ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Όπου φύγει-φύγει οι γιατροί από Δημόσια Νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας

Ανατρέχοντας στις εκτιμήσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει σημειωθεί ρεκόρ αποχωρήσεων από το ΕΣΥ, που φτάνουν τις 10.000, ενώ η ομοσπονδία υπολογίζει ότι ο αριθμός των αποχωρήσεων μόνο για την τρέχουσα χρονιά, θα αγγίξει τις 5.000.

Η κατάσταση με τους γιατρούς στα νησιά και τις ακριτικές περιοχές, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, έχει αποκτήσει επιδημικές διαστάσεις, αφού όλο και περισσότεροι παραιτούνται, ενώ σύμφωνα με τους ίδιους, το υπουργείο Υγείας δεν παρέχει τα κατάλληλα και αναγκαία κίνητρα ώστε να μετακινηθούν γιατροί και λοιπό ιατρικό προσωπικό από τις μεγάλες πόλεις της χώρας.

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται απόλυτα υποστελεχωμένο. Η παραίτηση του γιατρού της Σερίφου, Θανάση Κονταρή, τον περασμένο Μάιο, ήρθε να αναδείξει περισσότερο ένα πρόβλημα το οποίο επιμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ακολούθησαν τουλάχιστον δέκα ακόμα παραιτήσεις γιατρών. Την περασμένη εβδομάδα, η κατάσταση κορυφώθηκε με τις παραιτήσεις της Εύας Μιχαηλίδου, διευθύντριας ΜΕΘ στο Νοσοκομείο Αγρινίου, και της Καλλιόπης Μιχελάκου, διευθύντριας του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων στην Πρέβεζα.

Μέσω μιας φορτισμένης ανάρτησης, η διευθύντρια του Κοινοτικού Κέντρου εξήγησε τους λόγους που την ώθησαν να παραιτηθεί από το ΕΣΥ. «Παραιτήθηκα από την εργασία μου και από το ΕΣΥ για να απαλλαχθώ από τα κακοποιητικά πλαίσια», θα πει η Καλλιόπη Μιχελάκου στην Popaganda.

«Υπάρχουν κάποια ανθρώπινα όρια τα οποία δεν μπορείς να ξεπερνάς επ’ αόριστον χωρίς επιπτώσεις και στη δική σου υγεία»

Η ίδια περιγράφει μια κατάσταση ακραίας εργασιακής εξουθένωσης, η οποία την οδήγησε να παραιτηθεί από την θέση της μετά από 15 χρόνια αδιάκοπης εργασίας. Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να καλύψει τις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού τριών νομών (Πρέβεζας, Άρτας, Λευκάδας), όντας η μοναδική ψυχίατρος παιδιών και εφήβων στο ΕΣΥ. Εδώ και πολύ καιρό λειτουργούσε χωρίς στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας για τους ασθενείς, με την αναμονή για ραντεβού να φτάνει τους 14 μήνες. Όπως μας λέει, «Αναλάμβανα από γνωματεύσεις, διαγνωστικές εκτιμήσεις, επείγοντα περιστατικά, θεραπευτικές παρεμβάσεις σε πολύ σοβαρές ψυχοπαθολογίες, συνεργασίες με σχολεία, δικαστικές πραγματογνωμοσύνες για σοβαρές κακοποιήσεις και άλλα πολλά. Υπάρχουν κάποια ανθρώπινα όρια τα οποία δεν μπορείς να ξεπερνάς επ’ αόριστον χωρίς επιπτώσεις και στη δική σου υγεία».

«Είναι σημαντική η αυτοφροντίδα και η προστασία απέναντι στην επαγγελματική εξουθένωση, το burnout», τονίζει η ψυχίατρος, ανοίγοντας τον πολύ σημαντικό διάλογο της ανάγκης διασφάλισης της ψυχικής ισορροπίας των ειδικών που ασχολούνται με την ψυχική υγεία άλλων ανθρώπων. Και συμπληρώνει ότι «ενώ η δομή παραμένει υποστελεχωμένη διαχρονικά, οι διοικήσεις δεν έχουν μπει ποτέ στον κόπο να προκηρύξουν θέσεις που μένουν κενές λόγω και ρουσφετολογικών μετακινήσεων προσωπικών του Κέντρου (π.χ. η μοναδική ψυχολόγος που διέθετε το Κέντρο μετατέθηκε από το 2014 χωρίς να προκηρυχθεί ποτέ η κενή θέση)».

