Από τις ευρωεκλογές του 1994, οπότε και για πρώτη φορά φάνηκε ότι ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης είχε εισέλθει σε μία μακρά περίοδο αποδόμησης, μέχρι τις φετινές εκλογές της Κυριακής έχουν μεσολαβήσει είκοσι ακριβώς χρόνια. Δηλαδή, σχεδόν άλλη μία μεταπολίτευση.
Στις εκλογές του 1996, ο δικομματισμός φάνηκε να ξαναμαζεύεται σε μία πολυσυλλεκτική βάση, κυρίως υπό την πίεση του διλήμματος «εκσυγχρονισμός ή αναχρονισμός» που έθεσε στο εκλογικό σώμα το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη υπερβαίνοντας τη διπολική πόλωση μεταξύ «Δεξιάς» και «Αντιδεξιάς» που είχε πλέον χάσει την ιστορική της δυναμική.
Στις εκλογές του 2000 αποδείχτηκε ότι ο διλημματικός και, άρα, πολωτικός χαρακτήρας των εκλογικών αναμετρήσεων είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Το οριακό αποτέλεσμα, που χάρισε στο ΠΑΣΟΚ τη νίκη, αποτελούσε μια τρανή επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι πολιτικές συμπεριφορές είχαν υποστεί εν τω μεταξύ μία βαθύτερη μετάλλαξη. Χαρακτηριστικό σύμπτωμά της ήταν η εμφάνιση του πρωτοφανούς φαινομένου της αύξησης, αντί της αναμενόμενης μείωσης, της αδιευκρίνιστης ψήφου στην τελευταία προεκλογική εβδομάδα. Εξ αιτίας αυτού, σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις άρχισαν έκτοτε να πέφτουν έξω συμπαρασύροντας σε λάθος εκτιμήσεις και τα αντίστοιχα exit-polls.
Στις εκλογές του 2004 το πρόβλημα απλοποιήθηκε λόγω της καθαρής υπεροχής που απέκτησε η Ν.Δ. στο μεσαίο χώρο. Στο χώρο, δηλαδή, που πείστηκε ότι το επαγγελλόμενο τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό ΠΑΣΟΚ δε θα μπορούσε να απαλλαγεί το ίδιο από τον παλαιοκομματικό καθεστωτισμό της νομενκλατούρας του, αν δεν απομακρύνονταν από την εξουσία που το έφθειρε και το διέφθειρε. Και πάλι, όμως, οι δημοσκοπήσεις ταλαιπωρήθηκαν και τότε από τις συνεχείς και σιωπηρές μετακινήσεις της αδιευκρίνιστης ψήφου, που, με βαριά καρδιά, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να δώσει στη Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή την ευκαιρία της διακυβέρνησης πιστεύοντας ότι αν την ξανάδινε στο ΠΑΣΟΚ, θα έμενε ατιμώρητο και το «έγκλημα του χρηματιστηρίου» και η αλαζονεία της εξουσίας.
Στις εκλογές του 2007, και παρά τις δυσκολίες των δημοσκοπήσεων να εκτιμήσουν τις πολιτικές επιπτώσεις των πυρκαγιών που είχαν λαμπαδιάσει τη μισή Ελλάδα, η δικομματική αναμέτρηση της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ ξαναπήρε οριακό χαρακτήρα, με την πρώτη να κερδίζει το δεύτερο κάνοντας χρήση της «δεύτερης ευκαιρίας» που η αδιευκρίνιστη ψήφος συνηθίζει να δίνει στα κόμματα εξουσίας. Γι’ αυτό και εδώ οι δημοσκοπήσεις αναγκάστηκαν να φυλάξουν τα νώτα τους δίνοντας στα exit- polls απαράδεκτα εύρη στατιστικών αποκλίσεων. Του τύπου ή θα βρέξει ή δε θα βρέξει.
Στις εκλογές του 2009 καμιά δε μπόρεσε να προβλέψει το εύρος των σχεδόν 11 μονάδων που θα έπαιρνε η νίκη του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Η αδιευκρίνιστη ψήφος τους κράτησε μέχρι τέλους κρυφά τα μυστικά της.
