ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η εκδικητική πορνογραφία ανάγεται σε κακούργημα. Πόσο συμπεριληπτικός είναι όμως ο όρος;

Μια νέα νομοθετική παρέμβαση του υπουργείου Δικαιοσύνης, που κατατέθηκε στη Βουλή, έρχεται να καλύψει το κενό που υπήρχε στον Ποινικό Κώδικα για το εξαιρετικά διαδεδομένο αδίκημα της «εκδικητικής πορνογραφίας» (revenge porn). Η νέα διάταξη, με την προσθήκη του άρθρου 336Α στον Ποινικό Κώδικα, περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. 

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με την προτεινόμενη ρύθμιση τυποποιείται ως «αξιόποινη πράξη που προσβάλλει τα έννομα αγαθά της γενετήσιας ζωής και ελευθερίας και υπό προϋποθέσεις και της ανηλικότητας, η μη συναινετική κοινολόγηση ή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσωπικών εικόνων ή οπτικοακουστικού υλικού που ανάγονται στη γενετήσια ζωή του παθόντος, ακόμα και αν αυτές δημιουργήθηκαν με τη συναίνεσή του». Η παραπάνω συμπεριφορά συνιστά μορφή σύγχρονης κυβερνοβίας, σύμφωνα με τον ορισμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποσκοπεί στο να εκθέσει, να στιγματίσει και να προσβάλλει τα θύματα.

Με τη νέα διάταξη, η εκδικητική πορνογραφία κωδικοποιείται από πλημμέλημα έως και κακούργημα, με ειδική πρόβλεψη για τους ανηλίκους και τη διακίνηση σε ευρύ αριθμό προσώπων κυρίως όταν πρόκειται για βιντεοσκοπημένο υλικό μεταξύ συντρόφων ή συζύγων, ενώ προβλέπονται ποινές από έναν χρόνο φυλάκισης μέχρι 10ετή κάθειρξη.

Ωστόσο, η εισαγόμενη από το σχέδιο νόμου ορολογία εκδικητική πορνογραφία αποδεικνύεται σημαντικά περιοριστική και δεν λαμβάνει υπόψη τον πιο συμπεριληπτικό όρο «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας» (image-based sexual abuse). Σύμφωνα με αυτόν, η εκδικητική πορνογραφία αποτελεί μόνο μία από τις εκφράσεις αυτής της μορφής έμφυλης κακοποίησης μέσω νέων τεχνολογιών. Είναι ακόμη αναγκαίο, το συγκεκριμένο άρθρο να ενσωματωθεί με τρόπο που να διασφαλίζει την εφαρμογή του και κυρίως την έγκαιρη και ολοκληρωμένη προστασία και των θυμάτων αυτής της μορφής έμφυλης βίας.

Με αφορμή τις τρέχουσες εξελίξεις, η Κέλλυ Ιωάννου, Λέκτορας Εγκληματολογίας και Διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, CSI Institute, εξηγεί στην Popaganda όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τη νέα διάταξη, επισημαίνοντας παράλληλα τον περιοριστικό και στιγματιστικό χαρακτήρα του όρου “revenge porn”.

Εκδικητική Πορνογραφία – δηλαδή;

Μέχρι πρότινος, όταν μιλούσαμε για εκδικητική πορνογραφία, το μυαλό μας συνήθως πήγαινε αποκλειστικά σε περιπτώσεις που ένας/μία πρώην ερωτικός σύντροφος είχε διανέμει μη συναινετικά σεξουαλικό υλικό – είτε κάποια φωτογραφία είτε κάποιο βίντεο, με τον/την πρώην ερωτικό του/της σύντροφο. Ωστόσο, όπως εξηγεί η Κέλλυ Ιωάννου, ο όρος αυτός, δεν αγγίζει το σύνολο των φαινομένων. «Πλέον, η τεχνολογία έχει εξελιχθεί και αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς μπορεί να πάρει τη φωτογραφία μας που είναι αναρτημένη στα social media και με πολύ αληθοφανή τρόπο, να την προσαρμόσει σε ένα βίντεο ερωτικού περιεχομένου, δίχως να καταλάβει κάποιος κάτι –  εκτός κι αν γίνει η σωστή εξειδικευμένη έρευνα, για να διαπιστωθεί ότι το συγκεκριμένο υλικό είναι ψευδές», αναφέρει η ίδια.

Επομένως, το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τη μη συναινετική διανομή υλικού, που ναι μεν μπορεί να έγινε η λήψη του συναινετικά, αλλά η διανομή του όχι. Πλέον, με την τεχνολογία του deep space και της AI (artificial intelligence), συναντάμε και περιστατικά στα οποία δεν υπάρχει ερωτική σχέση μεταξύ του θύτη και του θύματος, αλλά είτε για εκδικητικούς λόγους είτε για οικονομικά κίνητρα, ο θύτης καταφεύγει σε αυτή την ενέργεια.

