Είναι Παρασκευή. Είναι τελείως νύχτα. Τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Όχι. Τέσσερα όμορφα κορίτσια, τρία όμορφα αγόρια και ο όμορφος μπάρμαν. Στην υποδοχή χαμόγελα, μια άλφα άνεση και φυσικότητα. Η πρώτη γνωριμία. Ο θρόνος του μπάρμαν εξέχων, βιομηχανικός. Ποτήρια, παραποτήρια, μπουκάλια. Μια επιβλητική σκουρόχρωμη κολώνα δεσπόζει στ’ αριστερά της σκηνής. Επάνω της ένα ζευγάρι πράσινα γυαλιά ηλίου. Λίγο πιο μπροστά κι ένα μικρόφωνο που αλλάζει χέρια. Η λυρικότατη Μπρίτνεϊ Σπίαρς, απαγγελόμενη, απολογείται χωρίς φειδώ ότι, «Το ξανάκανε». Εμείς στο μεταξύ, τακτοποιούμαστε. Τα φώτα σβήνουν.
Μια ξαφνική εισβολή με αγχώνει στιγμιαία. Νοιώθω κίνηση προς το ασφαλές και προστατευμένο μέρος μου. Ο τέταρτος «τοίχος» πέφτει, τόσο ζωντανά κι αγριμικά, με μια φούρια νιότης, που αρχίζω να αισθάνομαι ενεργά την υποβολή της ατμόσφαιρας. Είμαστε όλοι πια, μέσα στο μπαρ. Κι εκεί ξεκινούν όλα. Ένα συνονθύλευμα ωμότητας, συναισθηματισμού, βεβιασμένης καύλας, αυθορμητισμού κι απύθμενης αμεσότητας. Άλλωστε, «Όλα γίνονται. Είναι Παρασκευή σήμερα». Τα κορίτσια μπλέκονται με τ’ αγόρια, βυθίζονται μες στη λαχτάρα της Παρασκευιάτικης απελευθερωτικής ραστώνης και δρουν. Μιλάνε, φλερτάρουν, παίζουν, κρυφοκοιτάζουν τους δίπλα, αγγίζονται -πότε τρυφερά, πότε άγαρμπα-, διεκδικούν ότι περισσότερο μπορούν από τους γύρω τους κι εκτίθενται δίχως αύριο. Δίχως ηθικούς φραγμούς. Το πρέπει τους, είναι το θέλω τους. Εδώ και τώρα. Και χορεύουν. Χορεύουν συνέχεια. Χορεύουν πολύ. «Χόρεψε για να δεις τι σκέφτεται η ανθρωπότητα», μονολογούν. Ότι προλάβουν, μέσα στον χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους. Αφηγούνται τις ιστορίες τους, μας απευθύνονται. Δεν ζητάνε απαντήσεις. Θέλουν να μιλήσουν, να εκφραστούν. Να τα πουν. Να ακουστούν. Και να τους νοιώσουν. Μπουχτισμένοι από τα σημεία του καιρού τους κι απηυδισμένοι. Οι ζωές τους είναι σε πρώτο πλάνο τώρα και τους αρέσει. Έχουν Lust. Θυμήσου το, θα το δεις. Μιλάνε πρόστυχα, αλλά είναι τόσο πηγαία η λαχτάρα τους για τρυφερότητα, που η καύλα τους φαντάζει γλύκα. Ο έρωτάς τους και η τριβή τους, είναι κι αυτή χορευτική. Κι εκεί κάπου, ανάμεσα στους καπνούς των τσιγάρων, τα παγάκια της βότκας, τις σταγόνες του ιδρώτα τους, τα απανωτά beats, τα strobe lights και τα black lights, η έννοια της ατομικότητας χάνει την ουσία της. Γίνονται ένα με το όλον. Καταλήγουν απρόσωποι.
Ο Κουρούμπαλης έγραψε ένα απογειωτικό κείμενο, που δεν αφήνει περιθώρια αποστασιοποίησης. Η ταύτιση είναι αναπόφευκτη. Είσαι εσύ κι εγώ εκεί, που κάποτε είπαμε αυτές τις σέξι λέξεις. Και χορεύουμε. Είναι εκείνος κι εκείνη εκεί, που θα σταθούν δίπλα σου σήμερα στο μπαρ, που θα παραφερθούν και θα τολμήσουν. Κι ερωτεύονται. Σε συνδυασμό με την κίνηση και τη μουσική, την ακούραστη, διαρκή και ουσιαστική παρουσία των ερμηνευτών, επιτυγχάνεται ένα απόλυτα ισορροπημένο σύνολο σημείων, που χτίζεται σταδιακά και κορυφώνεται. Ακόμη και οι φυσικοί ήχοι, που προκαλούνται από την (φανταστική αυτή) ξαφνική «βροχή» πλαστικών ποτηριών ή από το άδειασμα των αλκοολούχων μπουκαλιών, ακόμη και τα «περάσματα» του Καντ, όλα βαίνουν σε μια μοντέρνα ισορροπία.
Ο επίλογος, ένα ενθουσιώδες, μακρόσυρτο, αχόρταγο χειροκρότημα. Κι αυτή η αίσθηση πληρότητας κι ανυπομονησίας να βγεις έξω, να πας στο εκεί κάπου, οπωσδήποτε και να κάνεις ότι προλαβαίνεις. Και να σκεφτείς και να φιληθείς και να τα πιείς και να τα πεις. Όλα. Δεν θες το τέλος. Αφού «η μέρα τελειώνει, όταν δεν μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά».
Αφήνοντας πίσω μου τη σκηνή, είδα την Ουρανία να με κοιτάζει με απορία. Η Ουρανία είναι η βασίλισσα του φουαγιέ. Βελούδινη, τρίχρωμη και κοινωνική. Η Ουρανία η γάτα.
Την ίδια εκείνη Παρασκευή κι όσο εγώ ήμουν βυθισμένη στην Παρασκευή παλιμπαιδισμού, το Παρίσι πάλευε με τη λογική. Παρασκευή Παραλογισμού. Τι να πεις. Είναι Παρασκευές και Παρασκευές.