Σε συνδυασμό με τις μεγάλες ελλείψεις και τη χρόνια αδιαφορία του κράτους για το Κέντρο στο οποίο εργαζόταν, η κα. Μιχελάκου επισημαίνει πως, μαζί με την «επιστημονική αξιοπρέπεια ενός γιατρού, όλα αυτά σε οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτή την παραίτηση». Παράλληλα, καταγγέλλει την αδιαφορία του κράτους για τη δυνατότητα μετεκπαίδευσης στις νέες θεραπευτικές δυνατότητες που ανοίγονται στον κλάδο. «Αναγκάζεσαι να πληρώνεις διαρκώς και αδρά από την τσέπη σου για να μπορείς να παραμένεις σε επαφή με τις επιστημονικές εξελίξεις», αναφέρει.

«Συνάντησα πολλά εμπόδια και αντιστάσεις προς την αλλαγή και τη βελτίωση»

Μία ακόμα γυναίκα με αξιομνημόνευτο επιστημονικό έργο, η Εύα Μιχαηλίδου, ανακοίνωσε την παραίτησή της από τη θέση της διευθύντριας στη ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Αγρινίου, «για λόγους ευθιξίας και αξιοπρέπειας». Επικοινωνήσαμε μαζί της, και μας ανέλυσε περαιτέρω τους λόγους που οδήγησαν στην παραίτηση.

Η γιατρός είχε αφήσει τη μόνιμη θέση της στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για να αναλάβει τη ΜΕΘ Αγρινίου, που είχε γίνει γνωστή για ποσοστό θνησιμότητας 100%, όταν λειτουργούσε ως ΜΕΘ για τον Covid-19. Αν και μέσα σε 7 μόλις μήνες η γιατρός μείωσε το ποσοστό θνησιμότητας στο 13-14%, νοσηλεύοντας μάλιστα διπλάσιους ασθενείς από αυτούς που δεχόταν η ΜΕΘ κατά μέσο όρο σε έναν χρόνο, συνάντησε «πολλά εμπόδια και αντιστάσεις προς την αλλαγή και τη βελτίωση». Όπως μας λέει, «Έδωσα πάρα πολύ μεγάλο αγώνα και εδραίωσα νέα πρωτόκολλα, όμως δεν μπορώ να λειτουργήσω τη ΜΕΘ με τον τρόπο που θέλω».

Η ίδια πραγματοποιούσε μέχρι και 22 εφημερίες τον μήνα, εκ των οποίων πολλές έμεναν απλήρωτες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, η διοίκηση του νοσοκομείου, η 6η Υγειονομική Περιφέρεια και το υπουργείο Υγείας αδιαφόρησαν για τις συνεχείς εκκλήσεις της για στελέχωση της ΜΕΘ, η οποία είχε μείνει με ελάχιστο προσωπικό, ενώ δεν έλειψε και ο πόλεμος προς το πρόσωπό της «από ανθρώπους που είχαν συνηθίσει στην προηγούμενη κατάσταση αδράνειας».

Οι παραιτήσεις δεν σταματούν εδώ

Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), οι Ενώσεις νοσοκομειακών γιατρών που είναι μέλη της ΟΕΝΓΕ και τα σωματεία εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία: «έχουμε πολλές φορές επισημάνει την καταιγίδα παραιτήσεων ειδικευμένων γιατρών λόγω εφημεριακής υπερεξόντωσης, λόγω αναγκαστικών εντολών για ετεροαπασχόληση και μετακίνηση, αλλά και λόγω επιστημονικής και μισθολογικής απαξίωσης, όμως δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική κίνηση από την πλευρά του υπουργείου Υγείας».

Στο νοσοκομείο Σπάρτης, το Επιστημονικό Συμβούλιο με έγγραφό του αναφέρει 3 παραιτήσεις ειδικευμένων Παθολόγων, εξαιτίας της εργασιακής εξάντλησης λόγω υποστελέχωσης και υπερεφημέρευσης. Παράλληλα, στο νοσοκομείο Χανίων υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους 4 ειδικευμένοι χειρουργοί, στις 5 Ιουλίου, επισημαίνοντας ότι η ιατρική υποστελέχωση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), καθιστά πολύ δύσκολη ως ακατόρθωτη τη λειτουργία των τμημάτων Γενικής Χειρουργικής.

Λουίζα Σολομών-Πάντα