vitesse

Τη Βιτέσε (από το γαλλικό vitesse που σημαίνει ταχύτητα) τη γνωρίσαμε στην Ελλάδα τη σεζόν 1997-98, όταν το κοπέλι από την Κρήτη με το όνομα Νίκος Μαχλάς μάθαινε τους οπαδούς της να χορεύουν συρτάκι με κάθε ένα από τα 34 γκολ που σημείωνε, κερδίζοντας το χρυσό παπούτσι και μία μεταγραφή στον Άγιαξ. Με έδρα το νεόχτιστο, φουτουριστικό, τότε, Γέλρεντομ, ένα από τα ομορφότερα γήπεδα της Ευρώπης, και μία πολύ καλή ομάδα εκείνα τα χρόνια, υπερεκτιμώντας ίσως τις δυνάμεις της, η Βιτέσε ξανοίχτηκε οικονομικά κι έφτασε για δεύτερη φορά μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στα όρια της χρεωκοπίας προτού αναλάβει τη σωτηρία της ο δήμος.

http://youtu.be/N78L36eTZOY

Η κιτρινόμαυρη ομάδα από το Άρνεμ, με έμβλημα το δικέφαλο αετό, αν και έχει πολύ πυκνή παρουσία στην πρώτη κατηγορία του ολλανδικού πρωταθλήματος και αρκετές ευρωπαϊκές συμμετοχές, δεν έχει κατακτήσει το παραμικρό τρόπαιο. Αυτό, οι φίλοι της ομάδας φέτος εύχονται να αλλάξει βλέποντας τη Βιτέσε να φιγουράρει στην κορυφή του ολλανδικού πρωταθλήματος μετά από 14 αγωνιστικές, πάνω από τις παραδοσιακές δυνάμεις Άγιαξ, Φέγενορντ και Αϊντχόφεν. Από πέρυσι είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια της όταν διεκδίκησε τον τίτλο μέχρι και λίγες αγωνιστικές πριν το τέλος για να τερματίσει τελικά στην τέταρτη θέση της βαθμολογίας. Φέτος, αν και άλλαξε προπονητή ο Πέτερ Μπος πήρε τη θέση του Φρεντ Ρούτεν παρέμεινε ανταγωνιστική ενώ το παιχνίδι της είναι ελκυστικό για τον θεατή. Ο περσινός πρώτος σκόρερ με 31 γκολ Βίλφρεντ Μπονί, πήγε στη Σουόνσι έναντι 12 εκ. ευρώ, ενώ ο κινητήριος μοχλός της, Μάρκο Φαν Γκίνκελ πήγε στην Τσέλσι.

Η σχέση της με την πάμπλουτη ομάδα του Λονδίνου εξηγεί σε ένα βαθμό την ανοδική πορεία των Ολλανδών. Η συμφωνία των δύο ομάδων αναφέρει πως η Τσέλσι έχει τον πρώτο λόγο στην απόκτηση ποδοσφαιριστών από τη Βιτέσε, με την τελευταία να επωφελείται παίρνοντας δανεικούς παίχτες των μπλε. Έξι τέτοιους διαθέτει στο δυναμικό της φέτος, με τους Φαν Άανσχολτ, Φρέντι Άτσου και Λούκας Πιαζόν να ξεχωρίζουν. Ο Βραζιλιάνος Πιαζόν είναι και ο πρώτος σκόρερ, έχοντας σημειώσει μερικά πολύ όμορφα και κρίσιμα γκολ. Το Γενάρη μάλιστα, η ομάδα από το Άρνεμ, αναμένεται να ενισχυθεί με άλλους τρεις δανεικούς από την Τσέλσι, φέρνοντας στο νου το πρόσφατο παράδειγμα της Γουότφορντ που είχε δέκα ποδοσφαιριστές δανεικούς από την Ουντινέζε, δύο ομάδες που ανήκουν στην οικογένεια Πότσο. Αυτή η σχέση έχει προκαλέσει αντιδράσεις στα τοπ ολλανδικά club που βλέπουν ένα νέο ανταγωνιστή να διεκδικεί τα πρωτεία.

http://youtu.be/JcLoMiaylFM

Για κάτι τέτοιο υπεύθυνος είναι ο μέχρι πρότινος ιδιοκτήτης της Βιτέσε, Γεωργιανός Μεράμπ Τζορντάνια. Όταν το καλοκαίρι του 2010 ο Τζορντάνια αποκτούσε τις μετοχές της ομάδας, υποσχέθηκε πρωτάθλημα μέσα στην πρώτη τριετία και πράγματι πέρυσι έφτασε πολύ κοντά. Στενός φίλος και συνεργάτης του Ρομάν Αμπράμοβιτς, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη σχέση για την ενίσχυση της ομάδας του και έχει διαθέσει, όπως λένε τα ρεπορτάζ, πάνω από 100 εκ. κυρίως για τις ακαδημίες και την απόκτηση ταλαντούχων παικτών που θα μοσχοπουληθούν στη συνέχεια. Ο Τζορντάνια που θεωρείται αμφιλεγόμενος στην πατρίδα του, είναι πρώην ποδοσφαιριστής και έχει διατελέσει για για χρόνια πρόεδρος της τοπικής ομοσπονδίας, από την οποία αποχώρησε κατηγορούμενος για διαφθορά και σκάνδαλα εκατομμυρίων δολαρίων.

Η αμφισβήτηση τον ακολούθησε και όταν ανέλαβε τις τύχες της Βιτέσε, όντας ο πρώτος ξένος ιδιοκτήτης ομάδας στην Eredivisie. Οι οπαδοί όμως βλέποντας την ομάδα τους να ανεβαίνει διαρκώς, κάνουν λίγο τα στραβά μάτια για τις μεθόδους του.  Πριν λίγες εβδομάδες πούλησε το μερίδιό του στον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Ιβάν Τσιγκρίνσκι ωστόσο κράτησε την προεδρία. Όσον αφορά τον Τσιγκρίνσκι, αυτός δεν έχει δείξει ακόμη τις προθέσεις του, αφήνοντας το κουμάντο στον Τζορντάνια. Ο κίνδυνος όμως που ελλοχεύει είναι να βαρεθούν οι ολιγάρχες από την πρώην Σοβιετική Ένωση το παιχνιδάκι τους και να την παρατήσουν στην τύχη της φορτωμένη χρέη και έξοδα. Ειδικά σε περίπτωση που αργήσει η έξοδος στο Champions League ή η κατάκτηση του πρωταθλήματος, η εγκατάλειψη της ομάδας δεν είναι απίθανο σενάριο όπως μας δίδαξε και η πρόσφατη περίπτωση της Ανζί Μαχατσκάλα.