Υπάρχει, μέχρι και σήμερα, μια ευρέως διαδεδομένη λανθασμένη αντίληψη πως οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν επιλογή και μέρος ενός τρόπου ζωής. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για σοβαρές και συχνά θανατηφόρες ασθένειες που σχετίζονται με δυσλειτουργίες στις διατροφικές συνήθειες των ατόμων, οι οποίες επηρεάζουν την υγεία τους, τη συμπεριφορά τους, τις σχετικές σκέψεις, τα συναισθήματα, αλλά και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται παραγωγικά σε σημαντικούς τομείς της καθημερινότητας. Η επίμονη ενασχόληση με το φαγητό, το σωματικό βάρος και τις διαστάσεις του σώματος, μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη των διατροφικών διαταραχών, με πιο κοινές από αυτές τη νευρική ανορεξία, τη νευρική βουλιμία και τη διαταραχή υπερφαγίας.
Οι επιβλαβείς διατροφικές συμπεριφορές που υιοθετούν τα άτομα τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με τη διαταραχή πρόσληψης τροφής, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ικανότητα του σώματός τους να λάβει και να δεχτεί την κατάλληλη ποσότητα τροφής. Εάν το άτομο που πάσχει από κάποια διατροφική διαταραχή δεν λάβει άμεσα περίθαλψη και ψυχοθεραπευτική φροντίδα, μπορεί να θέσει τον εαυτό του ακόμη και σε προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την καρδιά, το πεπτικό σύστημα, τα οστά, τα δόντια και τη στοματική κοιλότητα.
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής συχνά αναπτύσσονται στην πρώιμη και όψιμη εφηβεία, αν και μπορούν να εκδηλωθούν και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι σημαντικό να αναδειχθεί ότι επηρεάζουν άτομα κάθε φυλετικής/εθνοτικής καταγωγής, σωματικού βάρους και φύλου. Αν και η ακριβής αιτία των διατροφικών διαταραχών παραμένει άγνωστη, όπως συμβαίνει και με άλλες ψυχικές ασθένειες, μπορεί να υπάρχουν αρκετοί υπαίτιοι παράγοντες: Ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν διατροφικές διαταραχές, ενώ βιολογικοί παράγοντες όπως αλλαγές στις χημικές ουσίες του εγκεφάλου, μπορεί συμβάλλουν στην εκδήλωσή τους. Συγκεκριμένα, είναι σημαντικά πιο πιθανό να εμφανιστούν σε άτομα που έχουν γονείς ή αδέλφια που είχαν αντιμετωπίσει στο παρελθόν κάποια διαταραχή, ενώ τα άτομα που αναπτύσσουν διατροφικές διαταραχές εμφανίζουν συχνά ιστορικό άλλων ζητημάτων ψυχικής υγείας, όπως αγχώδη διαταραχή, κατάθλιψη ή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών, είναι σημαντικό ο περίγυρος του ατόμου να αναζητήσει έγκαιρα την κατάλληλη θεραπεία. Δεδομένου ότι τα άτομα με διατροφικές διαταραχές μπορεί συχνά να εμφανίζουν συννόσηση, την ύπαρξη δηλαδή δύο ή περισσότερων ψυχικών διαταραχών, είναι σημαντικό να έρθουν σε επαφή με την ατομική, ομαδική ή/και οικογενειακή ψυχοθεραπεία, παράλληλα με την ιατρική περίθαλψη και παρακολούθηση, τη διατροφική συμβουλευτική, αλλά και την ψυχιατρική αγωγή στην περίπτωση που κριθεί αναγκαία. Όπως δείχνουν τα έως τώρα στοιχεία, φάρμακα όπως τα αντικαταθλιπτικά, τα αντιψυχωσικά και οι σταθεροποιητές της διάθεσης, μπορεί να αποβούν ωφέλιμα για τη θεραπεία των διατροφικών διαταραχών και άλλων συνυπαρχουσών ψυχικών ασθενειών.
Η ψυχογενής ή νευρική βουλιμία (bulimia nervosa) είναι μία από τις πιο συνηθισμένες διατροφικές διαταραχές, της οποίας ο εκτιμώμενος επιπολασμός στον γενικό πληθυσμό, ανέρχεται στο 0.3%, ενώ είναι πέντε φορές υψηλότερος στις γυναίκες (0,5%) από τους άνδρες (0,1%). Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν υπάρξει απόπειρες καταγραφής των Δ.Π.Τ., οι επιδημιολογικές μελέτες που είναι απαραίτητες για να έχουμε αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία δεν έχουν διεξαχθεί ακόμα.
