προεξέχουσα θέση φυσικά κρατά στο κέντρο της σκηνής το οικογενειακό τραπέζι, που φιλοξενεί το μεγαλύτερο κομμάτι του δράματος, σκηνοθετημένο με τρόπο διεκπαιρεωτικό, ελαφρώς άνευρο σε ό,τι αφορά στη διεισδυτικότητα που απαιτεί η βαθιά κοινωνιολογική του δυναμική, και ιδιαιτέρως προβληματικό στην καθοδήγηση του απογοητευτικού κατά πλειονότητα ερμηνευτικού συνόλου.
Ο Γιώργος Φριντζήλας (του οποίου το πρόσωπο μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις μέχρι το χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης για να το δεις ολόκληρο, δεδομένης της χωροταξίας), είναι ο μόνος που προσδίδει δραματικό παλμό στην παράσταση, με την συναισθηματική πληρότητα που αποδίδει στον αβανταδόρικο ρόλο του κακοποιημένου δίδυμου. Παράλληλα, η Γεωργία Τσαγκαράκη εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα ελάχιστα περιθώρια που της αφήνει ο δικός της ρόλος, με μετρημένες σπιρτόζικες ατάκες και σπαρταριστές μούτες, για να απογειώσει το κυνικό χιούμορ του κειμένου. Οι δυο τους όμως, δεν είναι αρκετοί για να καλύψουν ούτε την σχηματική ερμηνεία του Χρήστου Κοντογεώργη στο ρόλο του ζοχαδιασμένου μικρού αδερφού, ούτε την μελοδραματική υπερβολή με την οποία φορτίζει ακόμη και τις ανάσες της η Τάνια Παπαδοπούλου, πολλώ δε μάλλον την επιτυχημένη μεν στο μπετόν αρμέ αστικό της κούμπωμα ερμηνεία του Γιάννη Παπαϊωάννου στο ρόλο του πατέρα, εντελώς μονοδιάστατη δε, αφού αδυνατεί να εντοπίσει και να αναδείξει το σαδιστικό σκότος που οφείλει να κρύβει πίσω της η μαρμάρινη μάσκα του τέρατος, που σκορπά τόση φρίκη και αγωνία στα απότοκα της βιολογικής του σποράς.