Στις εκλογές της κοσμογονίας του 2012 επήλθε, επιτέλους, η, προ πολλού και υπό διαφορετικές συνθήκες εκκολαπτόμενη, κατάρρευση του δικομματισμού. Η βιαιότητα της οικονομικής κρίσης πέτυχε ό,τι η χαλαρότητα της πολιτικής κρίσης δε μπόρεσε να αποφέρει τα προηγούμενα χρόνια: μία πλήρη ανατροπή των κομματικών ισορροπιών και, ταυτόχρονα, των δημοσκοπικών προγνωστικών. Όμως, ούτε στην αναμέτρηση του Μαΐου, ούτε στη «διορθωτική» του Ιουνίου οι δημοσκοπήσεις μπόρεσαν να «συλλάβουν» την έκταση και την ένταση της εν θερμώ πια ζύμωσης που συντελούνταν εντός του εκλογικού σώματος, με αποτέλεσμα η «κοινωνία της αδιευκρίνιστης ψήφου» να εξισωθεί σχεδόν με την κοινωνία των πολιτών. Οι αναποφάσιστοι γινόντουσαν περισσότεροι και η αβεβαιότητά τους καταλάμβανε όλες τις εκλογικές βάσεις προκαλώντας μία άνευ προηγουμένου πολιτική κινητικότητα.
Τα exit polls ούτε καν προσέγγισαν το μέγεθος και το είδος της νέας δυναμικής που είχε πυροδοτήσει η σύγκρουση του κοινωνικού «θυμού» με τον πολιτικό «φόβο».
Αυτό το θυμικό δίπολο της πολιτικής έντασης στις μεθαυριανές εκλογές δε θα λειτουργήσει. Θα λειτουργήσει, όμως, η τραμπάλα της ισορροπίας ανάμεσα στην τυφλή( ; ) «οργή» των νοικοκυραίων και στην «επιφύλαξη» όσων με ανακλαστικό συντηρητισμό αποφασίσουν να μετριάσουν το όποιο ρίσκο διατίθενται να αναλάβουν.
Οι κρίσιμοι, όμως, «άγνωστοι», και, ως εκ τούτου, προσφερόμενοι για δημοσκοπικές εκπλήξεις, είναι αυτοί που θα αποφασίσουν να εκφράσουν την «οργή» τους με «αντικαθεστωτικό» τρόπο και οι άλλοι που θα αποφασίσουν να «διασπείρουν το ρίσκο» τους ψηφίζοντας τα εκτός δικομματικών διλημμάτων τοποθετούμενα μικρότερα κόμματα.Οι πρώτοι είναι πιθανότερο να πάνε στη Χρυσή Αυγή για να την ανακηρύξουν νικητή του ντέρμπι για την τρίτη θέση.
Παρά τα ελάχιστα εικοσιτετράωρα που μεσολαβούν, ο δρόμος μέχρι τις κάλπες θα είναι για όλους αυτούς πολύ μακρύς. Καθόλου, μάλιστα, δεν αποκλείεται κατά μήκος του να πολλαπλασιασθούν οι ψηφοφόροι της εκλογικής απροσδιοριστίας.
Οι περισσότεροι θα τον διανύσουν επιμένοντας στην απόφαση να τιμωρήσουν τη Ν.Δ. ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλοι, όμως, θα συνεχίσουν να ζυγίζουν το ρίσκο μέχρι να πεισθούν ότι κάνοντάς το δε διακινδυνεύουν να χάσουν τίποτα.
Με τον τρόπο που διατυπώθηκαν οι αποφάσεις Ντράγκι, θα δυσκολέψουν μεν τους υπολογισμούς του, αλλά, μάλλον, δεν θα επηρεάσουν δραματικά την εκλογική συμπεριφορά τους. Εκτός κι αν προς την αντίθετη κατεύθυνση λειτουργήσει η εσωτερική πολιτική διαχείρισή τους.