Η Θάλεια Β., είναι μία 25χρονη γυναίκα που έχει έρθει αντιμέτωπη στο παρελθόν με τη νευρική βουλιμία. Σε μία συζήτηση που είχαμε μεταξύ μας πριν από μερικές ημέρες, μου είπε πως θέλει να μοιραστεί δημόσια την ιστορία της, ελπίζοντας πως όσα η ίδια βίωσε θα εμπνεύσουν και θα αφυπνίσουν άλλους ανθρώπους που αγωνίζονται για τη ζωή τους και τη θεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής. Έτσι και έγινε. Μερικές ημέρες αργότερα, η Θάλεια διηγήθηκε το βίωμά της στην Popaganda, κι εμείς παραθέτουμε με σεβασμό τα όσα μας είπε, σε πρώτο πρόσωπο:
«Η πρώτη μου ανάμνηση από τη αποβολή φαγητού, ήταν όταν ήμουν 14 ετών και η μητέρα μου έφτιαχνε ένα αλμυρό σουφλέ. Θυμάμαι σχεδόν να κρέμομαι από τον πάγκο της κουζίνας, νιώθοντας πως δεν μπορώ να του αντισταθώ. Και όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι. Ήθελα να καταβροχθίσω ολόκληρο το ταψί. Και δεν ήμουν ακριβώς χαρούμενη με αυτό. Περισσότερο ένιωθα μια θλίψη, αλλά ήθελα να το φάω όλο. Στην αρχή στα φανερά, ξεκίνησα να τρώω μεγάλες και ακανόνιστες ποσότητες φαγητού. Στο πρόγραμμά μου δεν υπήρχαν πια σταθερά γεύματα και ποσότητες. Μπορεί να σηκωνόμουν το πρωί από το κρεβάτι, να άνοιγα το ψυγείο και τα ντουλάπια της κουζίνας και να έτρωγα πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί, σε εντυπωσιακά μεγάλη ποσότητα. Δεν χόρταινα, δεν είχα αίσθηση του τι έκανα στον οργανισμό μου.
Φυσικά, τότε δεν μπορούσα να καταλάβω ότι κάτι περίεργο μου συμβαίνει. Και η μητέρα μου στην αρχή δεν είχε ανησυχήσει. Όταν όμως παρατήρησε ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έλειπαν μεγάλες ποσότητες φαγητού, αποφάσισε να μου μιλήσει και να μου πει πως πρέπει να σταματήσω να τρώω τόσο πολύ “γιατί θα πάρω κιλά και θα κάνω κακό στην υγεία μου”. Μερικές εβδομάδες αργότερα, άρχισε να κρύβει τα παχυντικά τρόφιμα – κυρίως τα γλυκά – τιμωρώντας με κάπως κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ήθελα να τρώω συνέχεια, πολλά διαφορετικά πράγματα σε μεγάλες ποσότητες. Και λίγο μετά πάντα τα απέβαλα.
Το μυαλό μου όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από την αναζήτηση τροφής. Παράλληλα, ένιωθα έντονη θλίψη, δεν ήθελα να συναναστρέφομαι με τους φίλους μου. Έψαχνα λοιπόν λυσσασμένα φαγητό λες και είχα να φάω δέκα μέρες. Και δεν είναι μόνο ότι έτρωγα μεγάλες ποσότητες φαγητού. Τις απέβαλα κιόλας κάνοντας εμετούς. Έφτασα σε σημείο να τρώω τρία σουβλάκια και πέντε τοστ και λίγο αργότερα να τα αποβάλλω. Η μητέρα μου δεν είχε καταλάβει κάτι για τους εμετούς, φρόντιζα να ανοίγω τη βρύση στο μπάνιο όταν έκανα. Αφού λοιπόν πια έβρισκα πολύ μικρότερες ποσότητες φαγητού στο σπίτι, άρχισα να ξοδεύω το χαρτζιλίκι μου για να αγοράσω fast food. Ήθελα να τρώω συνέχεια, πολλά διαφορετικά πράγματα σε μεγάλες ποσότητες. Και λίγο μετά πάντα τα απέβαλα, με αποτέλεσμα το σώμα μου να μην αλλάζει και να μην παίρνω κιλά. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η μητέρα μου δεν ανησυχούσε όσο θα έπρεπε, και άργησε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για δύο τουλάχιστον χρόνια. Είχα επίμονες φλεγμονές στο στόμα μου και πονόλαιμο εξαιτίας των εμετών, ενώ οι σιελογόνοι αδένες στην περιοχή του λαιμού και της γνάθου ήταν πρησμένοι. Τα γαστρεντερικά προβλήματα δεν άργησαν να έρθουν. Ήταν τότε που η μητέρα μου άρχισε να παίρνει χαμπάρι τι συμβαίνει. Ήμουν 16 περίπου ετών όταν εκδήλωσα παλινδρόμηση και έντονη αφυδάτωση καθώς απέβαλα συχνά υγρά. Τις φορές που δυσκολευόμουν να κάνω εμετό, έβαζα το δάχτυλό μου για να τον προκαλέσω. Ήμουν άρρωστη, ψυχικά και σωματικά, όμως τότε αδυνατούσα να το καταλάβω.
