Το Μετς είναι μια παράξενη γειτονιά με αφοσιωμένους κατοίκους και με πιστούς επισκέπτες που την καθιέρωσαν σε αγαπημένο προορισμό νυχτερινών περιπλανήσεων εδώ και πολλές δεκαετίες, πολύ πριν μάθουμε τι θα πει gentrification, Γκάζι και Μεταξουργείο. Ένα ετερόκλητο αμάλγαμα ανθρώπινων φυλών και τάξεων μένει εδώ. Μπουρζουά αρχιτέκτονες και φτασμένοι καλλιτέχνες, όπως ο Κούνδουρος και η Καραϊνδρου, έως άγνωστοι αστέρες της underground σκηνής. Νιώθεις στον αέρα μια λαχτάρα για μοναδικότητα και ελευθερία μακριά από τα τρέντι στέκια του Κολωνακίου, του ιστορικού κέντρου και των Εξαρχείων, την ίδια λαχτάρα που έχει οδηγήσει τους ιθαγενείς της γειτονιάς να ανακηρύξουν την περιοχή γύρω από την Οδό Αναπαύσεως ως «το αληθινό, το βαθύ Μετς» και το εστιατόριο Ολύμπιον -στο νούμερο 9- ως το «κυβερνείο» της αυτόνομης περιοχής.
Το Ολύμπιον είναι ένα καφενείο μπαλζακικής φύσεως με την έννοια ότι εδώ θα βρεις όλες τις βαθμίδες της ανθρώπινης κωμωδίας, τραγωδίας, όπως θες δες το. Πλούσιοι, φτωχοί, τουρίστες, μοντέλα, αναρχοσυνδικαλιστές, οικογένειες, ναυάγια, φιλόδοξες tv personalities, ξένοι δημοσιογράφοι, «κοράκια» του νεκροταφείου, πετυχημένοι, αποτυχημένοι, όλοι βρίσκουν θέση.
Πήγα να ζήσω στο δρόμο αυτό πριν πέντε χρόνια, ακριβώς φάτσα απέναντι από το «κυβερνείο». Από το μπαλκόνι έβλεπα τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους να συχνάζουν κάθε μέρα, αδιάκοπα, κυκλικά – ένας μπαίνει, άλλος φεύγει, σαν έπειτα από συνεννόηση. Σε μια βδομάδα μπορούσα να αναγνωρίζω τον καθένα ξεχωριστά, μαζί και το κατοικίδιο που είτε έσερνε από λουράκι, είτε είχε άτυπα υιοθετήσει από τα αμέτρητα του δρόμου αυτού. Και σύντομα μπορούσα να διακρίνω πέντε κατηγορίες. Πρώτη, οι αυτόχθονες κάτοικοι των γύρω στενών, ηλικίας από 20 έως 85, οι οποίοι αποκαλούν το αγαπημένο τους εντευκτήριο «το καφενείο» και που όσο γερνάνε δεν νοούν να μην περνούν κάθε τόσο να δίνουν το παρόν, μη και νομίσει η γειτονιά ότι πέθαναν. Δεύτερη, το προσωπικό και οι πελάτες των διαφόρων «πεθαμενοπωλείων», όπως άκουσα να αποκαλεί ο κύριος Λέλος, ο αυτεπίκλητος τοποτηρητής κι ελέω θεού μονάρχης του «Ολύμπιον» -κι αδιαμφισβήτητα ψυχή της γειτονιάς- τα καταστήματα της Οδού Αναπαύσεως που εξυπηρετούν τις ανάγκες του παρακείμενου Α’ Νεκροταφείου. Τρίτη κατηγορία, άνθρωποι νεώτεροι, στη διασταύρωση των διαφόρων κλάδων της τέχνης και των σύγχρονων επαγγελμάτων, που καταφεύγουν εδώ απ’ όλη την αθηναϊκή επικράτεια, έχοντας μάθει να ξετρυπώνουν τις ενδιαφέρουσες γωνιές του κέντρου όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς το κρυστάλλινο κρανίο της Άκατορ. Τέταρτη, οι ταξιτζήδες που διπλοπαρκάρουν έξω από το μαγαζί σχηματίζοντας μια κίτρινη κάμπια κατά μήκος της οδού και που αν κάνεις το λάθος και τους ζητήσεις κούρσα, θα σε κοιτάξουν με τρυφερή συγκατάβαση (ίσως και λίγη ταξική υπεροψία) αφού τα δικά τους δεν είναι κανονικά ταξί, αλλά από εκείνα που συνεργάζονται μόνο με τουριστικά γραφεία. Και τελευταία αλλά όχι έσχατη κατηγορία, όσοι έρχονται και κατευθύνονται αμέσως στα ενδότερα του μαγαζιού για να παίξουν τάβλι ή πρέφα με προσήλωση αρχαίου μύστη που θα διακόψει τη δραστηριότητά του μόνο αν συμβεί το τέλος του κόσμου.
