Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Το άστεγο σώμα των προσφύγων και η έξωση της ανθρωπιάς

Το μοναδικό πρόγραμμα που υπάρχει για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες που αντιμετωπίζουν την παύση της στέγασης τους είναι το Helios 2, το οποίο ούτως η αλλιώς αφορά ένα περιορισμένο χρονικό εύρος. Στο πλαίσιο του προγράμματος οι δικαιούχοι λαμβάνουν οικονομική βοήθεια για την πληρωμή του ενοικίου.

Αυτό, όμως, γίνεται αφού πρώτα υπογράψουν συμβόλαιο ενοικίασης, δηλαδή δεν υπάρχει πρόβλεψη για το διάστημα από την έξωση μέχρι τη λήψη επιδότησης και σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στο τέλος του Μάη, από τα 8752 άτομα που ήταν εγγεγραμμένα στο σύστημα μόλις τα 1590 λάμβαναν επιδότηση ενοικίου. Από την άλλη το να εξασφαλίσει μια προσφυγική οικογένεια συμβόλαιο μίσθωσης δεν είναι καθόλου εύκολο εγχείρημα.

Σημαίνει ότι πρέπει να διαθέτει ΑΦΜ, τραπεζικό λογαριασμό και τα νομιμοποιητικά έγγραφα στα χέρια της. Ωστόσο, όλα αυτά – αυτονόητα για τους περισσότερους και τις περισσότερες από εμάς – για τους πρόσφυγες αποδεικνύονται μια αέναη ταλαιπωρία καθώς οι διαδικασίες προχωρούν με εξωφρενικά αργούς ρυθμούς. Ενδεικτικά η Ινας ένω έχει λάβει το καθεστώς της προσφύγισσας από το Νοέμβρη, δεν έχει πάρει ακόμα τα χαρτιά της. Η ελληνική γραφειοκρατία που μπορεί να της πάρει 6 ή 12 μήνες για να βάλει μια υπογραφή και μια σφραγίδα, ζητάει από ανθρώπους λαβωμένους να αναλάβουν αυτοί το βάρος της ευθύνης της ένταξης τους. Να προσαρμοστούν άμεσα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό από το δικό τους γλωσσικό συμφραζόμενο, να βρουν δουλειά στη ρημαγμένη από την κρίση αγορά εργασίας, να υπερσκελίσουν την καχυποψία και το ρατσισμό ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και να μπορέσουν να συντηρηθούν οικονομικά. 

Είναι ανέφικτο και το γνωρίζουν καλά. Τους οδηγούν στο δρόμο αλλά δε θέλουν να φαίνονται. Γιατί μάλλον το gentrification και η ξιπασμένη γυαλάδα του ελιτισμού δεν ταιριάζουν με την απελπισία των κατατρεγμένων. Εδώ και έναν μήνα πρόσφυγες που είτε εκδιώχνονται από τα διαμερίσματα τους, είτε έρχονται από τη Μόρια συγκεντρώνονται στην πλατεία Βικτωρίας. Δε μπορούν να εξαϋλωθούν από τον πλανήτη. Κάπου πρέπει να σταθούν και είναι λογικό να πηγαίνουν σ’ ένα μέρος που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, που είναι όλοι μαζί, που βρίσκεται σε μια πολυπολιτισμική γειτονιάς της πόλης. Εδώ κι έναν μήνα οι αρχές επαναλαμβάνουν μια τακτική εμπαιγμού και βίας. Αδιαφορούν πλήρως για την επιβίωση τους, δεν οργανώνουν συσσίτιο, δε στέλνουν κάποια ιατρική μονάδα να περιθάλψει όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα. Αυτά τα κάνουν οι αλληλέγγυες ομάδες πολιτών. Οι αρχές προσπαθούν μόνο να τους απομακρύνουν συχνά με όρους ένοπλης μαφίας. 

Περάσαμε αρκετές μέρες στην πλατεία Βικτωρίας αυτό τον καιρό. Είδαμε μανάδες να ψάχνουν γάλα για να ταΐσουν τα μωρά τους, ανθρώπους άρρωστους, ανάπηρους, ηλικιωμένους, αυτιστικά παιδιά να ψάχνουν λίγη σκιά κάτω από τα δέντρα, γείτονες να φέρνουν ρούχα και φαγητό, κοινωνικές κουζίνες να μαγειρεύουν, καλλιτεχνικές ομάδες να στήνουν workshop για παιδιά, πιτσιρίκια να παίζουν στο χώμα. Είδαμε ΜΑΤ να κυκλώνουν την πλατεία, να παρατάσσουν κράνη, ασπίδες και ρόπαλά απέναντι σε υποκείμενα που κουβάλαγαν το τραύμα του πολέμου, υπαλλήλους της Αστυνομίας και του Υπουργείου να τάζουν ασύστολα ψεύδη στους πρόσφυγες για να τους βάλουν μέσα στα πούλμαν και τις κλούβες, να τους λένε ότι θα τους πάνε σ’ ένα ωραίο μέρος που θα είναι προστατευμένοι και να εννοούν την Αμυγδαλέζα, κι όταν δεν έπιαναν τα παρελκυστικά επιχειρήματα να τους παίρνουν τα παιδιά για να αναγκαστούν τους γονείς τους να τους ακολουθήσουν, να απαγάγουν κυριολεκτικά οικογένειες, να χτυπούν και να συλλαμβάνουν άτομα επειδή διαμαρτύρονται για την αστυνομική αυθαιρεσία. 