«Εδώ, υπάρχει και μία ακόμη κατηγορία, βάσει της οποίας κάποιος μπορεί να έχει παραβιάσει προσωπικές μας συσκευές (όπως είναι το κινητό, ο υπολογιστής ή το τάμπλετ), στις οποίες εμείς μπορεί να έχουμε αποθηκευμένο κάποιο υλικό καθαρά για προσωπική μας χρήση, να γίνει υποκλοπή αυτού του υλικού και να αναρτηθεί. Και αυτή η περίπτωση, υπάγεται στην ίδια κατηγορία παρόλο που μπορεί να μην έχει υπάρξει κάποια πρώην ερωτική σχέση ή ερωτικό κίνητρο», εξηγεί η η κα. Ιωάννου.

Ιδιαίτερα περιοριστικός ο όρος εκδικητική πορνογραφία

«Εστιάζοντας στην πρώτη λέξη του όρου εκδικητική πορνογραφία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως τα κίνητρα ενός θύτη δεν είναι μόνο εκδικητικά, γεγονός το οποίο καθιστά ιδιαίτερα περιοριστικό τον όρο. Επίσης, εστιάζοντας στο κομμάτι της πορνογραφίας, μπορεί και πάλι ο νομικός όρος να έχει καθιερωθεί (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον όρο παιδική πορνογραφία), όμως από επιστημονική και ακαδημαϊκή άποψη, αλλά και για χάρη του περιορισμού της αναπαραγωγής στερεοτυπικών αντιλήψεων, δεν μπορούμε να μιλάμε για πορνογραφία». 

Η πορνογραφία, αφορά καθαρά μια ενέργεια με εμπορικό χαρακτήρα, ενώ όποιος εμπλέκεται σε αυτή, εμπλέκεται συνειδητά και προς οικονομικό όφελος. Μία κοπέλα ή ένα αγόρι που για προσωπική τους ευχαρίστηση, συναίνεσαν στη λήψη ενός υλικού το οποίο εν τέλει διέρρευσε, δεν έχει να κάνει με την πορνογραφία. Για τον λόγο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να καθιερωθεί ο όρος «τεχνολογική σεξουαλική βία» ή «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας», στη θέση του όρου «εκδικητική πορνογραφία».

Όπως τονίζει η κα. Ιωάννου, «αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα, είναι ότι δεν υπήρχε επί της ουσίας ένα συγκεκριμένο παραθυράκι του νόμου που να εξειδικεύεται σε αυτές τις υποθέσεις. Επομένως, όποιος μέχρι πρότινος είχε κινηθεί νομικά – είναι ελάχιστές οι περιπτώσεις που τα θύματα όντως προχώρησαν σε καταγγελία – μπορούσε να βρει νομική βοήθεια, μόνο για ό,τι αφορούσε τα προσωπικά του δεδομένα (στην περίπτωση, για παράδειγμα, που είχε υπάρξει υποκλοπή ενός δεδομένου στο οποίο το θύμα είναι το υποκείμενο που απεικονίζεται) ή τον εκφοβισμό. Κάτι τέτοιο λοιπόν, είναι πολύ περιοριστικό, καθώς μπορεί να μην είχαν προηγηθεί εκφοβισμοί και εκβιασμοί πριν τη δημοσίευση του υλικού».

«Μαθαίνοντας λοιπόν για όλα αυτά τα περιστατικά τα οποία δεν μπορούσαν να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα και ακούγοντας τις φωνές όλων εκείνων των ανθρώπων που είχαν υποστεί το πλήγμα από τη μη συναινετική διανομή του υλικού τους, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ένα αδίκημα, για ένα κακούργημα, το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται και στην Ελλάδα με την ίδια αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται άλλα αδικήματα, δεδομένου ότι ο αντίκτυπός του είναι πολύ μεγάλος», συμπληρώνει. 

Ο ψυχολογικός και κοινωνικός αντίκτυπος της τεχνολογικής σεξουαλικής βίας

Έχοντας μελετήσει περισσότερες από 30 υποθέσεις θυμάτων στην Ελλάδα, η Λέκτορας Εγκληματολογίας διαπίστωσε πως ο ψυχολογικός αντίκτυπος είναι ο ίδιος με τον αντίκτυπο ενός θύματος που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Η πλειονότητα δε των θυμάτων, αφορά γυναίκες ή άτομα που ανήκουν στην LGBTQI+ κοινότητα και για το λόγο αυτό, το κακούργημα της εκδικητικής πορνογραφίας υπάγεται στην ευρύτερη οικογένεια της έμφυλης βίας. 

«Σύμφωνα λοιπόν με τις συνεντεύξεις που έχω κάνει σε ελληνικές περιπτώσεις, συναντάμε στην πλειονότητά τους Μετατραυματικό Στρες (PTSD), κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό, διαταραχές ύπνου, αλλά και διατροφικές. Επίσης, υπάρχει μια διάκριση που σχετίζεται με τον μεσοπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο. Υπάρχουν περιπτώσεις θυμάτων που στην αρχή προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με όσα αποθέματα διέθεταν, έχοντας και τη στήριξη του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, και ύστερα από κάποιο διάστημα είδαμε πως άρχισαν να αναδύονται ποικίλα προβλήματα και κυρίως ζητήματα εμπιστοσύνης».

