Ένα ακόμη μεγάλο ερώτημα της ζωής που πρέπει ν’ απαντηθεί είναι γιατί τα συσκευασμένα παγωτά είναι τόσο συνυφασμένα με την παιδική μας ηλικία. Ίσως γιατί είναι οι πρώτες αγορές που κάναμε μόνοι μας και που μετρούσαν. Πραγματικά μετρούσαν. Η επιστροφή στο σχολείο θα ήταν μια αποτυχία αν δεν είχες έναν μεγάλο αριθμό μπάνιων και παγωτών. Και το μπάνιο πρωί και απόγευμα ήταν εύκολη απόφαση, το παγωτό, όμως, ήθελε την προσπάθεια του αφού έπρεπε με διάφορους τρόπους να το κλέψεις. Αλλά κάπου κάπου πρέπει να τελειώνει και η νοσταλγία. Συσκευασμένα παγωτά πολλοί τρώμε ακόμα και είναι και τα ίδια που τρώγαμε μικροί. Αυτή είναι και η γοητεία τους. Ότι ξέρεις τι και που θα το συναντήσεις. Το σιρόπι, ο ξηρός καρπός, η κρέμα, η σοκολάτα, το μπισκότο σοκολάτα, όλα έχουν την ίδια και απαράλλαχτη θέση. Όπως τα ραντεβού. Και είχαμε πολλά τέτοια στη ζωή μας. Από το Magnum σοκολάτα της Δέλτα επειδή είχε τη σοκολατένια μπάλα στην «οροφή», τo Λάκι Καπ με το παιχνίδι, το ερωτικό «σπρώξε γλύψε», την αριστοκρατία των Boss, των Magic, Boss και Status, την απλότητα (και χαμηλή τιμή) του Φλορεάλ, τη φρεσκάδα του frozen yogurt του Κρι Κρι. Διαβάστε τη λίστα και τα λέμε σ’ ένα περίπτερο δίπλα σας.
Το Frozen Yogurt του Σταύρου Διοσκουρίδη
Ο ακριβής ορισμός για το αγαπημένο παγωτό είναι αυτό που μπορώ να τρώω αδιάκοπα για πολλές ώρες χωρίς να με ενδιαφέρει τίποτα άλλο από την αδιάφορη ζωή μου. Τελευταία αυτή τη φασούλα την περνάω με το παγωμένο γιαούρτι της Κρι Κρι με ροδάκινο σε κυπελλάκι. Το τελευταίο σε σχέση με το ξυλάκι έχει τη διαφορά ότι σε αναγκάζει να το φας με την ηρεμία σου, τι στιγμή που το ξυλάκι αρχίζει να σου φωνάζει λιώνοντας. Αν σου αρέσει το γιαούρτι τότε έχεις πετύχει διάνα. Φρέσκο Κρι Κρι όπως το κανονικό. Όπως κι αν θες να λες ότι κάνεις δίαιτα, οπότε άνετα μπορείς να φας δύο. Είναι σαν να κάνεις κάτι υγιεινό για τον εαυτό σου. Το ροδάκινο το προτείνω γιατί τόσα χρόνια έχουμε πήξει στη φράουλα. Οι καιροί χρειάζονται αλλαγές.
Το Τόγκο του Δημήτρη Κουλελή
Ήταν τέλη Μαΐου. Στα μέσα του ’90, της καλύτερης δεκαετίας του ανθρώπινου είδους. Σε λίγες μέρες θ’ άρχιζαν οι εξετάσεις μας για να τσουλήσουμε στην επόμενη τάξη. Ένας-δύο θα αποτύγχαναν και για λίγες μέρες θα πίστευαν ότι τελείωσε το σύμπαν. Σήμερα κι εμείς που πετύχαμε και αυτοί που απέτυχαν τότε, στεκόμαστε πλάι πλάι και παρακολουθούμε τον κόσμο μας να διαλύεται και να ανασυντίθεται, ίσως στα ίδια, ελάχιστα υλικά που είχαμε και πρώτα.
Η ζέστη φρικτή, πότιζε τα τσιμέντα στο πίσω γήπεδο του σχολείου κι εμείς σαν μικρά πρεζάκια σνιφάραμε όλο αυτό το αέριο χαρμάνι που αναδυότανε. Το ματς είχε τελειώσει μόλις. Κερδίσαμε; Χάσαμε; Το ίδιο μου κάνει τώρα. Τότε δεν ξέρω τι είχα μες το κεφάλι μου, όμως, αυτό το παγωτό μπανάνα μου γύριζε το μάτι. Ήταν ο φίλος μου ο Σπύρος που το απολάμβανε αυτή την φορά. Τί απολάμβανε; Γεύση μπανάνα είχε. Εγώ μπανάνα έτρωγα μόνο αν με κυνήγαγε η μάνα μου να φάω. Και τότε πάλι σαν φάρμακο την έτρωγα. Κι απόλαυση; Καμία. Κι ο άλλος πήγε και πλήρωσε για να την βάλει στο παγωτό του μέσα;
– Σπύρο, φέρ’ το μου λίγο, ρε μαλάκα…
-Έλα, πάρ’ το.
Και το πήρα στα χέρια μου. Τόγκο! Παγωτό ξυλάκι με γέυση μπανάνα. Μπανάνα γαμώτο κι όχι μόνο αυτό. Σε σχήμα φατσούλας που χαμογελάει. Το κρατούσα σφιχτά ανάμεσα σ’ αντίχειρα και δείκτη. Κι ο τοίχος; Απέναντι. Ο πίσω τόιχος του σχολείου που λειτουργούσε σαν δίχτυ για το πάνω τέρμα του γηπέδου, μα και σαν πίνακας για ένα σωρό, από υβριστικά έως χυδαία, μηνύματα που ‘γράφαν οι μεγάλοι. Και τώρα; ΣΠΛΑΤΣ! Πάρτε το, φάτε το… Το παγωτό μπανάνα σαν χλέπα πάνω σ’ αυτόν τον γελοία πολύχρωμο τοίχο με το χαμόγελό του κομμένο. Κι η απόλαυση που αισθάνθηκα; Μεγάλη. Κι όμως. Αυτή η φρικτή σκηνή λίγη μαγεία την είχε. Το παγωτό που ‘ταν της μόδας στην παρέα μου και τόσο σιχαινόμουν, πρόσφερε τώρα απόλαυση μοναδική ακόμα και σε ‘μένα.
Έτρεξα αμέσως μέχρι το περίπτερο έξω απ’ το σχολείο.
-Ένα Τόγκο!
-Εκατό δραχμές.
-Τσάμπα!
Κι ύστερα πάλι μέσα. Κι ούτε ο Σπύρος να ‘χει προλάβει να συνέλθει από το σοκ ούτε να ‘χουν κοπάσει ακόμα και τα γέλια. Και στα χέρια μου; Μια νέα, θαυμάσια και δροσερή φατσούλα. Έπρεπε τώρα να του τη δώσω, να ζητήσω συγγνώμη και να περιμένω λίγες μέρες μέχρι να ξεχαστεί το παρανοϊκό συμβάν. Όμως, κράταγα την φατσούλα μπανάνα στα χέρια μου και ξέραμε κι οι δυο πια ότι το χαμόγελο της μπορούσε να γίνει απολαυστικό για όλους. Και γι’ αυτούς που τρελαίνονταν, μα και για ‘κείνους που σιχαίνονταν τελείως την μπανάνα. Κι όλοι μας με ορμές που αδυνατούσαμε να ελέγξουμε ακόμα. Τα παγωτά μπανάνα δεκάδες ξαφνικά. Όλα σε χέρια αγοριών κι απέναντι; Ο τοίχος. Και τα ξυλάκια σε αντίχειρα ανάμεσα και δείκτη.
Και…
Τόγκο παντού! Να πέσουν τα τσιμέντα. Τόγκο γαμώ τις καύλες μας! Κι εγώ; Τώρα να ξέρω ποιο είναι το αγαπημένο μου παγωτό μα και τι γεύση έχει.