Η Α. είναι μια γυναίκα από το Αφγανιστάν, μητέρα δύο παιδιών. Τη συναντήσαμε ένα βράδυ στην πλατεία. Είχε επιστρέψει πάλι εκεί μετά τη σύντομη εμπειρία της στην Αμυγδαλέζα: «Ήμασταν στη Βικτώρια. Ήρθε η Αστυνομία και μας είπε ότι θα μας πάει σ’ ένα camp με κατάλληλες συνθήκες. Μας είπαν ψέματα. Το καταλάβαμε όταν φτάσαμε στην Αμυγδαλέζα. Δεν είναι δομή, είναι φυλακή. Ούτε φαγητό δε μας έδωσαν. Οι άλλοι έγκλειστοι μοιράστηκαν το φαγητό τους μαζί μας. Οχτώ μέρες μείναμε εκεί. Τους είπα ότι το παιδί μου είναι άρρωστο και δεν τους ένοιαζε. Ήρθαμε με βάρκα στη Λέσβο. Μας κράτησαν έξι μήνες στη Μόρια. Στο δάσος, χωρίς ρεύμα, χωρίς τίποτα. Παρακάλεσα δεκάδες φορές να μας πάνε κάπου καλύτερα γιατί είχα παιδιά. Οι γιατροί μου έλεγαν να μην έχω στρες αλλά πως γίνεται; Δεν έχουμε χρήματα, δεν έχουμε τίποτα. Μας λένε ότι δεν είναι δικό τους πρόβλημα, είναι δικό μας. Απηυδήσαμε για να ρθουμε εδώ, να βγάλουμε εισιτήριο. Αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε στην παραλία μερικά βράδια. Μας διώχνουν μόνο και μόνο επειδή καθόμαστε στην πλατεία. Μας διώχνουν από παντού».

Στο συμβολικό απόγειο της αλαζονικής μικροψυχίας, ο δήμαρχος της Αθήνας αποφάσισε να ξηλώσει τα παγκάκια από την πλατεία Βικτωρίας. Ο Κώστας Μπακογιάννης που σπατάλησε 28.500 ευρώ δημόσιου χρήματος για να τοποθετήσει κακαίσθητα και αντιλειτουργικά μεταλλικά παγκάκια στο Σύνταγμα, πριν λίγες μέρες αφαίρεσε τα παγκάκια που κάθονται οι φτωχοί/ες. Λες και η ίδια η πόλη είναι κι αυτή περιουσιακό στοιχείο της εξουσίας του νεποτισμού. 

Είναι σαφές ότι η στρατηγική της κυβέρνησης για τη στέγαση των προσφύγων δεν είναι μόνο αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης ή προχειρότητας. Εμπεριέχει αναπόσπαστα την υλική και ιδεολογική εκπλήρωση του «αβίωτου βίου». Μέσα από το συνωστισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – που η Χάνα Αρεντ είχε περιγράψει ως «εργαστήρια ολοκληρωτισμού» – και την αστεγία, παράγει σώματα «μιαρά», «ανεπιθύμητα» και «περιττά» που απογυμνώνονται από κάθε ιερή κάλυψη κι εκτίθενται ως τέτοια ακόμα κι όταν κρύβονται, αφενός για να υπογραμμίσουν τον κατασκευασμένο με όρους έθνους και φυλής διαχωρισμό του «εμείς» με τον «Άλλον» και αφετέρου για να λειτουργήσουν ως σκιάχτρο απώθησης για τις μελλοντικές προσφυγικές ροές. Μαζί με τις παράνομες και άκρως επικίνδυνες επαναπροωθήσεις που εφαρμόζονται συστηματικά στον Έβρο και στο Αιγαίο, οι συνθήκες διαβίωσης στον ελλαδικό χώρο συμπληρώνουν το ερεβώδες πλέγμα των πολίτικων του διακηρυγμένου κυβερνητικού στόχου της αποθάρρυνσης της προσφυγιάς. 

Ο Νίκος Κουραχάνης, είναι ερευνητής και μεταξύ άλλων συγγραφέας του βιβλίου «Πολιτικές Στέγασης Προσφύγων» (εκδόσεις Τόπος).

Μιλώντας στην Popaganda φωτίζει ορισμένες όψεις του ζητήματος: «Τα κονδύλια που διοχετεύονται από την ΕΕ στην Ελλάδα για το προσφυγικό διακηρυκτικά εντάσσονται στο πλαίσιο διαμόρφωσης αξιοπρεπών συνθηκών υποδοχής. Στην πράξη αυτό, μάλλον, δεν ισχύει. Αντίθετα, φαίνεται ότι η ανοχή σε φαινόμενα κοινωνικής εξαθλίωσης, όπως η διαβίωση σε hotspots με εξαπλάσιο πληθυσμό από τη χωρητικότητα τους, αποτελεί συνιστώσα της κατασταλτικής πολιτικής της. Αυτή η μορφολογία κοινωνικής διαχείρισης αποσκοπεί στην αποτροπή. Η αποτροπή είναι πολιτική επιλογή, όχι ανικανότητα. Και αυτό φάνηκε ανάγλυφα από το γεγονός ότι οι καταλήψεις στέγης προσφύγων με μηδέν ευρώ είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο από τα ακριβοπληρωμένα προγράμματα της ΕΕ για στέγαση σε στρατόπεδα. Η εξώθηση των προσφύγων στην αστεγία συνυφαίνεται με τη διοχέτευση τους προς τους θύλακες του κοινωνικού αποκλεισμού, της κοινωνικής αποστέρησης και, εν γένει, της παγίδευσης τους σε μια κατάσταση που δεν ευνοεί την κοινωνική χειραφέτηση. Εδώ, η ελληνική πολιτεία πρέπει να αποφασίσει αν επιθυμεί να έχει στην επικράτεια της πληθυσμούς που μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους ή που είναι εξαρτημένοι από κοινωνικές παροχές ακραίας φτώχειας. Αν προτιμά το πρώτο, τότε πρέπει να διασφαλίσει την πρόσβαση τους σε αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης συνδυαστικά με δράσεις κοινωνικής υποστήριξης ώστε να σταθούν στα πόδια τους. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι η στέγαση είναι μια απαραίτητη, αλλά ανεπαρκής από μόνη της, προϋπόθεση κοινωνικής ενσωμάτωσης. Χωρίς στέγαση, δηλαδή, δεν προχωράει οποιαδήποτε άλλη συζήτηση. Η επιλογή των εξώσεων χωρίς κανένα σχέδιο για το μετά, ουσιαστικά διακόπτει βάναυσα οποιαδήποτε προοπτική κοινωνικής ενσωμάτωσης τους. Αυτό το φαινόμενο, δυστυχώς, δεν παρατηρείται μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά, και για όσους δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στους βίαιους κανόνες της αγοράς ακινήτων». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Επιπλέον, η στεγαστική επισφάλεια εγκυμονεί για τον προσφυγικό πληθυσμό μια σειρά κινδύνους. Είναι οι υγειονομικοί κίνδυνοι που πολλαπλασιάζονται εν μέσω πανδημίας, η έκθεση στην αστυνομική, ρατσιστική και έμφυλη βία  αλλά το ενδεχόμενο εγκλωβισμού σε κάθε είδους κυκλώματα εκμετάλλευσης, μεταξύ των οποίων και εργασιακής εκμετάλλευσης. Οι άνθρωποι που ζουν ανέστιοι δεν έχουν καμία θωράκιση απέναντι στην εργοδοτική ασυδοσία. Πρέπει να πορευτούν μόνοι και ενδεχομένως να εξαναγκαστούν να εργαστούν με ιδιαίτερα επαχθείς όρους για νε επιβιώσουν.  «Μελέτες στις μεταναστευτικές σπουδές σχολιάζουν τις κακές συνθήκες υποδοχής των προσφύγων ως ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για την τοποθέτηση τους σε χαμηλού κύρους επαγγέλματα. Κάθε άνθρωπος θα προτιμήσει να ζει σε ένα διαμέρισμα μαζί με άλλους πέντε, αντί να κοιμάται σε ένα βρεγμένο χαρτόκουτο. Εύλογα, επίσης, θα διαλέξει να δουλεύει δώδεκα ώρες για είκοσι ευρώ, αντί να πεθάνουν από την πείνα τα παιδιά του. Το προσφυγικό μοιάζει σε ορισμένα σημεία με επανάληψη του μεταναστευτικού στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Εκεί, η κατασκευή ηθικών πανικών σε συνδυασμό με τη συνειδητή μη παρέμβαση του ελληνικού κράτους εξώθησε τους μετανάστες στο κοινωνικό περιθώριο και λειτούργησε απορρυθμιστικά για το σύνολο των εργασιακών σχέσεων. Κοινώς, η απουσία ενός πλαισίου εργασιακής προστασίας για τους πρόσφυγες δεν απειλεί μόνο τους ίδιους αλλά τους, ήδη αποδιαρθρωμένους, όρους απασχόλησης της εργατικής τάξης συνολικά» συμπληρώνει ο Νίκος Κουραχάνης. 

Παράλληλα, η κυβέρνηση μπλοκάρωντας την προοπτική της κοινωνικής ένταξης, εξωθώντας τους πρόσφυγες στο δρόμο και στον επιβιωτισμό, καλλιεργώντας μια ξενοφοβική ρητορική, υποδαυλίζει τον κοινωνικό αυτοματισμό και λαδώνει τις σκουριασμένες αλλά πάντα φονικές μηχανές του φασισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από πολλά χρόνια και ύστερα από τους πρόσφατους χειρισμούς στην πλατεία Βικτωρίας, επανεμφανίστηκαν ακροδεξιές πολεμικές γκρούπες με το γνωστό περίβλημα των «αγανακτισμένων κατοίκων».

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δηλαδή που παρουσιάστηκαν πρώτη φορά στον Άγιο Παντελεήμονα και μετέτρεψαν σύντομα τη γειτονιά σε μια χωρική ζώνη φόβου που έβαλε τη Χρυσή Αυγή στα βουλευτικά έδρανα. Η επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να στηρίξει τις συγκεκριμένες κινήσεις επίσημα στέλνοντας το βουλευτή της Κωνσταντίνο Μπογδάνο να περπατήσει δίπλα στον υπόδικο ναζί Ηλία Κασιδιάρη και να χρησιμοποιήσει την Αστυνομία για να διαλύσει βίαια το αντιφασιστικό κίνημα, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την επάνοδο των ταγμάτων εφόδου στο δημόσιο χώρο. 

Αυτόν τον ελάχιστα καλοκαιρινό Ιούλιο συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη στιγμή που ξεκίνησε να υλοποιείται ένας ακραίος κυβερνητικός σχεδιασμός που στοχεύει στην εξαθλίωση του προσφυγικού πληθυσμού και στην εξουδετέρωση οποιουδήποτε αντιπαραδείγματος στον κυρίαρχο ζόφο. Οι καταλήψεις στέγασης προσφύγων που αναδείχθηκαν σε εστίες αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης, παρέχοντας σε χιλιάδες ανθρώπους όχι μόνο αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης χωρίς να λαμβάνουν ούτε ένα ευρώ επιδότησης, αλλά και μια δυνατότητα να ανήκουν, να συγκροτούν σχέσεις και να έχουν λόγο στην καθημερινότητα τους, στοχοποιήθηκαν, λοιδορήθηκαν και κυνηγήθηκαν ανηλεώς.

Εκκενώθηκαν όλες βίαια. Οι άνθρωποι αποσπάστηκαν ακούσια από τους χώρους στους οποίους είχαν συγκροτήσει ταυτότητες και δυνατότητες, οδηγήθηκαν σε καταυλισμούς ή κατευθείαν στο δρόμο. Η μόνη προσφυγική κατάληψη που διασώθηκε από το κρεσέντο καταστολής, αντιμετωπίζοντας όμως συνεχείς απειλές και παρενοχλήσεις, είναι η κατάληψη στέγασης προσφύγων «Νοταρά 26». Η πρώτη που άνοιξε πριν πέντε χρόνια και πλαισιώθηκε από ένα πρωτόγνωρο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης. 

Οι πρόσφυγες, λοιπόν, δεν επιτρέπεται να μένουν στις καταλήψεις. Δεν επιτρέπεται να μένουν ούτε στα μισθωμένα με ευρωπαϊκά κονδύλια διαμερίσματα. Ούτε καν στα παγκάκια της πλατείας Βικτωρίας. Ζούμε μια κυνική και σαρωτική έξωση της ανθρωπιάς. Βαριές μέρες που προλειαίνουν μια επανάληψη της φασιστικής και κρισιακής δυστοπίας της περιόδου 2011 – 2013. Απλά κανένας πλέον δε δικαιούται να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει τι γίνεται μετά. 

*O Siavash Shahabi που γύρισε τα βίντεο είναι Ιρανός πρόσφυγας στην Ελλάδα, αντιφασίστας και δημοσιογράφος. 

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα