Categories: ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ

Η Άννα Βαγενά και το εστιατόριο της στον πιο ωραίο πεζόδρομο του Μεταξουργείου

Βρίσκομαι με την παρέα μου στον πεζόδρομο της Ακαδήμου, δίπλα στην πλατεία Αυδή. Το δροσερό αεράκι παίζει με τα φύλλα των δέντρων, με την πρασινάδα που αγκαλιάζει τρυφερά το κτίριο του Μεταξουργείου. Το αεράκι μου ανακατεύει τα μαλλιά, αν μου το έλεγε κανείς ότι θα ήταν τόσο δροσερά στην καρδιά της Αθήνας θα τον κοιτούσα με δυσπιστία. Πίσω μου μια οθόνη αναμεταδίδει αγώνα Μουντιάλ, δίνοντας το στίγμα του φετινού καλοκαιριού. Φέτος για πρώτη χρονιά το Άννας έβγαλε τραπεζάκια έξω. Το εστιατόριο λειτουργεί εδώ και επτά χρόνια στον καλαίσθητο εσωτερικό χώρο, τη διακόσμηση του οποίου έχει αναλάβει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Αλλά τώρα καθόμαστε στον πεζόδρομο και απολαμβάνουμε την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά. Έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε γειτονιά μικρής επαρχιακής πόλης, εκεί που άνθρωποι κινούνται σε πιο ράθυμους ρυθμούς.

Η Άννα Βαγενά έρχεται στην παρέα μας χαμογελαστή. Κάθεται στο τραπέζι και ανοίγεται αμέσως, όπως κάνουν όλοι οι πληθωρικοί και γενναιόδωροι άνθρωποι. «Αισθάνομαι άνετα στον δρόμο. Μου αρέσει να γυρίζω, να περπατάω μέσα στην πόλη. Παντού πηγαίνω με τα πόδια για να κάνω τις δουλειές μου. Για πολλά χρόνια ζούσαμε στο Νέο Ψυχικό σε ένα πολύ ωραίο σπίτι. Τελικά το πουλήσαμε για να πάρουμε και να φτιάξουμε το θέατρο. Η λατρεία του Λουκιανού για το κέντρο μας οδήγησε εδώ. Ακόμη και τώρα σκέφτομαι αν ήταν μια σωστή κίνηση, μιλώντας από οικονομικής άποψης. Δεν το λέω για εμένα, αλλά για το παιδί μου. Βέβαια εγώ έτσι μεγάλωσα στη Λάρισα. Ούτως ή άλλως τότε κυκλοφορούσαν λίγα αυτοκίνητα αλλά πέρα από αυτό το σπίτι μου βρισκόταν σε αδιέξοδο δρομάκι. Έτσι λοιπόν σε αυτό το δρομάκι παίζαμε ως παιδιά, τρώγαμε όλες μαζί οι οικογένειες και χαιρόμασταν την επαφή».

Νιώθει υπερήφανη για τον πεζόδρομο αυτό. Άλλωστε η ίδια πάσχισε πολύ και φρόντισε ώστε να πάρει τη σημερινή του όψη. Φύτεψε τα δέντρα, τα περιποιείται και χαίρεται τη δροσιά τους. Συγχρόνως δεν σταματά να παινεύει το απέναντι μαγαζί τις Σεϋχέλλες (πρώην Μπαχάμες). «Ευτυχώς που το πήραν τα παιδιά και το έχουν κάνει τόσο όμορφο. Παλιά ήταν οι Μπαχάμες, το πιο βρώμικο καφενείο όλης της Αθήνας. Τρεις έτρωγαν, πέντε πέθαιναν. Ερχόταν ένας τύπος με το πόνι του και το πάρκαρε απέξω. Κουστουρίτσα κανονικά. Όταν ήρθαμε εδώ να φτιάξουμε το θέατρο η κατάσταση στην πλατεία ήταν τελείως διαφορετική. Μισό λεπτό να σας φέρω φωτογραφίες».

Σηκώνεται και σε λίγο επιστρέφει κρατώντας ένα πάκο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έχει τραβήξει η ίδια. Χαρούμενες φάτσες τσιγγανόπουλων χαμογελούν στο φακό μέσα ή δίπλα από τα τσαντίρια τους που ήταν εγκατεστημένα στην πλατεία. Και μιλάμε για το 1999. «Τώρα τα πράγματα είναι πιο περιποιημένα χάρη στις προσπάθειες των ανθρώπων που ζουν και δουλεύουν εδώ. Έχει ανοίξει και ένα πολύ ωραίο ταϊλανδέζικο, λίγο παρακάτω. Χαίρομαι που πάνε καλά κι ανοίγουν κι άλλα εδώ».

Σταδιακά έρχονται τα πιάτα. Ελληνική κουζίνα, κλασική, απλή και γευστική. Μας εξομολογείται ότι ανησυχεί λίγο για το χοιρινό σουβλάκι. «Αναρωτιόμουν τι πρέπει να κάνω για να είναι μαλακό όσο πρέπει χωρίς να χάνει τη γεύση του χοιρινού. Είχα δίλημμα αν έπρεπε να το μαρινάρω ή όχι. Παίρνω τηλέφωνο την Ρένα στη Λάρισα. Έχει το πιο φημισμένο σουβλατζίδικο της πόλης, όλοι η Θεσσαλία έχει φάει από εκεί. Τη ρωτάω τι πρέπει να κάνω με τα σουβλάκια. Και μου απαντάει με χαρακτηριστική θεσσαλική προφορά “Να ‘ν’ καλό το γρουν. Και να το βαλς στο κρομμύδι”. Ε, αυτό κάνω».  Ξεκινάμε να τρώμε. Μας ρωτάει πολλές φορές πώς μας φαίνεται. “Δε θέλω καλά λόγια επειδή θα γράψετε άρθρο. Την αλήθεια θέλω. Αν υπάρχει λάθος να το βελτιώσουμε”. Της αρέσει να περιποιείται κόσμο είναι ολοφάνερο «Αν μπορούσα θα είχα κάθε ημέρα κόσμο στο σπίτι. Αλλά δεν μπορώ κι έτσι έχω το εστιατόριο. Στην Helene Weigel, τη γυναίκα του Brecht, άρεσε να μαγειρεύει για τους ηθοποιούς όπως φυσικά και στην Κατίνα Παξινού. Δυστυχώς την πρόλαβα πολύ λίγο στη σχολή, αλλά τη θυμάμαι με τσάντα γεμάτη καλούδια που φίλευε τους μαθητές της».

Η Σοφία από την Αλβανία στην κουζίνα έχει ετοιμάσει για εμάς εξαιρετικά ντολμαδάκια -εγώ που σπάνια τα τιμάω τα συγκεκριμένα τα τσάκισα-, κεμπάμπ ζουμερό και ελαφρύ, σουβλάκι χοιρινό με το λιπάκι του όπως πρέπει να είναι για να καταλαβαίνει κανείς γεύση. Ξεχωρίζει η κιμαδόπιτα, με την λεπτή ζύμη τύπου αραβικής πίτας που τους την έδειξε ένας Πακιστανός φίλος. Λέμε για το πόσο μοιάζουν οι διατροφικές συνήθειες των λαών ακόμη κι από τελείως διαφορετικά μήκη και πλάτη της υφηλίου, λέμε και για τις διαφορές που υπάρχουν. «Ο Βούλγαρος υδραυλικός μας δεν τρώει την χορτόπιτα γιατί οι Βούλγαροι δεν τρώνε τα χόρτα όπως εμείς. Τα θεωρούν βρώμικα». Τα σμυρνέικα σουτζουκάκια βασίζονται στη συνταγή που της έδωσε ο γιός της ρεμπέτισσας Αγγέλας Παπάζογλου, της γυναίκας που ερμήνευσε επί τόσα χρόνια στο θεατρικό σανίδι.

Αφού τελειώνουμε με τα αλμυρά δοκιμάζουμε την σφακιανή πίτα με το μέλι. Τρώγεται ως εξής για εγγυημένη επιτυχία: Μια μπουκιά πίτα, μια γουλιά ρακί. Οργασμική χημική έκρηξη στο στόμα, η γλώσσα μου κοντεύει να λιώσει.  Κι εκεί έρχεται το γλυκό του κουταλιού πορτοκάλι, που έφτιαξε η ίδια η Άννα με τα χέρια της. Είναι η πρώτη φορά που το αποπειράθηκε και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Η φλούδα του πορτοκαλιού είναι τρυφερή και σαρκώδης ταυτοχρόνως. Δεν μένει τίποτα στο πιατάκι. Όση ώρα τρώμε, μιλάμε και γελάμε η Λουλού, το σκυλάκι της Άννας, τριγυρίζει στα πόδια μας.

Μας περιγράφει μια ημέρα από την καθημερινότητά της και καταλήγει να μας μιλά για την ζωή της όλη. «Ξυπνάω, κάνω μισή ώρα γυμναστική στο κρεβάτι γιατί με βολεύει εκεί. Σηκώνομαι και τραγουδώντας πηγαίνω στην κουζίνα. Αν δεν τραγουδάω σημαίνει ότι δεν είμαι καλά. Εκεί στύβω και πίνω τρία πορτοκάλια. Είναι η δύναμή μου αυτή. Μετά ασχολούμαι για περίπου κανένα τρίωρο με όλα τα πρακτικά θέματα του θεάτρου και της καθημερινότητας. Τηλέφωνα πολλά, συνεννοήσεις, δεν είναι και πολύ απλά τα πράγματα. Έχω αναλάβει ότι είναι σχετικό με την λειτουργία του. Το απόγευμα κατεβαίνω να δω τι γίνεται με το εστιατόριο. Εκτός βέβαια αν παίζω σε παράσταση. Γιατί εμένα η ζωή μου εξακολουθεί να είναι πρωτίστως το θέατρο. Μου αρέσουν οι μονόλογοι. Θεωρώ ότι είναι το βασίλειο του καλού ηθοποιού και η καταστροφή του κακού. Γιατί εκεί παίζεις μπάλα μόνος σου για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους αφού διανύουμε περίοδο μουντιάλ. Παλαιότερα οι θίασοι δεν άλλαζαν εύκολα, έβρισκες αυτούς που σου ταίριαζαν και πορευόσουν. Είναι πολύ σημαντικό σε όλες τις δουλειές να συνεννοείσαι με τους συναδέλφους. Πόσο μάλλον στο θέατρο. Τώρα δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι, ανά σεζόν μπορεί να αλλάζεις και συνεργάτες. Φέτος πάντως σκέφτομαι να ανεβάσω τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη.

Τις Κυριακές τα απογεύματα στο εστιατόριο έχουμε ρεμπέτικες μουσικές μόνο με ένα μπουζούκι και κιθάρα. Τις προάλλες είχα τα γενέθλια μου τα γιόρτασα εδώ στον πεζόδρομο. Πού αλλού; Εδώ είναι το σπίτι μου, το θέατρο μου, το εστιατόριο μου. Μεράκλωσα και χόρευα ζεϊμπέκικο και έσπαγα τα πιάτα. Για εμένα.

Όλα καλά αλλά πιο πολύ απ’ όλα μετράει η ανθρώπινη επαφή. Δεν είναι εύκολο πράγμα να γίνει. Τίποτα δεν αξίζει όμως περισσότερο. Μόνο η ανθρώπινη επαφή. Ακόμη κι αν κρατήσει λίγα δευτερόλεπτα, μια στιγμή».

Άννας, Ακαδήμου 16, Μεταξουργείο, τηλ. 210 5238053

Φωτογραφία της Άννας Βαγενά από την οδό Ακαδήμου 15 χρόνια πριν

 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.