«Μασσαλία όπως της Χαλκιδικής δεν έχει.» Και όμως έχει στη Θεσσαλονίκη.
Του Σταύρου Διοσκουρίδη
Ο Αύγουστος μήνας, στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής είναι που καταλαβαίνεις πως το «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» ακούγεται σαν ένα ευχάριστο ανέκδοτο. Κόσμος και ντουνιάς κυκλοφορεί ανάμεσα σε μέγκα κλαμπάρες και μεζονέτες. Μια μέρα να το παρατηρείς έχει ένα ενδιαφέρον, τη δεύτερη το χάνει και κάπου πρέπει να βρεθεί η λύτρωση ώστε να πεις ότι άξιζε ρε παιδάκι μου. Αυτή να είστε σίγουροι ότι έρχεται. Στον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετική, σε μένα ήταν η «Μασσαλία» στην πλατεία της Νέας Φωκαίας. Είναι από αυτά τα καταστήματα που πας μετά το μπάνιο, στις 20.00, και φεύγεις όταν πια έχει κλείσει το μαγαζί. Χαλαρά που λένε και οι Βόρειοι. Ντελικάτα πιάτα, ωραίες σαλάτες, κοσμογονία τυριών, άφθονο αλκοόλ και ανεπανάληπτα μαγειρεμένα κρέατα. Με λίγα λόγια τα τρία παραπανίσια κιλά που προσπαθείς να ξεφορτωθείς τον Σεπτέμβριο.
«Έχει και στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν θα είναι τόσο καλό«, επέμενε ένας από την παρέα. «Που το ξέρεις, έχεις πάει;», αντιτείναμε οι υπόλοιποι. «Πηγαίνετε εσείς και θα με θυμηθείτε ότι έχω δίκιο.» Ε, πήγαμε και είχε άδικο.
Μπορεί να είναι και ιδέα μου αλλά όταν οι αθηνέζοι κάθονται να φάνε στη Θεσσαλονίκη σε μεζεδοπωλείο είναι σαν να έχεις βάλει παιδί, επτά χρονών, στο τρενάκι της Disneyland. Και πως να μην είναι όταν σκάει στο τραπέζι μελωμένη παντσέτα με πουρέ μελιτζάνα και μους φέτας. Ή όταν εμφανίζεται το σουτζουκάκι, αυτή η μικρή γευστική προσευχή, μαζί με πλιγούρι. Αν είσαι του θαλασσινού μπορείς να δοκιμάσεις το περίτεχνο καλαμάρι πάνω στο γιαχνί με φάβα, όπως και δήποτε τα μύδια αχνιστά και τη σαρδέλα γούνα με χωριάτικη σαλάτα. Μιας και ακούστηκε η λέξη σαλάτα θα σας συνιστούσα τα βραστά χόρτα εποχής με κουλούρι Θεσσαλονίκης. Χόρτα πρέπει να υπάρχουν πάντα στο τραπέζι, κάνουν καλό.
Ο σύνδεσμος μας στη «Μασσαλία» είναι ο Νίκος Καρδαράς, φωτογράφος μα πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Είναι τόσο συμπαθητικός όσο οι μυζηθροκεφτέδες με σάλτσα πιπεριάς και πάστα ελιάς που έχει για ορεκτικό. Εκεί είναι και όλη η ουσία στα »πρώτα». Γεμίζεις το καραφάκι, παίρνεις μια μπρουσκέτα με παστουρμά και ξύγαλο. Ξαναγεμίζεις το καραφάκι, να και ένα λουκάνικο στη σχάρα με χούμους. Και πάει λέγοντας μέχρι να φτάσει στα πατροπαράδοτα χειροποίητα ντολμαδάκια με γιαούρτι. Εδώ κάπου μπαίνει ένα stop με μια συμβουλή: Αν είναι να πάτε σε πάρτι μετά φροντίστε να φάτε λιγότερο.
Πριν Κάνεις Τον DJ, Να Τρως Καλά. Όχι Τόοοοσο Καλά.
