Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟ

Ναι, θέλω ν’ ακούσω τις ιστορίες που οι κάρτες μού εξιστορούν

Η Νίκη Τρουλλινού πέρασε από τις Βρυξέλλες έχοντας στο νου της μόνο τέχνη και ιστορία.
βρυξ

 

Βρυξέλλες

La Place du jeu de Balle, στη σκιά του Palais de Justice. Δεν είχες ακόμη ακούσει τη φωνή του Άουστερλιτς στη γραφίδα του W.G. Sebald, πως “τα κτίρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια”. Άλλωστε, εσύ για το παζάρι ήρθες ως εδώ. Στο παζάρι. Παλιές καρτ ποστάλ με καλλιγραφικά γράμματα, έρωτες και σπαραξικάρδια μηνύματα του δέκατου ένατου αιώνα, πεζικάριοι και ιππείς εξορμούν στις πεδιάδες της γηραιάς Ευρώπης υπό τους ήχους του εμβατηρίου Ραντέτσκυ. Η κουνιστή πολυθρόνα φορτώνεται πίσω στο αυτοκίνητο, και κάτι επάργυρα, βαριά μαχαιροπίρουνα διαλυμένων αρχοντικών στα χέρια: θα καλέσουμε σε δείπνο την Ιστορία απόψε στην Αvenue des Εperviers. Βρυξέλλες γαρ.

Καρτολίνες, μουχλιασμένες αποθήκες της Μνήμης, παζάρια σε δρόμους σκονισμένους, δερμάτινες βαλίτσες ανοιγμένες στο χρόνο, πωλητές να ζυγιάζουν με μάτι έμπειρο τις ζωές των άλλων πίσω από τις λέξεις της απόστασης και της απώλειας, όταν το ταξίδι μπορεί να είναι και απώλεια, γραμματόσημα και σφραγίδες ταχυδρομείων να μαρτυρούν τους αιώνες, τα νέα γραμμένα με κονδυλοφόρο, μελάνι και τα χρειαζούμενα, εκείνο το στουπόχαρτο με το ξύλινο χερούλι πόσο καλά έκανε τη δουλειά του, στιγμές της Ιστορίας φωτογραφημένες με ταρατατζούμ, ανίδεες τάχα μου, και υποκρινόμενες τις αθώες:

“Αγαπητή μαμά, μια μεγάλη καλημέρα από την καταραμένη ετούτη χώρα της Ανατολής…” 

ή τα πιο δύσκολα:

“Αγαπητοί γονείς, πέρασε ήδη ένας μήνας που εγχειρίστηκα και πάνε τρεις μόνο μέρες που δεν υποφέρω. Από την εγχείρησή μου δεν απομένει παρά η παραλυσία του νεύρου του δεξιού μου χεριού, δεν έχω πια τη δύναμη να κρατήσω την πένα, αλλά σιγά – σιγά …”

Και πολιτείες, λιμάνια, ποτάμια, πάρκα και βουλεβάρτα, πλατείες και γεφύρια, παραλίες και νοσταλγικές κυρίες με ομπρελίνα, ξενοδοχεία με μοναχικούς ανθρώπους, είναι ίσως εκείνοι που στέλνουν τις περισσότερες κάρτες, και μισεμένοι, και ερωτευμένοι στρατιώτες εκστρατευτικών σωμάτων:

“Δεσποινίς, ειλικρινά δεν νομίζω ότι έκανα κάτι ανάρμοστο αποφασίζοντας να σας γράψω, και ο κύριος πατέρας σας θα μπορούσε κάλλιστα να διαβάσει την κάρτα μου, χωρίς να βρει τίποτε το μεμπτό… Αν, εντούτοις, υποχρεωθείτε να σταματήσετε την αλληλογραφία μας, δεν θα μου μένει παρά να υποκλιθώ σ’ αυτήν την ανώτερη βία, με μεγάλη μου, ωστόσο, θλίψη. Salut de Constantinople, Mardi 19/4/1894 .”

