Η γειτονιά μου είναι τα Κάτω Πετράλωνα και ένα από τα αγαπημένα μου στέκια είναι η Λόλα. Ωραία μουσική, το αγαπημένο πινγκ πονγκ στο υπόγειο, ο πεζόδρομος, τα φθηνά και προσεγμένα cocktails, το λογότυπο με τον ομώνυμο σκύλο που θα δεις ανάγλυφo στον τοίχο του μαγαζιού, πως να μη γίνει στέκι; Το μόνο που έλειπε από την Λόλα ήταν το κόκαλο που προστέθηκε στο στόμα της, κι εγένετο «Λόλα άλλο». Ειδικότητά της μερικά από τα πιο ιδιαίτερα σάντουιτς της Αθήνας.
Ακριβώς δίπλα από το αγαπημένο στέκι, λοιπόν, η ίδια παρέα άνοιξε ένα μικρό, minimal μαγαζί, με ανοιχτή κουζίνα, υπέροχη μπάρα και διαλεχτές μπύρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες. Το βράδυ του Σαββάτου πέτυχα εκεί γνωστούς και φίλους να δοκιμάζουν νέες γεύσεις, να έχει ήδη ξεδιαλέξει ο καθένας το «αγαπημένο» τους σάντουιτς και να με προτρέπει ο ένας να δοκιμάσω αυτό με το αρνίσιο μπιφτέκι κι ο άλλος αυτό με το ροστ μπίφ, λάδι τρούφας και γιδοτύρι. Κατέληξα με μια μπουκιά απ’ το καθένα και το ψητό χοιρινό με μέλι, συναπόσπορο, αβοκάντο και σάλτσα χειροποίητης μουστάρδας όλο δικό μου.
Ο σεφ Βαγγέλης Μαγκανιάρης μου εξηγεί γιατί είναι τόσο διαφορετικές και ιδιαίτερες οι συνταγές που έχει επιμεληθεί. «Μετά από πολλούς πειραματισμούς καταλήξαμε σε εφτά διαφορετικές συνταγές που καλύπτουν όλα τα γούστα. Κρεατοφάγους, χορτοφάγους και τους λάτρεις των ψαριών. Η φιλοσοφία μας είναι η έμπρακτη υποστήριξη των ελληνικών προϊόντων από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η γραβιέρα μας είναι Νάξου και μάλιστα παλαιωμένη δύο ετών, το καπνιστό τυρί και το γιδοτύρι με πιπέρι είναι από την Νάουσα, η κοπανιστή από την Τήνο. Το κρασί της σάλτσας φασκόμηλου είναι με γλυκό σαμιώτικο κρασί, και πάει λέγοντας. Αυτό που δεν θα βρεις εδώ είναι συντηρητικά. Θέλαμε να δημιουργήσουμε μια κουζίνα που να είναι χορταστική, απολαυστική και υγιεινή ταυτόχρονα. Φτιάχνουμε τα πάντα με τα χεράκια μας! Την κέτσαπ, την σάλτσα ατζούγιας, τα πάντα. Τα κρέατα είναι όλα ελληνικά και μας τα προμηθεύει ο χασάπης της γειτονιάς μας. Εμείς μετά τα μαρινάρουμε, τα κόβουμε σε πολύ λεπτές φετούλες και τα ψήνουμε στην πλάκα. Εκτός από τις χειροποίητες πατάτες δεν χρησιμοποιούμε τηγάνι σε τίποτα άλλο. Σε ψωμί έχουμε πέντε διαφορετικές επιλογές από λευκό, πολύσπορο, σίκαλης, μέχρι ζέας και προζυμένιο. Όποιο και να διαλέξει κανείς υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, η έλλειψη των συντηρητικών!». Η Κατερίνα και ο Βασίλης με προτρέπουν να δοκιμάσω και τα γλυκά. Ξεχωρίζω την τάρτα μοελέ σε σάλτσα κρέμ ανγκλέζ – αν και δεν ξέρω τι σημαίνουν όλα αυτά, μου φάνηκε πεντανόστιμη.
Από τον κατάλογο δε λείπουν οι μπρουσκέτες και για όσους επιλέγουν κάτι πιο ελαφρύ προτείνω ανεπιφύλακτα εκείνη με τοματίνι γλασσέ με γιδογραβιέρα, πέστο φρέσκιας ρίγανης και φιστίκια Αιγίνης. Η συζήτηση πηγαίνει στην διακόσμηση και η Κατερίνα μου εξηγεί: «Μόνοι μας φτιάξαμε το μαγαζί. Δεν θέλαμε να κάνουμε υπερβολές στον χώρο μιας που είναι μικρός οπότε δεν σου δίνει τέτοια δυνατότητα, όμως έτσι κι αλλιώς μας ενδιαφέρει περισσότερο η χρηστικότητα παρά η διακόσμηση. Θέλαμε η κουζίνα να είναι ανοιχτή και να βλέπει ο κόσμος την διαδικασία παρασκευής. Να έχει μπάρα ώστε να μπορεί κάποιος να πιεί την μπύρα του ή το κρασί του ή ό,τι άλλο θέλει, ακόμα και cocktail φέρνουμε από δίπλα. Από την μαμά Λόλα»! Η ισχύς και πάνω απ’ όλα η γεύση, εν τη ενώσει.