Του Παναγιώτη Μένεγου
Το πρόγραμμα ήταν πολύ καλά οργανωμένο, σάμπως εγώ το ‘βγαζα για να είναι μπερδεμένο (δηλαδή εγώ το ‘βγαζα αλλα I’m trying to make some kind of point here); Ανάπαυση στο φιλόξενο Hotel Olympia, ελεύθερο σαλονικιώτικο πρόγραμμα (άλλος να πάει στον Πάκη για δίσκους, άλλος να δει κάποιον συμφοιτητή του από την Εποχή του Χαλκού, άλλος απλά για να χαθεί σε μια πόλη που είναι μάλλον αδύνατο να συμβεί αυτό – χαζοί Αθηνέζοι)… και ραντεβού στη Μασσαλία. Ο Νίκος Καρδαράς, έτοιμος να οπλίσει φωτογραφικά και να περάσει το πρώτο πάρτι της Popaganda στη Θεσσαλονίκη στην αιωνιότητα, μας είχε φωνάξει για προθέρμανση στο εξαιρετικό του εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Το πλάνο ήταν να φάμε, να πιούμε (με μέτρο), λίγη ακόμα ανάπαυση και το βράδυ να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό λανσάροντας τον Κολοκοτρώνη (το logo μας, ντε!) στη συμπρωτεύουσα, αριστεύοντας στη διοργάνωση του PopΣαλονικα και διαλέγοντας καλές μουσικές στο Bord de l’ Eau. Όμως στη Θεσσαλονίκη ποτέ δεν τρως απλά καλά, όπως στην Κρήτη ποτέ δεν πίνεις μόνο μία.
Και πάμε για κάτι ελαφρύ, κάτι λίγο. Και δώστου τα ορεκτικά με τις σαλάτες, από τα οποία θα ξεχωρίσω τα μανιτάρια στο τηγάνι με ούζο-δενδρολίβανο-μπούκοβο, συν τα σπιτικά ντολμαδάκια (πάντα όταν έχει ντολμαδάκια ο κατάλογος παίρνουμε). Και πάμε “χαλαρά μωρέ, μην σκάσουμε ρε μάλακες, έχουμε και το βράδυ”. Να και η μελωμένη παντσέτα με μελιτζανοσαλάτα και μους φέτας, γενικά στη Θεσσαλονίκη έχω καταλάβει ότι δε γίνεται να μην παραγγείλεις την παντσέτα κι αυτή εδώ δικαίωσε με το παραπάνω τον άγραφο κανόνα. Για τους πιο εγκρατείς κυκλοφόρησε το μπούτι κοτόπουλο με πικάντικες πατάτες, κάτι μπριζολάκια έπαιξαν μπαλαντέρ για τα διαλείμματα, μερικά ακόμα κρεατικά έρχονταν με καταιγιστική ταχύτητα, συγκράτησα σίγουρα τη χοιρινή τηγανιά με τα “ναι, μ’ αρέσουν πολύ” μανιτάρια. Όμως όταν είσαι στη Θεσσαλονίκη, το crash test είναι ένα: τα σουτζουκάκια. Ο Νίκος είναι φίλος, το καταλαβαίνετε ότι αυτή δεν είναι κριτική εστιατορίου, άρα δε χρειάζονται πολλές πολλές κουβέντες – οι πραξεις μιλάνε από μόνες τους. Και τη δεύτερη, και την τρίτη μερίδα, εγώ τις φώναξα να κάτσουν στο τραπέζι μας.
Το βράδυ ζήτησα να παίξω τελευταίος μουσική στο πάρτι…
Οι καρντάσηδες ξέρουν, κι εγώ τους εμπιστεύομαι.