Και πάλι, όμως, όλοι θα βρίσκονται μέχρι τέλους αντιμέτωποι με το «δίλημμα» της αυτοδυναμίας.
Ορισμένοι θα το ξεπεράσουν μετακινούμενοι προς το ΣΥΡΙΖΑ για «να τελειώνουν μία ώρα αρχύτερα» με την περιπέτεια του σχηματισμού κυβέρνησης και της «πολιτικής αστάθειας».
Άλλοι, όμως, θα σκεφθούν αντίστροφα, πιστεύοντας ότι την πολιτική σταθερότητα εγγυώνται μόνο οι κυβερνήσεις συνεργασίας.
Οι κρίσιμοι, όμως, «άγνωστοι», και, ως εκ τούτου, προσφερόμενοι για δημοσκοπικές εκπλήξεις, είναι αυτοί που θα αποφασίσουν να εκφράσουν την «οργή» τους με «αντικαθεστωτικό» τρόπο και οι άλλοι που θα αποφασίσουν να «διασπείρουν το ρίσκο» τους ψηφίζοντας τα εκτός δικομματικών διλημμάτων τοποθετούμενα μικρότερα κόμματα.
Οι πρώτοι είναι πιθανότερο να πάνε στη Χρυσή Αυγή για να την ανακηρύξουν νικητή του ντέρμπι για την τρίτη θέση. Λιγότερο πιθανό είναι να κατευθυνθούν προς σχηματισμούς τύπου «Ανταρσία ΜΑΡΣ».
Οι δεύτεροι θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στους υπόλοιπους διεκδικητές της τρίτης θέσης και τους αγωνιζόμενους για μία θέση στη Βουλή.
Όλοι τους πιθανότατα αποφύγουν να κάνουν εξομολογήσεις εκτός παραβάν. Ακόμα λιγότεροι θα το κάνουν μπροστά στην κάλπη των exit- polls.
Στις εκλογές του 2000, τις δημοσκοπήσεις έριξαν έξω οι ψηφοφόροι του Τσοβόλα που κράτησαν μυστική την απόφασή τους να ψηφίσουν Σημίτη.
Στις εκλογές του 2015, ποιοι νεοδημοκράτες, που θα ψηφίσουν ΑΝΕΛ, θα βρεθούν να ομολογήσουν ότι αμάρτησαν θεωρώντας δεδομένη την ήττα του κόμματός τους και χαμένη τη μάχη του Σαμαρά; Ποιοι πασοκτζήδες θα πουν με ειλικρίνεια ότι “αποστάτησαν” από το κόμμα τους εκδικούμενοι το Βενιζέλο ή ότι παραμένουν αθεράπευτα παπανδρεϊκοί; Πόσοι από αυτούς που απαντούσαν στις δημοσκοπήσεις ότι θα ψηφίσουν Ποτάμι, θα πουν ότι το έκαναν για να μη πουν ότι ψηφίζουν Χρυσή Αυγή; Και ποιοι από αυτούς που έλεγαν «δεν ξέρω και δεν απαντώ» θα αποκαλύψουν ότι και ήξεραν και δεν ήθελαν να απαντήσουν ότι ζουν για να δουν τον Μιχαλολιάκο να παίρνει την «τρίτη εντολή»;
Όσο πιο «ενοχική» είναι η πρόθεση ψήφου τόσο πιο σιωπηρά εκφράζεται.
Και η πιο σιωπηρή από όλες είναι πάντα η «αδιευκρίνιστη ψήφος». Όσο εντονότερη είναι η παρουσία της στις δημοσκοπήσεις, τόσο πιο ύποπτη και έτοιμη για εκπλήξεις μπορεί να γίνει η συμπεριφορά της.
Διότι, εκτός της «συνομωσίας του σύμπαντος», που κυοφορεί το θρίαμβο του Τσίπρα, υπάρχει η άλλη «συνομωσία της σιωπής», που στρέφεται κατά της κοινής λογικής.
O Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής