Tο EMBRACE, δημιούργημα του Άρη Βεζενέ, είναι μία σειρά εκδηλώσεων που ως στόχο έχουν να μας συστήσουν σέφ και γαστρονομικές προσωπικότητες που όχι μόνο έχουν σημαντικό ρόλο και επιρροή ανά τον κόσμο, αλλά ξεχωρίζουν και για το ιδιαίτερο τους έργο στην διεθνή μαγειρική, και όχι μόνο, κοινότητα.
Πρεσβεύει επίσης το ενδιαφέρον ως εστιατόριο, πόλη και χώρα, να προωθήσει την Ελλάδα στους ιδιαίτερους καλεσμένους τους και στον υπόλοιπο κόσμο, εισάγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική κουζίνα το οποίο γράφεται αυτή τη στιγμή από τη γενιά μας.
Μέσα από αυτή τη πρωτοβουλία γεφυρώνεται η πολύ-πολιτισμικότητα. Οι άνθρωποι του εστιατορίου αντλούν έμπνευση από την οποία αποκτούν γνώσεις, ενώ ταυτόχρονα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν, να παρατηρήσουν και να συναναστραφούν με μερικά από τα πιο σπουδαία μυαλά της γαστρονομικής σκηνής.
Όμως τα event αυτά δεν έχουν μόνο σκοπό να ικανοποιήσουν τη γαστρονομική πολυπολιτισμικότητα όσως αγαπούν το καλό φαγητό. Τα έσοδα από αυτά τα event χρηματοδοτούν ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικού έργου, το οποίο επικεντρώνεται πρωταρχικά στην παροχή φαγητού 100 με 150 άστεγων και ανθρώπων που χρήζουν βοήθειας στην Αθήνα. Μηνιαίως επίσης, υπάρχει οικονομική συνεισφορά σε διάφορους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς σε όλη την Ελλάδα και διεθνώς που εστιάζουν το έργο στην σίτιση αστέγων και οικονομικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Η καθημερινή διανομή των γευμάτων γίνεται σε συνεργασία με τον μη κυβερνητικό–κερδοσκοπικό οργανισμό ΜΠΟΡΟΥΜΕ όπου η αποστολή του είναι να μειώσει τη σπατάλη μη καταναλωμένου φαγητού και πολεμά τον υποσιτισμό στην Ελλάδα.
Ποιός είναι όμως ο ιθύνων νους πίσω από όλο αυτό που ακούει στο όνομα Άρης Βεζενές; Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς, είναι αυτοδίδακτος σεφ, λάτρης της χασαπικής τέχνης και ιδιοκτήτης του ομώνυμου Vezené, ένα σύγχρονο ελληνικό Μπιστρό – Μπαρ στην Αθήνα.
Το Vezene κατέκτησε μία ευρέως διαδεδομένη αναγνώριση καθώς και τον θαυμασμό αυτών που αγαπούν να δειπνούν σε εστιατόρια, των κριτικών και πολλών chef, δημιουργώντας το πρώτο εστιατόριο στην Αθήνα που ταίριαξε παραδοσιακές ελληνικές συνταγές με την τέχνη της χασαπικής, σερβίροντας θαλασσινά που παντρεύουν την γη με τη θάλασσα και εφαρμόζοντας μακράς διάρκειας σίτεμα σε βοδινά, αρνιά και κατσίκια, δημιουργώντας γεύσεις με βαθιά ένταση. Η κύρια τεχνική που επιλέγει να δουλεύει είναι βασισμένη στην ανοιχτή φωτιά. Είναι επίσης φημισμένος για τις πίτες του, ψημένες στον ξυλόφουρνο, που συνδυάζουν την ελληνική φιλοσοφία με τις ιταλικές επιρροές καθώς επίσης και για το επιδόρπιο παγωτό του, το Ari’s Deal Closer, το οποίο αγαπήθηκε από τα social media καθώς επιτέλεσε φόρο τιμής στην Νεοϋορκέζικη καταγωγή του.
Είναι ενεργός υποστηρικτής σε οτιδήποτε πηγάζει από την Ελλάδα και πιστεύει θερμά ότι ο κόσμος είναι έτοιμος να γευτεί μία νέα προσέγγιση της ελληνικής κουζίνας, που να μην γνωρίζει γεωγραφικούς περιορισμούς. Έχει φιλοξενηθεί περίοπτα σε εκδόσεις όπως τους London Financial Times, GQ, Athinorama, Gastronomos, Madame Figaro, Esquire, Elle, για την απλή αλλά συνάμα σύνθετη προσέγγιση των ελληνικών παραδοσιακών πιάτων μέσα από την νεοϋορκέζικη σκοπιά του.
