«Πάμε για καραόκε και bao buns στην Ταϊλάνδη απόψε» μου είπαν οι φίλοι μου ένα απόγευμα Δευτέρας. Ήξεραν ότι οι εξωτικές κουζίνες και τα παρεΐστικα τραγούδια είναι μεγάλες αδυναμίες μου, οπότε φυσικά ακολούθησα χωρίς πολλές ερωτήσεις. Φτάνοντας σε ένα ήσυχο στενό, η φωτεινή επιγραφή έλαμπε στο σκοτάδι και ο χώρος με έκανε να νιώσω ότι όντως έχω μεταφερθεί σε κάποιο αυθεντικό μαγειρείο σε μέρη μακρινά.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Άρης Κάντζης, ο Ανδρέας Καρπαθάκης και η σεφ Υπατία Παπασταμάτη, που τους γνωρίζουμε από την Καραβαϊκή στη Νέα Πεντέλη, μαζί με τον Δημήτρη Μιχαηλίδη, ένωσαν τα ταξιδιάρικα μυαλά τους και την αγάπη τους για εξωτικές γεύσεις, και έτσι μια μέρα στα Μελίσσια, εμφανίστηκε η Ταϊλάνδη.
Αν και δεν έχουν καταφέρει όλοι να γνωρίσουν τη μακρινή χώρα από κοντά, η αγάπη τους γι΄αυτή είναι μεγάλη μέσα από ιστορίες και εικόνες που τους έχουν μεταφέρει φίλοι. Ήθελαν λοιπόν με κάποιο τρόπο να φέρουν την Ταϊλάνδη στην Αθήνα. Ο Δημήτρης είχε την πρώτη του εμπειρία με την ταϊλανδέζικη κουζίνα στην Ίο πολλά χρόνια πριν, όταν πολλοί φίλοι μετά τη σεζόν ταξίδευαν τον χειμώνα και επέστρεφαν με ιδέες πίσω το επόμενο καλοκαίρι. Πολλοί μάγειρες επίσης πήγαιναν στο νησί το καλοκαίρι και κάποια στιγμή υπήρχαν εκεί αρκετά εστιατόρια. Αυτή η πρώτη του επαφή, έκανε τους γευστικούς του κάλυκες να ζητούν περισσότερα.
Η Υπατία λατρεύει τα γαστρονομικά twist στα οποία μπλέκει απολαυστικά τον ελληνικό μεζέ με τις έθνικ κουζίνες και κάπως έτσι λειτούργησε και στο μενού της Ταϊλάνδης. Άλλωστε αυτές οι ευφάνταστες αλχημείες της ήταν και αυτό που δελέασε τους υπόλοιπους τρεις φίλους για να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Και βέβαια ήταν και ο χώρος που, όπως λέει ο Δημήτρης, ήρθε και κούμπωσε ακριβώς επάνω σε αυτό που είχαν στο μυαλό τους αλλά και στην αγάπη τους για την καλτ αισθητική την οποία προσπαθούν να αναδεικνύουν με κάθε τρόπο. «Παλιά ήταν συνεργείο και πιστεύουμε ότι είναι ωραίο να τιμάς με τον τρόπο σου την ιστορία ενός χώρου, ασχέτως με το αν πας να κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό». Έτσι λοιπόν ο συνδυασμός του industrial, με την παλιά ταμπέλα Pennzoil, την ταϊλανδέζικη “λίγο απ’ όλα και χύμα” διακόσμηση δημιούργησαν ένα αυθεντικό αποτέλεσμα.
Πίσω από αυτό το ιδιαίτερο πάντρεμα, κρύβεται και ο Λευτέρης Ελευθεριάδης ο οποίος όχι μόνο ανέλαβε το branding και τα γραφιστικά αλλά κατάφερε να συνδυάσει τις ιδέες όλων, από τις γεύσεις μέχρι και το design. Αρχιτέκτονας του χώρου είναι η Ιωάννα Μπάλλη και πολιτικός μηχανικός ο Παναγιώτης Οικονόμου.
Αυτό το twist που ανέφερα πιο πριν, είναι εμφανές σε όλο το μενού. Υπάρχουν και επιρροές από την ελληνική κουζίνα αλλά με ανεπαίσθητο τρόπο ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο πιο πιστό γίνεται στην ταϊλανδέζικη εμπειρία.
Η έκπληξη ήρθε όταν διαπίστωσα ότι το μενού ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πιάτα που θα βρει κάποιος στα περισσότερα ταϊλανδέζικα εδώ. Εκτός από το Pad Thai, τη spicy σούπα Tom Yam Goong και τα Bao Buns, οι επιλογές ήταν γαργαλιστικές. Και αυτό γιατί ήταν επιθυμία τους ο κόσμος να μπορεί να βρει και δημοφιλείς επιλογές αλλά και πιάτα που ενώ υπάρχουν στην ταϊλανδέζικη καθημερινότητα, στην χώρα μας πολλοί δεν τα γνωρίζουν.
Πριν φτάσω σε αυτές όμως θέλω να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο Pad Thai γιατί πραγματικά η Υπατία έχει απογειώσει το πιάτο, όπως και οι δύο Φιλιππινέζοι μάγειρες που είναι στην κουζίνα, ο Έλμερ και ο γιός του ο Βίγκο. Ένα πιάτο πανδαισία που αποτελείται από noodles ρυζιού με κοτόπουλο, αυγό, λαχανικά, φιστίκια, sauce ταμάρινθου και chili.
Στα διαφορετικά επιβάλλεται να δοκιμάσει κανείς το λίγο καυτερό Phat Grapao Muu, ένα πιάτο με ρύζι γιασεμί, χοιρινό κιμά, φρέσκο δυόσμο και τηγανητό αυγό, την ταϊλανδέζικη ομελέτα Khai Jiao, με τραγανή πάπια, ρύζι γιασεμί και sriracha αλλά και την τηγανητή αθερίνα Pad Pla, με μαρμελάδα ταμάρινθου και chili.
Από εκεί και πέρα οι επιλογές είναι πολλές. Από ορεκτικά με τηγανιτές γαρίδες, τραγανές φτερούγες κοτόπουλου, Po Pia (τα αντίστοιχα spring rolls) με πάπια πεκίνου ή λαχανικά και αχνιστά μύδια (όλα με ταϊλανδέζικο twist), μέχρι δροσερές σαλάτες όπως η Som Tam Thai, με παπάγια, λάχανο, καρότο, ντοματίνια, πράσινα φασολάκια, lime, φιστίκια και σιρόπι ταμάρινθου ή η Yam Woon Sen, με noodles, χοιρινό κιμά, γαρίδες, chili, φρέσκο κόλιανδρο, φιστίκι, lime και fish sauce.
Στο ταϊλανδέζικο BBQ υπάρχουν γαρίδες και κοτόπουλο ενώ οι επιλογές σε curry που σερβίρεται σαν σούπα και δίπλα μπολάκι με ρύζι γιασεμί είναι τρεις: το πολύ καυτερό Massaman, με κάρυ, κοτόπουλο, πατάτες, γάλα καρύδας, ρύζι γιασεμί και ταμάρινθο, το επίσης πολύ καυτερό Kaeng Kiew Wan Ga, με πράσινο κάρυ, κοτόπουλο, μπαμπού, γάλα καρύδας, fish sauce ια ρύζι γιασεμί και το λίγο καυτερό Kaeng Lueang, με κίτρινο κάρυ, λαχανικά, γάλα καρύδας, μανιτάρια, μπαμπού και ρύζι γιασεμί.
Σε noodles εκτός από το ανάρπαστο Pad Thai, υπάρχει και το Mendake, με κοτόπουλο, λάδι σουσαμιού, ginger, λαχανικά και σόγια αλλά και το πολύ καυτερό Pad Kee Mao, με χοιρινό κιμά, ντοματίνια, φρέσκο δυόσμο, chili και ginger. Φυσικά δεν λείπει και το ταϊλανδέζικο τηγανιτό ρύζι με αυγό.
Στον κατάλογο υπάρχει και ramen αλλά δυστυχώς επειδή έφτασα αργά είχε τελειώσει και δεν είχα την ευκαιρία να το δοκιμάσω. Αν λατρεύετε το ramen καλό θα είναι να πάτε σχετικά νωρίς. Τα Bao Buns που συγκαταλέγονται μέσα στα best seller του μαγαζιού μαζί με το Pad Thai, οι επιλογές είναι τρεις, με γαρίδες, κοτόπουλο και τραγανή πάπια.
Πίσω από τα μεγάλα, δροσιστικά και ευφάνταστα κοκτέιλ που σερβίρονται στην Ταϊλάνδη, κρύβεται ο Δημήτρης, ο οποίος μάλιστα τα έχει βαφτίσει κιόλας και οι ονομασίες τους παραπέμπουν σε διάσημες Ταϊλανδέζες πορνοστάρ. Είναι σίγουρο ότι όλες θα σας μείνουν αξέχαστες. Από την Chilly Lilly, με gin, cucu-chilli, apple liqueur και ginger και τη Fruity Lucy, με ρούμι, mango και chilli, μέχρι τη Spritzy Styles, με Kaffir lime gin, Thai whiskey, pimento και πορτοκάλι και την May Tharita, με tequila, lemongrass, triple sec και ταμάρινθο.
Μια φορά τον μήνα, η Ταϊλάνδη έχει βραδιά καραόκε (δεν είναι συγκεκριμένη η μέρα, θα πρέπει να ενημερώνεστε από το Instagram) και μάλιστα στη λίστα των τραγουδιών υπάρχουν και κάποια ταϊλανδέζικα Ταραντινέικα (όπως τα λέει ο Δημήτρης και είναι διασκευές γνωστών αμερικάνικων τραγουδιών) και ναι, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επιχειρήσει να τα πουν. Το βράδυ που πήγα με την παρέα μου ήταν τέτοιο το κέφι που ακόμα και ο Έλμερ και ο Βίγκο, όσο μαγείρευαν τα πιάτα πίσω από το πάσο της ανοιχτής κουζίνας, συμμετείχαν ενεργά και στα χειροκροτήματα και η ατμόσφαιρα ήταν πραγματικά απίστευτη.