Categories: ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ

Γιατί όλοι οι Ιταλοί πηγαίνουν για ψάρια στο Υπερωκεάνειο του Πειραιά;

Από αυτό το σημείο του λιμανιού ξεκινούσε το ταξίδι των πρώτων Ελλήνων μεταναστών πριν 120 χρόνια. Προς την Αμερική με το «Αθήναι» της οικογένειας Μωραΐτη, με τα «Ελληνίς» και «Πατρίς» της οικογένειας Εμπειρίκου. Ενώ για το άλλο ημισφαίριο αναχωρούσε το «Αυστραλίς» του Χανδρή.
«Τους θαλασσινούς τους καταλαβαίνεις εύκολα στο μαγαζί. Κάθονται συνήθως μόνοι, ήρεμοι. Και είναι αυτή η έλξη που σου ασκούν, που χωρίς οι ίδιοι να ζητούν παρέα, θέλεις να πας εσύ, να τους προσεγγίσεις για να σου μιλήσουν» θα πει στη Popaganda ο ιδιοκτήτης Ανδρέας Καντσός. Θαλασσινός και ο ίδιος. Καπετάνιος στο επάγγελμα που ταξίδεψε για λίγα χρόνια ανά τον κόσμο πριν ρίξει άγκυρα στον Πειραιά, όπου και έχει μεγαλώσει.
Με καταγωγή από τη Κίμωλο δεν θα μπορούσε παρά να οραματιστεί ένα μαγαζί – απάγκιο, με την κουζίνα να μυρίζει ιώδιο: ψαρομεζέδες, γαριδομακαρονάδα (στην οποία μάλιστα υποκλίνεται το Ιταλικό Επιμελητήριο που γευματίζει εδώ), ψάρια ψητά και μαγειρεμένα στη κατσαρόλα και βέβαια ψαρόσουπα τον χειμώνα. Περίπου τέσσερα με πέντε ειδοποιήσεις ρυθμίζει στο κινητό του ο ιδιοκτήτης για τα ψώνια της ημέρας. Θα μιλήσει με τους ψαράδες από το νησί αλλά και από την ιχθυόσκαλα- κάθε μέρα και κάτι διαφορετικό ανάλογα με την ψαριά θα καταφθάσει στο μαγαζί. Παρούσα όμως και η Κίμωλος με τη μαγειρική της παράδοση που κάποτε φλέρταρε στενά με τους Ενετούς. Ένας από τους καρπούς αυτής της σχέσης είναι άλλωστε και η «λαδένια», ένα ζυμάρι ψημένο με διάφορα υλικά που θυμίζει πολύ πίτσα και φτιάχνει η μαμά του ιδιοκτήτη (θα πρέπει να σταθείτε πραγματικά τυχεροί για να την πετύχετε, αφού είθισται να εξαφανίζεται εντός της κουζίνας πριν προλάβει να βγει από την κουζίνα).
Στο τραπέζι μας έφτασε αρχικά ένας αληθινός κρασομεζές: λεπτές φέτες ψωμιού φτιαγμένου με προζύμι και ψημένου στα ξύλα, με λάδι, μια φέτα ντομάτας και στη κορυφή ανοιγμένη στα δύο μια σαρδέλλα τρυφερή και ζουμερή- τέλεια ψημένη. Μαθαίνουμε πως αυτόν τον μεζέ τον συνηθίζουν και στα καφενεία στον Βόσπορο. Έπειτα, ήρθε ένα μαριναρισμένο λαβράκι πάνω σε ρόκα, ζουμερό με νότες λεμονιού- ένας φίνος και ελαφρύς μεζές. Και μετά ένα καλαμάρι, τηγανιτό πάνω σε πάστα από πιπεριά, ένας κάπως ανατρεπτικός συνδυασμός που ωστόσο λειτουργεί καλά.