Του Θεοδόση Μίχου
Για την κουζίνα της Μασσαλίας στη Χαλκιδική είχα «βαρεθεί» ν´ακούω διθυράμβους από τους δύο ανθρώπους που εμπιστεύομαι πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο σε ό,τι έχει να κάνει με το φαγητό, του ενός γιατί είναι Σαλονικιός (ξέρει κανείς από καλό φαγητό περισσότερο από τους καρντάσηδες;) και του άλλου γιατί αν τον προσγειώσεις ακόμη και σε μια βραχονησίδα της Ωκεανίας, θα χρειαστεί μόλις τρεις ώρες για να ξετρυπώσει τον καλύτερο μεζέ που τρώνε μόνο τα λοκάλια οι Αβορίγινες στην έβδομη ηλικία της ζωής τους, ενώ τα καλοκαίρια κουβαλάει πάντα πάνω του το «ψαλίδι» για να μπορεί όποτε θέλει να βουτήξει, να βγάλει δυο-τρεις αχινούς, και να μας τους σερβίρει σε σφηνοπότηρα (back to back με βότκα, εννοείται).
Μου λέγανε για τους κολοκυθοανθρούς, για το ταλαγάνι, για τη μελιτζανοσαλάτα, για τα φιλέτα, για τα ψάρια, για τις pastas με τα θαλασσινά κι εγώ δεν ξέρω για τι άλλο είχαν μεταλάβει στο απροσποίητο εστιατόριο που άνοιξε σε ένα δεν-το-πιάνει-το-μάτι-σου σημείο της Νέας Φωκαίας αυτός ο απίθανος Σαλονικιός φωτογράφος που ακούει στο όνομα Νίκος Καρδαράς, κι εγώ – τι άλλο να έκανα; – άκουγα, κουνούσα το κεφάλι, συμφωνούσα κι επαναλάμβανα «πότε θα ανέβω καμιά βόλτα στη Χαλκιδική ρε γαμώτο;», σαν mantra κοιλιόδουλου.
Στη Χαλκιδική πάνε 8 χρόνια από την τελευταία φορά κι ακόμη δεν έχω αξιωθεί να ξαναπάω, αλλά τουλάχιστον μπορώ κι εγώ πια να τραγουδάω ύμνους για όσα συμβαίνουν στο δίδυμο αδερφάκι της Μασσαλίας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που λίγο πριν χρονίσει, ήταν η πρώτη και καλύτερη στάση που έκανε σύσσωμη η Popaganda (και μερικοί έγκριτοι Σαλονικείς «σύντροφοι», μην ξεχνιόμαστε), λίγες ώρες πριν ξεκινήσει το πρώτο μας πάρτι στο Βορρά.
Ακριβώς γι’ αυτό (επικείμενο πάρτι, ξενύχτι κι άγιος ο…Δημήτριος) παίξαμε μπάλα σε κρεατικό γήπεδο. Κι όταν λέμε μπάλα, εννοούμε ζόρικα πράγματα, ούτε που θυμάμαι πόσες παρατάσεις πήραμε μέχρι τελικά να αποφασίσουμε ότι έπρεπε να σηκωθούμε, να πάμε να παίξουμε μουσική, αφού τα είχαμε πια δοκιμάσει σχεδόν όλα: και την παντσέτα τη μελωμένη και αραχτή δίπλα σε πουρέ µελιτζάνας και µους φέτας, και τη χοιρινή τηγανιά με τα μανιτάρια που δικαίως αποτελεί πιάτο-trademark του μαγαζιού, και τα αδιανόητα χοιρινά μπριζολάκια μπολιασμένα με σος μουστάρδας (ακούγεται απλό ε; Δεν φαντάζεσαι για πόσα καντάρια νοστιμιάς μιλάμε!) και το σουτζουκάκι με σουμάκ που ο Σαλονικιός brother from a different mother που έλεγα στην αρχή, το κατέταξε αμέσως στο πάνθεον της κατηγορίας του. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, αν κάτι μου έμεινε από το «ταξίδι στη Μασσαλία» είναι η πλήρης έλλειψη ακόμη και της παραμικρής υπόνοιας εύκολου εντυπωσιασμού, και η προσήλωση σε ένα ειλικρινές αίσθημα δημιουργικού comfort food – κάπως σαν ένας ντράμερ να μπορεί να κάνει το «διαστημικό» παίξιμο του πλανήτη, αλλά να προτιμάει να κρατάει ένα στακάτο ρυθμό που δεν γίνεται να μη σε συνεπάρει. Γιατί χωρίς ρυθμό δεν έχεις τίποτα.