Ήταν καλοκαίρι του 1968 όταν ο Χρήστος Κασκαβέλης άνοιξε στη γωνία Αγίων Πάντων και Εσπερίδων την ταβέρνα Ραμόνα σε ένα μικρό υπόγειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, δίνει αντιπαροχή ένα οικόπεδο λίγα στενά πιο κάτω, στην οδό Μίνωος 11- 13, που ανήκε στην οικογένειά του, και παίρνει από την πολυκατοικία που χτίστηκε ένα μερίδιο για να μεταφέρει εκεί το μαγαζί. Καθώς ο ίδιος θεωρούσε απαραίτητη συνθήκη για μια ταβέρνα να βρίσκεται σχετικά κρυμμένη, η Ραμόνα παρέμεινε στο υπόγειο της πολυκατοικίας και μετά τη μεταφορά της στη νέα διεύθυνση. Σύντομα γίνεται στέκι της εργατιάς και του μόχθου. Ρεμπέτες και καλλιτέχνες της εποχής γεμίζουν τα τραπέζια της. Δυστυχώς, ο ιδιοκτήτης έφυγε από τη ζωή νέος, και έτσι τα παιδιά του δεν πρόλαβαν να τον ρωτήσουν γιατί ονόμασε έτσι την ταβέρνα. Η Μαρία και Δημήτρης, οι απόγονοι που έχουν αναλάβει την επιχείρηση εδώ και 33 χρόνια, εικάζουν πως ο πατέρας τους την ονόμασε έτσι, χάρη σε ένα παλιό τραγούδι. Αλλιώτικη Ραμόνα έχουν τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο, η Κλειώ Δενάρδου, ο Κώστας Χατζής και μεταγενέστερα η Άλκιστις Πρωτοψάλτη, οπότε είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε ποια ήταν η έμπνευση.
Παλιά βαρέλια, δυο ντουζίνες τραπέζια, διακόσμηση που ακροβατεί ανάμεσα στα 60ς (φτώχεια και ρεμπέτικο) και στα 90ς (μπαρ με γυάλινο καθρέφτη και σοβατισμένοι τοίχοι). Η φάση θυμίζει κουτούκι, εκεί που πήγαιναν οι γονείς μας να γλεντήσουν τις Απόκριες. Το κλίμα σηκώνει διασκέδαση με κιθάρα, ντέφι, μπουζούκι.
Η βασική διαφορά της με άλλα ταβερνεία είναι πως μέχρι πριν 3- 4 χρόνια, η Ραμόνα ήταν καθημερινά ανοιχτή ως τις 7 το πρωί. Τώρα το ωράριο έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, ωστόσο συνεχίζει να ξενυχτάει. Στην κουζίνα είναι ο Δημήτρης και η σύζυγός του Άννα, ενώ στη σάλα και στα λοιπά κουμαντάρει η Μαρία. Ο κατάλογος είναι μακρύς και έχει διάφορες εκπλήξεις, πιάτα που δεν περιμένεις για βρεις σε μια υπόγεια συνοικιακή ταβέρνα. Η Ραμόνα όμως, δεν είναι τέτοια. Με το που καθίσεις στο τραπέζι, σε ρωτάνε τι θα πιεις, και μαζί με το κρασί σού φέρνουν και το μενού. Σου δίνουν στυλό να σημειώσεις τι κάνεις κέφι από τα παρακάτω: ορεκτικά και σαλάτες, φάβα, παντζάρια, χόρτα, χωριάτικη, λάχανο, τυριά και τυροσαλάτα, κεφτεδάκια κρεάτινα και λαχανικών, τυρομπουκιές, κεφαλοτύρι σχάρας – λιπαρό, λαστιχωτό, όπως πρέπει. Μπεκρή μεζέ, σαλιγκάρια αλλά και ορτύκια ψητά, γλυκάδια αρνίσια και μοσχαρίσια αμελέτητα. Μεζέδες πρώτης τάξης, στα περισσότερα μαγαζιά αποκλείονται από τον κατάλογο ενώ εδώ ανήκουν στα ευπώλητα. Τα πρώτα πιάτα έρχονται σβέλτα. Από μαγειρευτά αξίζει να δοκιμάσεις μοσχάρι σούπα ή κοκκινιστό και λαχανοντολμάδες με δεμένη σαλτσούλα. Στη σχάρα είναι άσσοι. Ο Δημήτρης είναι θεωρητικός του ψησίματος, υψηλή τεχνική στη μπριζόλα και το παϊδάκι. Τα κρεατικά είναι ψημένα πολύ σωστά, δεν πας συχνά σε ταβερνείο που η μοσχαρίσια έρχεται με το αιματάκι της, ζουμερή και όχι σόλα. Ψωμί ψημένο, δεν το τσιγκουνεύονται, κρασί ανώνυμο, χύμα, πίνεται ευχαρίστως. Μαζί με το λογαριασμό κερνάνε γλυκό, ή χαλβά ή ραβανί που φτιάχνει η Μαρία, μαζί με παγωτό και σιρόπι σοκολάτας. Με λιγότερα από 15 ευρώ το άτομο τρως και πίνεις. Ανοιχτά καθημερινά από τη 13.00 έως τις 02.00 ενώ κάθε Παρασκευή και Σάββατο η κουζίνα δεν κλείνει πριν τις 5 το ξημέρωμα.
Ραμόνα, Μίνωος 11- 13, Καλλιθέα, τηλ. 210 95.15.952.