Το Ολύμπιον είναι ένα καφενείο μπαλζακικής φύσεως με την έννοια ότι εδώ θα βρεις όλες τις βαθμίδες της ανθρώπινης κωμωδίας, τραγωδίας, όπως θες δες το. Πλούσιοι, φτωχοί, τουρίστες, μοντέλα, αναρχοσυνδικαλιστές, οικογένειες, ναυάγια, φιλόδοξες tv personalities, ξένοι δημοσιογράφοι, «κοράκια» του νεκροταφείου, πετυχημένοι, αποτυχημένοι, όλοι βρίσκουν θέση, παραγγέλνουν και αρχίζουν να περιμένουν το φαγητό τους. Και περιμένουν ένας θεός ξέρει πόσο. Η τύχη της παραγγελίας σου στο Ολύμπιον είναι πάντα αβέβαιη και κανείς δεν ξέρει γιατί. Μια μέρα που το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο περίμενα 40 λεπτά και στο τέλος, αντί για τα σπέσιαλ γιουβαρλάκια που είχα παραγγείλει, ήρθαν γεμιστά κολοκυθάκια, υπέροχα οφείλω να πω. Κι άλλη φορά που είχε Mουντιάλ και ορδές ολόκληρες είχαν συρρεύσει να δουν το ματς, έφαγα σε πέντε λεπτά. Πριν λάβεις θέση στο τραπέζι, περνάς οπωσδήποτε από τη «βιτρίνα» με τα ταψιά να δεις τα φαγητά, διασχίζοντας μια πυκνή ομίχλη καπνού – εδώ δεν βρήκαν ποτέ θέση οι αντικαπνιστικές νουθεσίες του Υπουργείου Υγείας.
Οι εξαιρετικά συμπαθείς σερβιτόροι θα σου πουν προφορικά τα πιάτα για να μην κουραστείς να τα διαβάσεις και μπερδευτείς. Στα μαστ, εκτός από τα γιουβαρλάκια και τα γεμιστά, ο γαύρος πλακί, οι χωριάτικες πίτες, οι λαχανοντολμάδες. Η κουζίνα έχει τόση σχέση με τα σύγχρονα γαστρονομικά τρεντς που μοχθούν να ακολουθήσουν τα περισσότερα νεόκοπα χοτ σποτς της γεύσης, όση και η όρνιθα με το φασιανό, ωστόσο έχεις αόριστα την εντύπωση πως εδώ θα διάλεγαν να δειπνήσουν ο Ντικάς και ο Αντριά, αν επισκέπτονταν την Αθήνα. Ο μουσακάς στο Ολύμπιον φτιάχνεται όπως φτιαχνόταν στην Ελλάδα του ‘50: κολυμπώντας σε μια λιπαρή θάλασσα μεταπολεμικής ευμάρειας. Και η λίστα κρασιών περιορίζεται στο χύμα μοσχοφίλερο ή αγιωργήτικο από την Πελοπόννησο. Μόνο στοιχείο διακόσμησης στο χώρο, εκτός από τις γκραβούρες με αδιάφορα αθηναϊκά τοπία του 18ου αιώνα, μια plasma όπου όταν έχει ματς συγκεντρώνονται γύρω της οι άντρες όπως το σύννεφο μύγες πάνω σε μια φέτα καρπούζι πεταμένη στο δρόμο (το καφενείο είναι ακραιφνές στέκι ποδοσφαιρόφιλων, διαθέτει όλους τους αποκωδικοποιητές και τις βραδιές Τσάμπιονς Λιγκ χρειάζεται, δεν κάνω πλάκα, να κλείσεις από νωρίς τραπέζι σαν να πρόκειται για νυχτερινό κέντρο).
Παίζει ρόλο και μια χαλαρότητα των κανόνων που σίγουρα οφείλεται στη γειτνίαση με το παμπάλαιο νεκροταφείο -ως γνωστόν, ο Θάνατος σε κάνει να μην πολυπαίρνεις στα σοβαρά την Αρχή.
Για πότε λυγίζουν σιγά σιγά οι αντιστάσεις σου και γίνεσαι θαμώνας και κομμμάτι αυτού του μπερδεμένου κοινού, δεν θα το μάθεις ποτέ. Παίζει ρόλο ίσως η νηφάλια εκκεντρική και μποέμ «χωρίς να το ξέρει» ατμόσφαιρα και συμπεριφορά των ανθρώπων. Μπορεί και μια χαλαρότητα των κανόνων που σίγουρα οφείλεται στη γειτνίαση με το παμπάλαιο νεκροταφείο -ως γνωστόν, ο Θάνατος σε κάνει να μην πολυπαίρνεις στα σοβαρά την Αρχή. Αν προσθέσεις τη φθήνια στις τιμές, τα ασυναγώνιστα σπιτικά φαγητά, και το γεγονός ότι τα βράδια, τα τραπεζάκια του ενώνονται με αυτά του διπλανού -μοναδικού- Κολιμπρί φτιάχνοντας μια φιλόξενη λωρίδα για κάθε ξέμπαρκο άνθρωπο και παρέα, ένα βήμα από το πολιτισμένο κέντρο αλλά και έτη φωτός από αυτό, ξέρεις γιατί εδώ θα έρθεις και θα ξανάρθεις. Και ξανά και ξανά.
η παρακάτω γκάλερι είναι μια αληθινά μποέμικη αθηναϊκή τοιχογραφία