Ποιος πόλεμος, ποια ακυρωθείσα συνθήκη είχε φέρει τον ερωτευμένο ως εδώ… Ξεφυλλίζω, γυρνώ, προσπερνώ τόπους και πρόσωπα, εποχές και ιστορίες, αλληλογραφίες ανθρώπων που αγαπήθηκαν, χώρισαν, χάθηκαν: “Λυπήθηκα πολύ που φεύγοντας δεν σε είδα, γράψε μου”, από την Βιέννη στην Θεσσαλονίκη του 1927. Από την Αμβέρσα του 1923 Νικόλαος Χατζή Θωμάς, και Σεφερτζής, Rue Sainte Sophie, και στο Καντίκιοϊ η σκάλα με το καράβι να πλευρίζει το μόλο, κάρτα made in USA, κάρτες αναστημένες από τη φυσούνα .φωτογράφων στο μεγάλο τους ταξίδι στην Ανατολή, Οριάν Εξπρές και έρωτες στις κουκέτες. Και ετούτη; Σχεδόν σκοτεινή, μοιάζει κακοτυπωμένη στο φως της ημέρας. Καθώς τραβιέμαι προς τα πίσω για να κοιτάξω καλύτερα, νομίζεις πως βλέπεις τα περάσματά της στο σκοτεινό θάλαμο από τα λογής υγρά, ο φόντος φωτεινότερος υποδηλώνει δάσος, κλαδιά και ένας δυο κορμοί δέντρων, ύστερα η τζαμαρία ως πάνω, έπονται τα πρόσωπα· η γυναίκα με μακρύ φουστάνι, μέση δαχτυλίδι, κλειστό μπούστο με το κόσμημα να ξεχωρίζει πάνω του. Στο κεφάλι φορεί μεγάλη καπελίνα με τούλια, το πρόσωπο πλαισιωμένο ακριβώς μ’ αυτό το καπέλο χάνεται, σχεδόν δεν του δίνεις σημασία. Άλλωστε, στο μεταξύ, ο άνδρας τραβάει την προσοχή, επίμονα με κοιτά καθισμένος στο πλάι της γυναίκας, το ένα χέρι κάτω από το πιγούνι, το βαθύ τατάρικο βλέμμα του, το πλούσιο προς τα κάτω μουστάκι, πληρώνω τα δύο ευρώ και μερικά ακόμη, και απομακρύνομαι λες και κλέβω, τον γνώρισα: σε ποιο ντουλάπι έχωσα τα μυθιστορήματά του; Πήρε, λοιπόν, και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός άδεια εξόδου;

Ναι, θέλω ν’ ακούσω τις ιστορίες που οι κάρτες μού εξιστορούν, θέλω να σου τις αφηγηθώ, ή, ίσως, ποιος ξέρει, να τις επινοήσω, είναι οι ιστορίες που μένουν πάνω σε χιλιάδες αντικείμενα, αίφνης, αυτά τα μαχαιροπίρουνα γιατί άραγε τ’ αγόρασα; Δεν μιλούν, από μόνα τους δεν έχουν μνήμη, όσο κι αν τα ρωτώ – πόσα χέρια τα κράτησαν; Ποιος μάστορας τα πάλεψε στο χυτήριο; Σε ποια σεντούκια έκαναν τα ταξίδια τους; Σε ποιες εξοχές παρέθεσαν το γεύμα της άνοιξης; Πόσα παιδιά έμαθαν μ’ αυτά να τρώνε; Αγγλίδες παραμάνες φερμένες από τα κύματα της Μάγχης, σκουφάκια στο κεφάλι, παιδικά χέρια, επάργυρα πιρούνια αστικών δίπατων – το εμπόριο της δαντέλας να ανθεί – με πίνακες Γάλλων ιμπρεσιονιστών να κρέμονται πάνω από τη κομόντα. Κράτησαν τα ίχνη όλων αυτών των χεριών; Και συ, θα τις ακούσεις αυτές τις ιστορίες; Αμφίβολες ιστορίες, το ξέρω, πορεύονται σε καρόδρομους του νου, τραμπαλίζονται, φαντασιώσεις σε νευρώνες, ίσως γι΄ αυτό και οι πιο αδιάψευστες. Ίσως πάλι απλώς δοκιμές συλλογισμών στο χαρτί, καθώς εκπνέει ο σκληρός Ιούλιος του 2015.