Όσο τα πιάτα καταφθάνουν από την κουζίνα, το βλέμμα περιηγείται στον χώρο. Στα κάδρα με τις αφίσες των Υπερωκεάνειων, στις λιθογραφίες που απεικονίζουν νησιώτικες στιγμές, ζωγραφισμένες από διάσημους καλλιτέχνες ως καμπάνια του ΕΟΤ τη δεκαετία του ’40 και του ’50, αλλά και κονσέρβες και τενεκεδάκια με νόημα. Όπως της εταιρίας Αργουδέλης, διάσημης για τους χαλβάδες της και τα γλυκά κουταλιού στον Πειραιά. Γιατί ο Ανδρέας Καντσός είναι συλλέκτης παλαιών αντικειμένων που σφραγίζουν την αισθητική άλλων εποχών. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τις καρέκλες του μαγαζιού θα καταλάβει το πάθος του να συγκετρώνει αντικείμενα και να τα προστατεύει. Ο ίδιος αποφάσισε εξάλλου να διατηρήσει ακέραιο το μωσαϊκό στο πάτωμα που προϋπήρχε στο μαγαζί, μια παλιά αποθήκη ναυτικών ειδών όπου κάποτε αποθηκευόντουσαν άγκυρες και σχοινιά.
Το «Υπερωκεάνειον» ανοίγει από νωρίς για να υποδεχθεί κατά τις 12 κόσμο από τη γειτονιά και μεγαλύτερους ανθρώπους, το μεσημέρι γεμίζει με εργαζόμενους από τις ναυτιλιακές εταιρίες που υπάρχουν στη γειτονιά, το βράδυ θα γεμίσει και πάλι με παρέες. Φημίζεται μάλιστα για τη γαριδομακαρονάδα του την οποία τιμούν δεόντως… Ιταλοί. Μάλιστα, οι Ιταλοί συνδυάζουν τη γαριδομακαρονάδα με μια εξαιρετική μανούρα που φέρνει ο ιδιοκτής από την Πολύαιγο, ένα νησάκι δίπλα στη Κίμωλο όπου ζει μόνο ένας βοσκός με την οικογένειά του και φτιάχνει τα δικά του τυριά. «Μια μέρα μου είπε αυτή η παρέα πως η μανούρα αυτή είναι καλύτερη και από παρμεζάνα» μας λέει ο Ανδρέας.
Στη λίστα πρέπει να προστεθεί οπωσδήποτε το κριθαράκι με τα θαλασσινά με τους κόκκους να ξεχωρίζουν και τη σάλτσα να απορροφάται καλά και να αφήνει ένα αρωματικό αποτύπωμα διαρκείας και βέβαια την ωραία μπουγιαμπέσα που βρίσκουμε τον χειμώνα. «Θυμάμαι στο νησί υπέροχες ψαρόσουπες, γιατί ήταν τα ψάρια φοβερά, κάτι απίθανες σκορπίνες συνήθως» τονίζει ο Ανδρέας που ξέρει κάθε σπιθαμή του νησιού και του βυθού του. Εκεί λειτουργεί εξάλλου το «Λαϊκόν» για δύο μήνες το καλοκαίρι, ένα παραδοσιακό καφενείο που κερνά ρακόμελα.
Η αυλαία έκλεισε με μια ανατολίτικη έκπληξη: ντοντουρμά με κανταϊφι και σιρόπι, όλα σπιτικά, φτιαγμένα εδώ. «Η πολίτικη κουζίνα είναι από τις σημαντικότερες που υπάρχουν. Αντικατοπτρίζει αυτή την ικανότητα των Ελλήνων να αφομοιώνουν στοιχεία και να δημιουργούν κάτι νέο» σχολιάζει ο Ανδρέας. Το ωραίο, μεστό στη γεύση του παγωτό έρχεται στο τέλος να δαμάσει τις προηγούμενες γεύσεις. Φεύγοντας σε καληνυχτίζει το ίδιο το λιμάνι, πανέμορφο τη νύχτα με τα φωτάκια να λάμπουν σε κτίρια και πλοία, πλοία που σου υπόσχονται ένα νέο ταξίδι.
Υπερωκεάνειον, Μ. Χατζηκυριακού 48, Πειραιάς, τηλ. 210 418 0030
Μελίνα Σιδηροπούλου

Share
Published by
Μελίνα Σιδηροπούλου