Η μητέρα μου είχε αντιληφθεί την υπερφαγία μου, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι τη διαδεχόταν η εξαναγκαστική αποβολή της τροφής. Μια μέρα με είδε να κλαίω πολύ. Ο λαιμός μου και το στομάχι μου πονούσαν τόσο, που δεν μπορούσα άλλο να κρύβομαι. Στο σχολείο είχαν αρχίσει να με κάνουν πέρα και να με θεωρούν περίεργη. Θυμάμαι στα διαλείμματα να αγοράζω φαγητό από την καντίνα και να το τρώω κρυφά, προσπαθώντας να μη με δουν. Η κατάστασή μου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Άρχισα να αναπτύσσω και ουλίτιδα, είχα ευαίσθητα ούλα και πόνο στα δόντια. Αναγκάστηκα να τα πω όλα στη μαμά μου, δεν άντεχα άλλο να υποφέρω.
Η πρώτη μου ανάμνηση από τη αποβολή φαγητού, ήταν όταν ήμουν 14 ετών και η μητέρα μου έφτιαχνε ένα αλμυρό σουφλέ. Θυμάμαι σχεδόν να κρέμομαι από τον πάγκο της κουζίνας, νιώθοντας πως δεν μπορώ να του αντισταθώ.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε να σκεφτεί πώς πρέπει να ενεργήσει. Χρειάστηκε να ψάξει αρκετά πράγματα στο διαδίκτυο για τις διατροφικές διαταραχές, και έτσι μου πρότεινε να κλείσουμε ραντεβού σε μία διατροφολόγο που εξειδικεύεται στις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Ήμουν εξοργισμένη, αρνιόμουν ότι έχω κάποιο πρόβλημα που σχετίζεται με το σώμα μου. Με πήγε σχεδόν σηκωτή εν τέλει η μαμά μου στη γιατρό και κάπως έτσι ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της θεραπείας μου. Τους πρώτους μήνες δυσκολευόμουν πολύ να ακολουθήσω τη διατροφή, συνέχιζα να κάνω στα κρυφά εμετούς – αν και η μαμά μου πια με καταλάβαινε. Όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορώ να ακολουθήσω τη διατροφή, αποφάσισε να συμβουλευτούμε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Μέχρι και σήμερα που είμαι υγιής, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, συνεχίζω να κάνω ψυχοθεραπεία συνθετικής προσέγγισης.
Τότε, συμβούλεψαν τη μητέρα μου να κάνω Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT), που συνίσταται για τις διατροφικές διαταραχές. Ίσως αυτή να ήταν πραγματικά η αρχή της σωτηρίας μου, όχι μόνο γιατί ξεκίνησα να αντιμετωπίζω τη βουλιμία, αλλά γιατί διαγνώστηκα και με κατάθλιψη η οποία ήταν εξίσου αναγκαίο να δουλευτεί ψυχοθεραπευτικά.
Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν στη θεραπεία, κατάφερα να εντοπίσω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου που σχετίζονταν με τη βουλιμία και σταδιακά να αναπτύξω έναν αντίλογο, υιοθετώντας έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψης. Το μεγαλύτερο βήμα, ήταν να αποδεχτώ πως είμαι βουλιμική και να αγαπήσω τον εαυτό μου. Η εξέλιξη της ψυχοθεραπείας, με βοήθησε να είμαι και πιο πιστή στις νέες διατροφικές μου συνήθειες. Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες, αλλά η ποσότητα της τροφής που προσλάμβανα άρχισε σταδιακά να μειώνεται, μαζί και οι εμετοί. Λίγο μετά τα 20 μου, υπήρχε ένα διάστημα υποτροπής, όπως με την κατάλληλη καθοδήγηση μπόρεσα να μην κατρακυλήσω ξανά.
Εάν μπορώ να πω ένα πράγμα στους ανθρώπους που βιώνουν κάποια διαταραχή πρόσληψης τροφής, είναι να μιλάνε. Να μιλάτε παιδιά, όποτε μπορέσετε, να εμπιστεύεστε τη δύναμη της αλλαγής και κυρίως τη δύναμη της ψυχής σας. Οι διατροφικές διαταραχής δεν είναι ανίατες. Αυτό να θυμάστε. Θεραπεύονται. Η ψυχή και το σώμα θεραπεύονται».