Στο Βατερλό υγρασία, μούχλα, δεν την “άκουσε” την μυρωδιά της ήττας ο καβαλάρης Ναπολέων; Καβαλάρηδες και οι διώκτες των διαδηλωτών στις μεγάλες πλακόστρωτες πλατείες στην καρδιά της Ευρώπης. Οι χαρτογιακάδες στην έξοδο της Επιτροπής αναχωρούν για το σπίτι, εξαρτήματα εργασίας τελευταίας τεχνολογίας υπό μάλης, σπίτι στα προάστια, γκαζόν και Σαββατιάτικο μπάρμπεκιου, οι παραγγελίες για την μητέρα Ευρώπη ευοδώθηκαν, ανακοινώσεις στον Τύπο για τον πανευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, προγράμματα ανάπτυξης του Νότου, κανονισμοί επιδοτήσεων, χρηματολάγνοι οικονομολόγοι, λογιστές του αύριο σε μεγάλα deals, όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται, στολή εργασίας, μεταξωτή απαραιτήτως η γραβάτα, οι νεότεροι θα καταλάβουν τα μπαρ και τα μπιστρό, “ήρθαν οι Νότιοι κι άλλαξε η ζωή στις Βρυξέλλες”, το είπε γελώντας – περήφανη που είναι Νότια, κάποιοι άλλοι στα γυμναστήρια, διάδρομοι και αντοχή, κάνοντας συγχρόνως ζάπινγκ στα χρηματιστήρια του κόσμου, αυτοί οι μεταπράτες της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης διανύουν χιλιόμετρα πάνω στη λουρίδα του συνθετικού ταρτάν, μετρούν παλμούς, πιο πέρα στα πάρκα το νερό, τα βότσαλα, τα λουλούδια, καληνύχτα.

Brussels_Musees-Royaux-des-Beaux-Arts-de-Belgique_155f_ddc

Στο Μουσείο Καλών Τεχνών, το ξάφνιασμα είναι που πάλι θα κάνει το θαύμα του. Και αν αυτές οι κυρίες της Αναγέννησης με τα σφιχτά μπούστα και οι Παρθένες Μαρίες σε κάνουν να πλήττεις, στην άλλη πτέρυγα, να την πάλι, η ζωγραφική του Μπρέγκελ του πρεσβύτερου και μια παράξενη χαρά αναβλύζει στα μάτια: δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι σε κάθε πίνακά του, σ’ όλες τις εποχές του χρόνου, σ΄ όλες τις στιγμές της καθημερινότητας, παιδιά παίζουν, γυναίκες χορεύουν, χωρικοί δουλεύουν το άροτρο, άγγελοι και δαίμονες και τελώνια σε πλατείες και δρόμους, ζωγραφισμένα μόλις το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, σου φέρνουν συνεχώς στο μυαλό τα κείμενα του Ελιάς Κανέττι, του Ισαάκ Μπ. Σίνγκερ, του Γιόζεφ Ροτ, πιάνεις κουβέντα με τους ήρωες των βιβλίων τους κάποιους αιώνες αργότερα: ίσως η Ευρώπη που θα ήθελες… Ο Όντεν μόλις το 1938, Δεκέμβρη μήνα, θα σταθεί μπροστά στον πίνακα του Πέτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου, με την πτώση του Ίκαρου και θα γράψει το αριστούργημά του:

Μουσείο Καλών Τεχνών

Ποτέ δεν κάναν λάθος οι Παλιοί Τεχνίτες

Πάνω στον ανθρώπινο πόνο:  πώς την καταλαβαίναν

Τη θέση του στη ζωή∙ πως έρχεται να μας εύρει

Καθώς τρώει ο άλλος ή ανοίγει ένα παράθυρο ή ακόμη περπατά βαριεστημένος.

Στον Ίκαρο του  Μπρέγκελ λόγου χάρη: πώς καθετί γυρνά τη ράχη

Πολύ νωθρά στον όλεθρο∙ μπορεί ο ζευγάς

Ν’ άκουσε την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή,

Όμως γι’ αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα∙ κι ήλιος τη δουλειά του

Έλαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βούλιαζαν στο πράσινο

Νερό∙ και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς

Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό,

Έπρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά.

W.  H.  A u d e n  (1907 –  1973)      

Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς  Σ ε φ έ ρ η ς

Το αεροπλάνο πετά ξυστά πάνω από ουρανό σε βαμβάκι, και σκέφτομαι τον Δία τον νεφεληγερέτη ή και Ευρύοπα επονομαζόμενο. Εδώ πάνω βγήκε σεργιάνι, βλέπει την κόρη του Φοίνικος και της Τηλεφάσσης να παίζει με τις φίλες της, άλλοι λένε μαζεύει άνθη, τολμώ με θράσος να σκεφτώ πως μπορεί να μάζευε κοχύλια της πορφύρας στα παράλια της Βίβλου, πλάνταξε ο θεός από τον πόθο, συνηθισμένος δα στο σπορ, μεταμορφώνεται σε ταύρο, προσγειώνεται και αρχίζει τις μαλαγανιές. Και η κόρη που ακούει στο όνομα Ευρώπη, ιππεύει στην πλάτη του και φεύγει μαζί του. Η απαγωγή της Ευρώπης, θα γράψουν τα βιβλία στους αιώνες των αιώνων, και χιλιάδες έργα τέχνης θα την απεικονίσουν. Άλλοτε φοβισμένη, κρατά γερά τον φοβερό και τρομερό επιβήτορα από τα κέρατα κι η εσάρπα της – μπορεί και μαντίλα – στριφογυρίζει στον άνεμο, άλλοτε ήρεμη, σαν έτοιμη από καιρό. Στο αρχαιολογικό μουσείο του Παλέρμο, φερμένη από την μετώπη του ναού στον Σελινούντα, αφήνει το χέρι της πάνω στα πλευρά του θεού σχεδόν με τρυφερότητα. Θα γίνει, λοιπόν, μαρμάρινο σύμπλεγμα σε ναούς, ζωγραφιά σε μελανόμορφα αγγεία, ψηφιδωτό σε ρωμαϊκές επαύλεις, θα αναβαπτισθεί στον χρωστήρα του Ρέμπραντ και του Βερονέζε. Στην Κρήτη θα γεννήσει τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, αυτούς τους ξέρουμε καλά, μα και έναν τρίτο γιο που θα τον ονομάσει Σαρπηδόνα, αποφεύγουμε να τον μνημονεύουμε τον τελευταίο. Και, εντέλει, τι είναι αυτή η ποινικά κολάσιμη πράξη της αρπαγής της Ευρώπης; Το ταξίδι του φοινικικού αλφαβήτου από τα μέρη της Βίβλου, χωμένο στα μυαλά των ναυτικών και των εμπόρων, χωμένο στ’ αμπάρια των καραβιών που μετέφεραν προς πώληση την πρώτη ύλη της γραφής, τον πάπυρο; Τι είναι; Η μετοικεσία η ίδια, το ταξίδι προς την Δύση, η μετανάστευση φύλων και φυλών διωγμένων από την Ασία: Ο Ευρύωψ Δίας είναι και Ξένιος, τι εύστοχα και διφορούμενα όλα τα ονόματα και τα επίθετα, το ετυμολογικόν ως χρησμοί του Μαντείου των Δελφών, και η βία ν’ ακολουθεί κατά πόδας, ως αίτιο και ως προϊόν ή και ανάποδα. Πάντως, η απαχθείσα κόρη θα καταλήξει να φιγουράρει και να μοστράρεται σε τοίχους, σε λόμπι κτιρίων στις Βρυξέλλες και σε άλλα “πανευρωπαϊκά” κτίρια αμήχανη, σκεφτική και σαστισμένη προσφάτως. Αυτή, άλλα της έταξαν. Κάποιο πρωί θα περπατήσει ως το Μουσείο να συναντήσει τον Ίκαρο, τον Ίκαρο του Μπρέγκελ και του Όντεν, παλαιοί γνώριμοι, θα προσθέσουν νέα κεφάλαια στην Ιστορία τους : πρέπει κάπου μαζί να φτάσουν.

brue
Η Νίκη Τρουλλινού είναι συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1953 στα Χανιά και από το 1979 ζει στο Ηράκλειο Κρήτης. Έκανε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα ασχολείται με τον αγροτουρισμό. Έχει γράψει κυρίως διηγήματα, αλλά και μυθιστορήματα, δοκίμιο και ταξιδιωτική λογοτεχνία. Έχει εκδώσει τα βιβλία Ένα μολύβι στο κομοδίνο (Αναλόγιο, 1995 – Κέδρος, 2010), Μαράλ όπως Μαρία (Το Ροδακιό, 2002), Και φύσηξε νοτιάς… (Το Ροδακιό, 2006), Μ’ ένα καφάσι μπίρες (Κέδρος, 2009). Το πιο πρόσφατο βιβλίο της Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
TROULLINOU COVER
POP TODAY
LIFE
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.