Ο Χρήστος Ελευθεριάδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο αρχιτεκτονική κι εργάστηκε πάνω στο αντικείμενο. Η αγάπη του για τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, η επαφή του με την ισπανική γλώσσα μέσω του φοιτητικού προγράμματος Erasmus στη Βαλένθια και η διάθεσή του να εξερευνήσει κάποιο άλλο, μακρνό μέρος του κόσμου πλην της Αθήνας τον οδήγησαν στην απόφαση να φτιάξει βαλίτσα.
Έφτασε αρχικά Μπουένος Άιρες και μετά βρέθηκε στο Περού, στη Χιλή, στη Βολιβία και στη Βραζιλία. Όταν επέστρεψε στην Αργεντινή ήξερε πια ότι ήθελε να μείνει στη χώρα και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά της. «Αυτό που με τράβηξε στο Μπουένος Άιρες, κι αποφάσισα ότι εκεί ήθελα να μείνω κι όχι σε ένα γραφικό χωριό, είναι ότι οι ρυθμοί του μου θύμισαν αυτούς της Αθήνας. Επίσης οι Έλληνες είναι καλοδεχούμενοι σε αντίθεση με άλλους λαούς που προέρχονται από ιμπεριαλιστικά κράτη που έχουν ταλαιπωρήσει την Αργεντινή».
Τα πρώτα χρόνια εργάστηκε εκεί ως αρχιτέκτονας, μπήκε μετά στην διοργάνωση εκδηλώσεων και κατέληξε τελικά σε αυτό που αγαπά περισσότερο: να μαγειρεύει στην κουζίνα του σπιτιού του και να σερβίρει στο σαλόνι και στην ταράτσα του.
Γιατί αυτό κάνει πια ο Χρήστος στο Μπουένος Άιρες. Στα 30 του χρόνια άνοιξε ένα speakeasy ελληνικό εστιατόριο, μέσα στο σπίτι του, στο οποίο ζει με άλλους δυο συγκάτοικους. Τα τραπέζια βγαίνουν στο σαλόνι κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες και ύστερα μαζεύονται για να υπάρχει ο κατάλληλος χώρος που θα ζουν οι τρεις ένοικοι. Κι αυτό γίνεται κάθε εβδομάδα.
«Η πρόταση μου δεν περιορίζεται στο ότι μαγειρεύω ελληνικό φαγητό αλλά διευρύνεται στη σκηνοθεσία μιας ατμόσφαιρας και σε αυτό με βοήθησε και η προϋπηρεσία μου στην αρχιτεκτονική. Είτε ανοίξεις ένα σουβλατζίδικο, είτε ένα πεντάστερο εστιατόριο νομίζω ότι οφείλεις να προσφέρεις μια εμπειρία που δεν περιλαμβάνει μόνο το φαγητό αλλά και τον ανθρώπινο παράγοντα δηλαδή την εξυπηρέτηση, τον χώρο, ακόμη και τη μουσική εάν υπάρχει. Και ο κόσμος θα διαλέξει που θα πάει να δειπνήσει ανάλογα με την πρόταση του καθενός μας».
Ποια είναι όμως η εμπειρία που προσφέρει ο Χρήστος, στον «Καλό Αέρα» –ναι, έτσι έχει ονομάσει το εστιατόριο του (στο Μπουένος Άιρες, μην ξεχνιόμαστε). «Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τη γαστρονομία ήξερα ότι έχω συγκεκριμένα εφόδια. Δεν είχα καθόλου αρχικό κεφάλαιο άρα η επιλογή του σπιτιού μου, στο οποίο είμαι νοικάρης, ως χώρου ήταν αναμενόμενη. Είναι ένα σπίτι που αντικατοπτρίζει την ηλικία μου και την καταγωγή μου, όχι φυσικά με κίονες και αφίσες από ελληνικά ηλιοβασιλέματα. Κάποιοι Έλληνες που ήρθαν μου είπαν ότι θα μπορούσε να είναι στα Πετράλωνα. Το ότι το εστιατόριο βρίσκεται στο σπίτι μου προφανώς θέτει κάποιους περιορισμούς αλλά αυτό είναι παράλληλα και πρόκληση όπως πρόκληση είναι ότι αποφάσισα να μαγειρεύω ελληνική κουζίνα στο Μπούενος Άιρες. Το καλό είναι ότι υπάρχουν όλα τα υλικά, εκτός από κάποια εξειδικευμένα, π.χ. από ελληνικά τυριά έχω μόνο φέτα. Κάθε φορά βέβαια που έρχομαι στην Ελλάδα κουβαλώ μια βαλίτσα πράγματα πίσω και οι φίλοι που έρχονται επίσης μου φέρνουν δικά τους πράγματα. Άλλωστε εξυπηρετώ 30-40 άτομα ανά εβδομάδα, δεν χρειάζομαι απεριόριστες ποσότητες. Η λογική μου είναι να τους προσφέρω πέντε πιάτα, ενδεικτικά της ελληνικής κουζίνας. Ας πούμε ότι θα τρώγαμε εμείς σε ένα γιορτινό τραπέζι».
Ο Χρήστος, που πλέον μιλά τα ελληνικά με μια χαριτωμένη αργεντίνικη προφορά, εξηγεί ότι λόγω κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών η δική μας κουζίνα είναι πιο σύνθετη από τη δική τους και αυτό είναι κάτι που αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι αργεντίνοι πελάτες του μαγαζιού. Οι περισσότεροι άλλωστε από αυτούς είτε έχουν ήδη επισκεφθεί την Ελλάδα και θέλουν να ζήσουν ξανά την εμπειρία είτε θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα και μέσω του «Καλός Αέρας» παίρνουν μια πρώτη γεύση.
Ο Χρήστος αντιλαμβάνεται ότι ο χώρος επιβάλλει τους δικούς του όρους. «Τους υποδέχομαι εγώ, πώς αλλιώς αφού πρόκειται για το σπίτι μου; Κι όταν τελειώνουν το δείπνο τους πηγαίνω στο τραπέζι και τους μιλώ για το φαγητό, για τον χώρο, θέλω να ακούω την άποψη τους, τους συμβουλεύομαι. Και αυτοί θέλουν να μιλήσουν σε έναν Έλληνα και με ρωτούν για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Είναι επίσης συγκινητικό όταν έρχονται Έλληνες που ζουν μια ολόκληρη ζωή στην Αργεντινή κι έχουν χρόνια να μιλήσουν ελληνικά με κάποιον νέο άνθρωπο». Τον ρωτάω εάν κάνει σκέψεις επιστροφής. Χαμογελά και απαντά ότι αποφεύγει τα μακροπρόθεσμα σχέδια κι αυτό τον γλιτώνει κυρίως από το άγχος.
«Σκέφτομαι να κάνω κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα και να βρίσκομαι εδώ κάποιους μήνες. Στην Αργεντινή αυτό που κάνω είναι σύνηθες. Ξεκίνησε από την Κούβα και προσαρμόζεται στη φιλοσοφία του εκάστοτε μάγειρα και οικοδεσπότη. Το ρίσκο είναι μικρό και το θέμα μου δεν είναι να γίνω πλούσιος αλλά να κάνω αυτό που μου αρέσει, να ζω από αυτό και να αρέσει και στον κόσμο που θα επιλέξει να έρθει σπίτι μου για να φάει».