Κι όλοι μας πλάι πλάι. Όπως και σήμερα. Κι ο τοίχος; Πάλι απέναντι… Οι ορμές μας;
Το Ben & Jerry’s Cinnamon της Νίκης Χάγια
Ήταν θυμάμαι το 2011 όταν πήρα ένα χωνάκι με μία μπάλα πάνω και σε έβαλα στο στόμα μου για πρώτη φορά. Ήμουν στην Αμερική, στο Σαν Φρανσίσκο. Είχα μόλις δει τις φώκιες να αράζουν στο Pier 39 και ήθελα κάτι για να δροσιστώ. Έκανε ζέστη. Το μικρό κατάστημα – την έλεγες και καντίνα-παγωτού – Ben & Jerry’s ήταν η όασή μου. Σε είδα εκεί ανάμεσα σε διάφορες άλλες γεύσεις και αμέσως σε ξεχώρισα. Λεγόσουν Ben & Jerry’s Cinnamon Buns. Κανέλα. Τα μάτια μου έλαμψαν, οι σιελογόνοι αδένες μου είχαν heavy flow. Παγωτό με κομμάτια ζύμης, ζύμη με γέμιση κανέλας. Οργασμός. Νόμιζα ότι δεν θα σε απολαύσω ποτέ ξανά. Και όμως, ξάφνου, φέτος το καλοκαίρι, ήρθες στο ψυγείο του περιπτέρου. Ben και Jerry σας ευχαριστώ.
Η Νίκη Χάγια είναι συντάκτρια στο Ladylike.gr
H Μαρενγκάτα και το Κοκτέηλ του Θοδωρή Κανελλόπουλου
Mια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγόρι φτιαγμένο από παγωτό και γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά για να βρει ένα κορίτσι φτιαγμένο από παγωτό και να ζήσουν για πάντα μαζί. Τον έλεγαν Koκτέιλ. Περπατούσε κάθε μέρα μες στη ζέστη και έλιωνε. Μια μέρα εκεί που έκανε άλλη μία βόλτα πέτυχε στο δρόμο ένα ροζ κορίτσι, την Πατούσα.
«Είσαι και εσύ φτιαγμένη από παγωτό;» την ρώτησε.
«Είμαι, αλλά δεν είμαι αυτό που νομίζεις», απάντησε η Πατούσα και συμπλήρωσε: «Πρέπει να ψάξεις αλλού».
Απογοητευμένος ο Κοκτέιλ δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να γυρνά μέσα στο ντάλα και να λιώνει.
Προχωρούσε και προχωρούσε. Ξαφνικά βρήκε ένα ακόμα παγωμένο άτομο.
«Είσαι φτιαγμένη από παγωτό;», ξαναρώτησε
«Όχι. Κοίτα από την άλλη πλευρά». Και του έδειξε ένα πολύχρωμο παγωτατζίδικο.
Ο Κοκτέιλ γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να τρέχει προς την πλευρά του.
Με το που την είδε τη ρώτησε:
«Είσαι φτιαγμένη από παγωτό;».
«Ναι!», απάντησε το κορίτσι.
«Ζήτω», φώναξαν και οι δύο μαζί. «Ψάχνω να βρω ένα άτομο από παγωτό όλη μου τη ζωή».
Την έλεγαν Μαρενγκάτα. Και έζησαν για πάντα μαζί.
ΤΕΛΟΣ.
Ο Θοδωρής Κανελλόπουλος είναι δημοσιογράφος, copywriter σε διαφημιστική, παρουσιαστής στο dirty megazin στο Mega Channel.
To Boss Double Strawberry της Ζωή Παρασίδη
Το αγαπημένο μου παγωτό είναι το ξυλάκι BOSS με γέμιση παγωτό βανίλια, σιρόπι φράουλα και επικάλυψη σοκολάτας. Όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλα παρόμοια, με εξίσου ωραία γεύση στην αγορά των συσκευασμένων. Αλλά γιατί το συγκεκριμένο παγωτό προσπαθούσα να φτάσω στο ψυγείο του ψιλικά της γειτονιάς μου -με αποτέλεσμα να μπαίνω σχεδόν ολόκληρη μέσα μέχρι τα έβδομα μου γενέθλια. Γιατί αυτό το παγωτό έτρωγα εσκεμμένα αργά μπροστά στην παιδική μου φίλη, όταν εκείνη είχε ήδη καταναλώσει λαίμαργα το δικό της αναζητώντας μου μια μπουκιά. Γιατί καθώς έβλεπα το πλοίο που έπρεπε να προλάβω ξημερώματα Σαββάτου από το λιμάνι της Αιγιάλης για Πειραιά να φεύγει δίχως εμένα ήταν η πρώτη λιχουδιά που σκέφτηκα να με παρηγορήσει. Γιατί έχω τρίψει στο χέρι για χάρη του τόσα καλοκαιρινά ρούχα, όταν εκείνο το κομματάκι σοκολάτας κατέληγε όλα αυτά τα χρόνια με μαθηματική ακρίβεια πάνω μου.
Η Τρελή Πατούσα της Λίνας Ρόκου
Οι περισσότεροι όταν ήταν πιτσιρίκια κρατούσαν λίστα με πόσα και ποια παγωτά έτρωγαν. Όχι εγώ. Δεν έτρωγα πολλά παγωτά το καλοκαίρι, η μαμά μου έλεγε ότι έχω ευαισθησία στο λαιμό και δεν πρέπει να το παρακάνω. Δεν με πολυένοιαζε, δεν ήμουν μεγάλη φαν του είδους, αν εξαιρέσεις την Τρελή Πατούσα -πλέον κυκλοφορεί ως Πατούσα, προφανώς την πήραν τα χρόνια και σοβάρεψε- το ξυλάκι φράουλα με τα δαχτυλάκια επικαλυμμένα με σοκολάτα. Ακόμη το τιμάω που και που -γιατί και τώρα έχω ευαισθησία στο λαιμό #diskoli_paidiki_ilikia- , πωλείται μάλιστα και σε συσκευασία μαζί με τον αιώνιο αντίπαλο δέος το Τόνγκο, το ξυλάκι μπανάνα παύλα φατσούλα που πλέον ονομάζεται σκέτο Μπανάνα (meh). Τώρα που το σκέφτομαι όσοι μικροί γούσταραν την Τρελή Πατούσα θα έχουν αναδειχθεί σε μέγιστους ποδολάγνους. Όχι εγώ.
Το Boss Full Cookies της Όλγας Νικολαΐδου
Το καλοκαίρι για εμένα σημαίνει τρία πράγματα. Ύπνος, θάλασσα και παγωτό. Ειδικά το τελευταίο με κάνει να μου τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που το σκέφτομαι. Φαντάσου να βρίσκεσαι στο κέντρο της πόλης, μερικές ημέρες πριν τις διακοπές σου, ο ήλιος να σε καίει και το παγωμένο νερό να μην αρκεί για να δροσιστείς. Ένα παγωτό ξυλάκι θα σου δώσει μια γλυκιά και δροσερή ανάσα πριν «τα παίξεις» από την άπνοια του Αυγούστου . Λατρεύω κάθε παγωτό, κάθε γεύση, είτε είναι σε χωνάκι, είτε σε κυπελάκι. Η αλήθεια είναι όμως πως όπως σε όλα τα πράγματα έτσι και εκεί έχω το αγαπημένο μου. Κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι μου για μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα της πανέμορφης Βάρκιζας, περνάω από τον αγαπημένο μου περιπτερά, τον Αντρέα. Πλέον με έχει μάθει. «Το ίδιο;», με ρωτάει χαμογελώντας! «Πάντα», απαντώ! Ένα ξυλάκι boss, με κομμάτια μπισκότου, με κακάο, βουτηγμένο σε λευκή σοκολάτα. Άσπρο έξω, μπισκότο μέσα. Κάθομαι στο παγκάκι, δίπλα στο μικρό λιμανάκι, το παγωτό λιώνει από τη ζέστη, τα κομμάτια με το μπισκότο δίνουν μια ακόμα πιο γλυκιά γεύση στο επιδόρπιο μου! Τρώω μεγάλα κομμάτια γιατί δεν θέλω να χάσω ούτε μπουκιά. Μετά από μια δροσιστική βουτιά σε μια νησιωτική ακτή είναι σίγουρα η δεύτερη πιο απολαυστική καλοκαιρινή μου εμπειρία. Δοκίμασέ το και θα με θυμηθείς!
Το Cornetto Classico της Φιλίππας Δημητριάδη
Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που σιχαίνονται τη σοκολάτα και δεν είναι και οι μεγαλύτεροι φαν των γλυκών γεύσεων γενικότερα. Συνεπώς, το να βρω το παγωτό που μου ταιριάζει ως παιδί πήρε λίγο χρόνο. Τα ξυλάκια που περιβάλλονται από τη δροσερή αγκαλιά της παχιάς παγωμένης κρούστας σοκολάτας, που κρατά τη βανίλια καλά κρυμμένη σα θησαυρό και τα κυπελάκια που προσπαθούν να γίνουν πιο δελεαστικά με ρυάκια σιροπιού κεράσι ή φράουλα που διασχίζουν (ΠΑΛΙ) βουνοκορφές (της αγαπημένης μου) βανίλιας, στερούσαν από ένα δύσμοιρο κοριτσάκι την απόλυτη χαρά της νούμερο ένα καλοκαιρινής απόλαυσης. Μέχρι που μπήκε στη ζωή μου ο πύραυλος Cornetto Classico της Algida. Μικρός σε μέγεθος σε σχέση με άλλους πυραύλους του εμπορίου, δε σε μπουχτίζει. Η κρέμα του απαλή, δε σε λιγώνει. Το χωνάκι του, μουλιασμένο όσο πρέπει από την κρέμα στην αρχή του (ελάτε, let’s face it, σε όλους μας αρέσει αυτό) και τραγανό στο υπόλοιπο μέρος του, είναι ίσως το καλύτερο σημείο του. Στα άσετ, βάζω και το άφθονο φυστικάκι στο topping. Τα κομματάκια σοκολάτας που σχηματίζουν την περίφημη ακτίνα – σήμα κατατεθέν όλων των πυραύλων – δε με ενοχλούν καθόλου, καθώς είναι το επιτρεπτό όριο σοκολάτας που μπορεί να έχει κάτι το οποίο θα καταναλώσω. Ίσα να… Για τη γεύση, που λένε. Μοναδικό πρόβλημα, η Algida ήταν, και μάλλον συνεχίζει να είναι, το απόλυτο outsider στα brands παγωτών, αν και δεν καταλαβαίνω το λόγο. Άντε λοιπόν να βρεις στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς κάτι άλλο πέρα από EΒΓΑ ή Δέλτα. Το κυνήγι της αναζήτησης ενός ψυγείου Algida όμως, έκανε σαφέστατα απολαυστικότερη την κατανάλωση του παγωτού. Θυμάμαι έντονα να τρώω Cornetto Classico, κάθε φορά που επισκεπτόμαστε μια παραλία με τους γονείς μου στους Αγίους Θεοδώρους, καθώς το περίπτερο πλησίον της, είχε κάνει σωστό παιχνίδι. Με όχι και μεγάλη δυσκολία, αν κλείσω τώρα τα μάτια, νιώθω σα να γεύομαι την πλούσια κρέμα ενός Cornetto. Μόνο που η πρώτη μπουκιά, έχει και λίγο από αλάτι. Εκείνο που είχε μείνει πάνω στα χείλη μου, από την τελευταία βουτιά.
Και της Ασπασίας Κουλύρα
Το αγαπημένο μου παγωτό εμφανίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα δύο χρόνια πριν γεννηθώ. Το κλασσικό Cornetto. Αυτό που λίγο πριν τελειώσει, σου δίνει την χαριστική βολή με την σοκολάτα στον πάτο του πυραύλου. Αυτό που είχα κολλήσει στον τοίχο του δωματίου μου το καλοκαίρι του 1997 ανάμεσα στον Dylan και την Brenda. Αυτό το τόσο κλασσικό πια παγωτό που δεν ανησυχείς αν θα βγαίνει και του χρόνου και είναι πάντα τόσο ίδιο που η γεύση του σε πηγαίνει σε χίλια “τότε που..
Το Nο One του Παναγιώτη Μένεγου
Ένα ευρώ ρε φίλε. Ένα μόνο ευρώ (θα τσίμπησε λίγο παραπάνω με την αύξηση του ΦΠΑ – το πόσο περίεργο, ανάποδο κι ανώμαλο είναι το φετινό καλοκαίρι φαίνεται από το ότι δεν έχω φάει ούτε ένα φέτος για να το διαπιστώσω). Και πάντα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η ίδια γεύση. Καθόλου νοσταλγική και τέτοια λυρικά, παρότι τη διαφήμιση του Number One στην τηλεόραση τη θυμάμαι πιο πριν κι από το Ευρωμπάσκετ του ’87 που λέει ο λόγος. Η ίδια πάντα γεύση. Το βουλιμικό «ξεκόλλημα» της παγωμένης σοκολάτας στην κορυφή με τα λιγοστά αμύγδαλα (το πυραυλάκι στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με τη φωτογραφία-γραφιστική φαντασίωση που το συνοδεύει στο παρόν κείμενο), το κρέμα-σοκολάτα κυρίως πιάτο, το πέρασμα στο χωνάκι μέχρι την τελική εκκαθάριση σε χρόνο μικρότερο των τριών λεπτών (τέσσερα αν φοβάστε τα δοντάκια σας). Η ίδια πάντα γεύση. Όπως οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ ή τα αστυνομικά της Άγκαθα Κρίστι. Καμία, λέμε τώρα, έκπληξη – ίδια πάντα απόλαυση.
