Υπάρχουν κάποιοι χώροι που όταν μπεις μέσα τους, σου έρχεται μια αίσθηση παιδικής ηλικίας. Για την ακρίβεια, μια αίσθηση που έχουν τα όνειρα στην παιδική ηλικία, λίγο άναρχα σε γεωμετρία, σχέδια και χρώματα. Για μεγαλύτερη ακρίβεια, αναφέρομαι στην αίσθηση που είχε η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, εκεί που ένα σωρό παράλογα συνέβαιναν. Τα μεγέθη, οι συνδυασμοί και οι διαδοχές ήταν αλλόκοτα. Καθώς τα χρόνια περνούν, τα χρώματα και τα έντονα σχέδια γκριζάρουν μέσα μας, ίσως, μαζί με την αίσθηση την εξερεύνησης. Μπαίνοντας στην Κιμωλία, βλέπεις να ξεδιπλώνονται μπροστά σου μαγικοί καθρέφτες, σοκολατένια κουμπιά, σαλόνια που περπατούν και κορίτσια πίσω από το πέπλο του παραμυθιού…ή μήπως ήταν στη φαντασία μας όλα αυτά;
Μια μέρα που η Κατερίνα Βαγενά, ζωγράφος, έστριψε στη γωνία της Υπερείδου, είδε το νεοκλασικό όπου βάζει τώρα την Κιμωλία της και πήρε τηλέφωνο τους δυο γιους της, Νίκο και Αλέξανδρο, και τους ανακοίνωσε «Θα νοικιάσω έναν χώρο να τον κάνω art cafe». Όπερ και εγένετο. Και έφερε τα πολύτιμά της, πίνακες δικούς της, πίνακες φίλων της, κοσμήματα -χειροτεχνήματα δικά της και άλλων, βιβλία, ένα γερμανικό πιάνο μεσοπολέμου -πάνω σε αυτό είχε μάθει να παίζει και ο γιος της Αλέξανδρος που, τώρα πια, είναι επαγγελματίας του είδους-, μπογιές, χρώματα, πορτατίφ πολύχρωμα που θυμίζουν βυζαντινή τέχνη, σερβίτσια μιας άλλης εποχής, καθρέφτες σκαλιστούς ή πλαισιωμένους με αμέτρητα κουμπιά, μορφές γυναικών και κοριτσιών, γλάστρες, μια ραπτομηχανή Singer της γιαγιάς Αθανασίας κι ένα γραμμόφωνο που ο παππούς είχε κάνει δώρο στη γιαγιά Πόπη, για να της βάζει δίσκους με μουσική κι εκείνη να τον αγαπάει κάθε μέρα και περισσότερο. Για την ακρίβεια, αυτό το τελευταίο εκλάπη από τους δύο εγγονούς, γιατί πλέον η γιαγιά αγάπησε τον παππού τόσο πολύ που δεν πήγαινε άλλο.
Η Kιμωλία είναι σπονδυλωτή. Πρώτος σταθμός το cafe με το μπαρ, ανεβαίνεις τα μαγικά σκαλάκια με τα κόκκινα παντζούρια εκατέρωθεν και μπαίνεις σε ένα πιο απομονωμένο κομμάτι για συναντήσεις μεγαλύτερης μυστικότητας και από εκεί, περνάς μία ακόμη είσοδο και βρίσκεσαι σε ένα μικρό πριβέ σαλονάκι με αντίκες και πιάνο. Αναλόγως τη διάθεση και την παρέα, επιλέγεις την ανάλογη θέση σου. Το πιο περίεργο από όλα είναι πως αποτελεί ένα αλλοπρόσαλλο σύμπαν με γωνιές-αγκαλιές που σε κάνουν να αισθάνεσαι άνετα σε κάθε σημείο.
Μέσα σε αυτόν τον χειροποίητο κόσμο, μπορείς να απολαύσεις οποιοδήποτε διεγερτικό, κατευναστικό ή αλκοολούχο «φίλτρο», συνήθως, ανάμεσα σε εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, χειροτεχνίας και κοσμημάτων. Μπορείς να παρακολουθήσεις παρουσιάσεις βιβλίων, να διαβάσεις ήσυχα τις δικές σου λογοτεχνικές προτιμήσεις ή αυτές που περιμένουν υπομονετικά στα ράφια της Κιμωλίας, να χαλαρώσεις υπό τους ήχους jazz, gipsy jazz, swing, fusion, rock, blues μουσικής, να απολαύσεις σπιτικά γλυκά και, αν είσαι αρκετά, ονειροπόλος, να ακολουθήσεις την Κοκκινοσκουφίτσα που αντικρύζεις, δεξιά μόλις μπαίνεις. «Λύκε, Λύκε είσαι εδώ;» θα δείτε γραμμένο πάνω στον πίνακα με λευκή…Kιμωλία. Αφήστε τους…λύκους απ’ έξω και μπείτε χωρίς φόβο στη ζεστασιά και την ασφάλεια της παράλογης παιδικής φαντασίας.
Κιμωλία art cafe, Υπερείδου 5, Πλάκα, Τηλ. : 211 184 844, Ωράριο Λειτουργίας: Καθημερινές 10.00 πμ – 1.00. Παρασκευή/Σάββατο 10.00 πμ – 3.00 Κυριακή 11.00 πμ – 1.00 πμ