Ο Άρης συνεχίζει να οριοθετεί τα εγχώρια γαστρονομικά σύνορα συνθέτοντας ενδιαφέροντα μενού, ενώ ταυτόχρονα συμβάλει στο να αναδειχθεί η Αθήνα ως νέος ανερχόμενος γαστρονομικός προορισμός στην Ευρώπη. Στον έβδομο χρόνο λειτουργίας του, το Vezené έχει μετατραπεί σε προορισμό όπου η απλότητα της ελληνικής κουζίνας συναντά τον προοδευτισμό και όλο αυτό δημιουργεί μία αυθεντική γευστική εμπειρία.
Ώρα, όμως, να γνωρίσουμε και τον Νεουορκέζο σεφ που θα έχει την τιμή του στο Embrace. Ο Carlo Mirarchi είναι ο Executive Chef και συνιδιοκτήτης των Roberta’s και Blanca, δύο εστιατορίων στο Bushwick του Brooklyn. Ο Mirarchi έχει φιλοξενηθεί σε εκδόσεις όπως το VOGUE, GQ, Bon Appétit, The Guardian (αναφέρουμε κάποιες από αυτές) για τα ευφάνταστα και μη επαναπαυόμενα σε καλούπια μενού του. Αυτοδίδακτος και ανεμπόδιστος από την παραδοσιακή κουζίνα, η τεχνική του περιγράφεται από τους New York Times σαν «μαγειρική ποίηση». Το Roberta’s είναι μία «κυρίαρχη-αστική-χίπικη- punk ουτοπία φαγητού», το Blanca είναι ο πιο εκλεπτυσμένος αδερφός του. Περιγράφεται ως «εκθαμβωτικό», σαν μία «επική γευστική περιπέτεια» το Blanca παρέλαβε το δεύτερο αστέρι Michelin και τρία αστέρια από τον κριτικό Pete Wells των New York Times το 2015. Ο Miranchi ονομάστηκε Food&Wine’s Best New Chef για το 2011 και τιμήθηκε ως ένας από τους Crain’s 40 Under 40 για το 2015.
Kι αν είστε περίεργοι να πάρετε μία ιδέα από το Blanca και το Roberta’s, ας ξεκινήσουμε την περιήγηση από το Blanca όπου κάπου στο Brooklyn υπάρχει ένα tiki bar καμουφλαρισμένο με μία τέντα δίπλα στο οποίο υπάρχει ένας μυστικός κήπος φορτωμένος με λαμπιόνια. Ηλίανθοι λικνίζονται νωχελικά στην οροφή ενός μεταποιημένου κοντέινερ μεταφορών και η παγομηχανή αναδεύει συνεχώς παγωμένο μηλίτη με ρούμι. Είναι μία αναζωογονητική νύχτα, η πρώτη δροσερή της σεζόν. Ένα συνονθύλευμα από γέλια ακούγονται από τα χαμηλά φωτιζόμενα τραπέζια picnic ,με τσακισμένους κορμούς δέντρων και μουρμουρητά γύρω από τους λάκκους με τις αναμμένες φωτιές. Στα ηχεία ακούγεται μία βελούδινη φωνή να τραγουδάει «Αγαπώ την Χουανίτα την εκλεκτή της καρδιάς μου από την Βενεζουέλα». Πάνω στο μπάρ είναι στοιβαγμένα skateboard. Ένα κορνιζομένο πορτρέτο του Sandorf &Son. Ένα αυτοκόλλητο όπου αναγράφεται «Ζωή-Λουκάνικο-Θάνατος».