Το Κοκτέηλ του Θοδωρή Χονδρόγιαννου
Το πρώτο καλοκαίρι της χιλιετίας το πέρασα – ήμουν οκτώ χρόνων τότε – σε ένα μικρό χωριό, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο μοναδικό μίνι μάρκετ που υπήρχε και έπαιρνα παγωτό ξυλάκι. Είχε γίνει αυτή η συνήθεια ο αγαπημένος μου καλοκαιρινός θεσμός. Συνήθως, μαζί με το παγωτό, έπαιζα και μπάλα, κρατώντας το ξυλάκι στο χέρι. Μία μέρα, λοιπόν, το παγωτό «κατέρρευσε» πριν καλά καλά το γλείψω. Κλάματα, ιστορίες, ξέρετε. Όταν ξαναπήγα στο ψυγείο του μίνι, αποφάσισα να πάρω κάτι πιο ασφαλές. Προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν υπήρχε κυπελάκι με παιχνίδι από κάτω και μόνη επιλογή ήταν το παγωτό «κοκτέηλ», με αυτή την τόσο απλή συσκευασία για ένα οκτάχρονο. Είδα και απόειδα, το πήρα, καθώς μου επέτρεπε να παίζω μπάλα και ταυτόχρονα να το καταβροχθίζω άφοβα. Σιγά-σιγά άρχισα να το συνηθίζω και μου άρεσε. Είναι που το έπαιρναν και λίγοι μπόμπιρες, ένιωθα έτσι πως είχα κάτι ξεχωριστό στα οκτώ μου χρόνια.
H Mπομπονέλα και το Λάκυ Καπ του Δημήτρη Μαυροκεφαλλίδη
Μπομπονέλα. Φυσικά τα σχολικά χρόνια στα 90s είναι συνυφασμένα με την εβδομάδα εκείνη του Μαϊου που η καντίνα του σχολείου γέμιζε τα ψυγεία της με πολλές κούτες, το μοναδικό συσκευασμένο παγωτό που είχε τέτοια κατανάλωση, από αυτό το είδος γρανίτας σε νάυλον διαφανή σωληνοειδή συσκευασία που άνοιγες από πάνω (καθόλου εύχρηστο γιατί το κόψιμο που θα έκανες μπορεί να σου «κόστιζε» ποσότητα από το λαχταριστό προϊόν) και έσπρωχνες και έτρωγες την δροσιστική γρανίτα. Μπορεί να είχε και είκοσι δραχμές. Είχε και γεύσεις, κόκα κόλα και λεμόνι (οι αγαπημένες μου) και φράουλα! Note: Τα άδεια σακουλάκια που τρώγαμε μετά τα κάναμε νερόμπομπες. Ναιντίλες και έτσι.
Δεύτερο αγαπημένο μου το Λάκυ Κάπ, τα γνωστά κυπελάκια που στον πάτο είχαν παιχνίδι. Αποκάλυψη: οταν μικρός (ε;) και επειδή ο παππούς είχε φυσικά το καλύτερο ζαχαροπλαστείο που πουλούσε και συσκευασμένα πήγαινα εγω στο ψυγείο την ώρα που κοιμόταν εκείνος και άνοιγα τους πάτους για να πάρω τα παιχνίδια. Αν κάποιο το είχα διπλό το ξαναέβαζα μέσα και κολλούσα τον πάτο απο αλουμινόχαρτο με σελοτειπ. Α, και το ριχνα στην εταιρία που τα φερνει ελαττωματικά. Ντάξ κατηγορήστε με και γι αυτό.