Η μετάβαση από το Roberta’s στο Blanca είναι σαν να βρίσκεις μία κρυφή πόρτα σε ένα παλαιοπωλείο που οδηγεί σε ένα διαστημικό σταθμό – έναν που έχει σχεδιαστεί από έναν πλούσιο εργένη που έχει τρέλα με τους φούρνους combi της Electrolux και τις περιστρεφόμενες καρέκλες του καπετάνιου που δεν έχουν πλάτη, αλλά είναι φτιαγμένες από παλιά λιπαρά δέρματα γαντιών baseball. Ένα δεκατριθέσιο εστιατόριο, «ο ναός της γαστρονομίας» σερβίροντας μενού 20+ πιάτων γευσιγνωσίας. Σε έναν διαφορετικό γυμνό τοίχο κρέμεται κορνιζωμένο το κεφάλι ενός τόνου τριακοσίων κιλών. Στην προηγούμενη ζωή του, αυτός ο χώρος ήταν φανοποιείο αυτοκινήτων. Τώρα είναι ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι που έχουν στην πλάτη τους χιλιόμετρα γαστρονομικών εμπειριών. Τα μενού του εναλλάσσονται συνεχώς με πιάτα όπου έχουν ως συνδετικό στοιχείο τα φύκια με κερήθρα καθώς και ζυμαρικά με γέμιση πλαγκτόν. Βολευτείτε σε ένα σκαμπό και παραδοθείτε σε ένα εστιατορικό μαραθώνιο 20+ πιάτων γαστρονομικής προετοιμασίας.
Ο Mirarchi λέει ότι με το που βολευτείς και το γεύμα αρχίζει να κυλάει, ξεχνάς που βρίσκεσαι. Μπορεί να μη νιώθεις ότι είσαι στη Νέα Υόρκη, ούτε καν στην Αμερική. Έχει φυσικά δίκιο. Όμως το Blanca έχει την ίδια αίσθηση που έχει η Νέα Υόρκη αυτή τη στιγμή, ότι δηλαδή νιώθεις όπως δεν έχεις νιώσει πουθενά αλλού στον κόσμο.
Τοποθετημένο στην καρδιά του Bushwick,στο Brooklyn, το Roberta’s είναι η δημιουργία των Brandon Hoy, Carlo Mirarchi και Chris Parachini. Άνοιξε τον Ιανουάριο του 2008 και από τότε έχει μετατραπεί σε γειτονικό ίδρυμα, ένας μαγειρικός προορισμός, ένα εκκολαπτήριο για προοδευτική επιχειρηματικότητα. Είναι το σπίτι ενός θερμοκηπίου τοποθετημένου στην ταράτσα, ενός φούρνου με χειροποίητο ψωμί και του πρώτου brick & mortar στο Manhattan, μέσα στο Urban Space του Vanderbilt Market που άνοιξε το 2015. Το Roberta’s βοήθησε στο να χτιστεί το Brooklyn Grange το 2010, μία φάρμα τοποθετημένη σε μία ταράτσα στο Queens, έκτασης ενός εκταρίου και το 2012 άνοιξε το νυν με δυο αστέρια Michelin, Blanca.
Το εστιατόριο περιγράφεται από τους New York Times ως «ένα από τα πιο ξεχωριστά εστιατόρια της χώρας» χτίστηκε μέσα σε ένα παλιό εργοστάσιο με κύριο χαρακτηριστικό του τα κοινόχρηστα καθίσματα, τα ιδιωτικά τραπέζια και ένα ηλιόλουστο αίθριο. Μπαίνοντας στο χώρο μέσω του Tiki Bar, μεταφέρεσαι σε μία αστική όαση που περιλαμβάνει ένα μπαρ εξωτερικού χώρου, που σερβίρει μενού μπάρ, παίζοντας συνεχώς τον ραδιοφωνικό σταθμό Heritage, σε ένα γεμάτο κήπο, χτισμένο ανάμεσα σε κοντέινερ. Ένας εξωτερικός χώρος για εκδηλώσεις και catering, που περιλαμβάνει ένα raw bar και έχει πρόσβαση στο δεκατριθέσιο εστιατόριο Blanca. Ένας ξέχωρος φούρνος – μαγαζί λιανικής άνοιξε εκεί το φθινόπωρο του 2014 και προσφέρει πίτσα στο χέρι είτε με παράδοση στο σπίτι, φουρνιστά καλούδια, εξέχοντα σάντουιτς, χυμούς, λαχανικά σε διάφορες παραλλαγές, καφέ και διάφορα άλλα εμπορεύματα. Η εξωτερική τοποθεσία του Roberta’s γεφυρώνει τις γειτονιές, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου Manhattan brick & mortar στο Urban Space της αγοράς του Vanderbilt, το εποχιακό Rockaway haunt, το Rippers, μαζί με την υπηρεσία του mobile pizza που εξυπηρετεί ως εναλλακτική της εστιατορικής εσωτερικού χώρου.