Τα περισσότερα θύματα, εκδηλώνουν ζητήματα εμπιστοσύνης σε μετέπειτα σχέσεις τους –  και όχι μόνο στις ερωτικές. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία κοπέλα να μου περιγράφει αυτό το βίωμα και να μου λέει πως ήταν “μία ψυχική φυλακή”, διότι, μπορεί να μην έκαναν άμεσα κάτι στο σώμα της, αλλά βίασαν τη ψυχή της. Παράλληλα, από ένα σημείο και μετά πολλά από τα θύματα έρχονται αντιμέτωπα με το body shaming, με ζητήματα αυτοπεποίθησης που αφορούν το σώμα τους, καθώς και με ζητήματα ελέγχου και αυτοεικόνας. Θεωρούν πως ό,τι και να κάνουν, δεν μπορούν να διαχειριστούν μία κατάσταση η οποία έχει ήδη διαδοθεί, γνωρίζοντας πως ό,τι ανεβαίνει στο διαδίκτυο, αφήνει το αποτύπωμά του».

Σύμφωνα με την έρευνα της κα. Ιωάννου, τα θύματα που ερωτήθηκαν αν θεωρούν πως η αντιμετώπιση της κοινωνίας ανάμεσα σε μία γυναίκα ή έναν ομοφυλόφιλο άντρα, είναι η ίδια με έναν straight άντρα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, απάντησαν αρνητικά. Σε αντίθεση με έναν άντρα-θύμα, που μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και «μάγκας» ύστερα από τη διαρροή προσωπικού του υλικού, σε μία γυναίκα θα αποδοθούν προσβλητικοί και σεξιστικοί χαρακτηρισμοί, γεγονός το οποίο συνδέεται έντονα με τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που σχετίζονται με το φύλο, με τη σεξουαλικοποίηση και τον χλευασμό των θηλυκοτήτων.

Το φαινόμενο πλήττει και ανηλίκους

«Το φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας, είναι σημαντικό να τονιστεί πως πλήττει και ανηλίκους. Στα σχολεία, για παράδειγμα, η διακίνηση υλικού υφίσταται κατά κόρον γιατί μέχρι πρότινος τα παιδιά πίστευαν ότι δεν θα τιμωρηθούν για την πράξη τους. Πέρα από την αλλαγή λοιπόν που εφαρμόζεται στο κομμάτι του νόμου, δεδομένου ότι αυτός αφορά και τα ανήλικα άτομα, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει η αντίστοιχη εκπαίδευση στα σχολεία, ώστε ακόμη και οι θύτες να ενημερώνονται για τις επιπτώσεις των πράξεών τους», λέει η κα. Ιωάννου.

Οι ενημερώσεις που πραγματοποιούνται, εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στα θύματα και όχι και στους θύτες, με αποτέλεσμα τα φαινόμενα να αναπαράγονται σε μεγαλύτερο βαθμό. «Είναι σημαντικό τα παιδιά να μάθουν πως δεν αξίζει για μία παιδική αφέλεια και για μια “πλάκα” να καταστρέψουν το μέλλον τους. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν πως θα υπάρξουν ποινές. Πλέον, αυτό που αφήνουμε ως ψηφιακό αποτύπωμα, μας συνοδεύει παντού και είναι μια νέα μορφή ταυτότητας. Επομένως, ένα παιδί το οποίο σήμερα καταφεύγει σε μια τέτοιου είδους ενέργεια, αύριο-μεθαύριο ενδεχομένως να χάσει μια θέση εργασίας, μία θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο των ονείρων του. Τα παιδιά ακούν, δεν υπάρχουν κακά παιδιά. Υπάρχει μια κοινωνία που αποτυγχάνει». 

Η δυσπιστία των παιδιών απέναντι στην οικογένεια

Στην πλειονότητά τους, έχει αποδειχθεί πως τα παιδιά δεν μιλούν εύκολα στους γονείς τους. Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιών και γονέων, όσον αφορά τα ζητήματα σεξουαλικότητας. Κάτι τέτοιο φυσικά, εξηγείται σημαντικά από το γεγονός ότι, μέχρι και σήμερα, η σεξουαλική αγωγή παραμένει εκτός σχολείου ως μάθημα.

«Το πρώτο πράγμα που μου έλεγαν τα παιδιά που έχω γνωρίσει στα σχολεία, ήταν, “σας παρακαλώ, μην το μάθουν οι γονείς μου γιατί θα με σκοτώσουν”. Πολλά θύματα, ακόμη κι όταν εν τέλει μίλησαν, δεν δέχτηκαν την ανάλογη υποστήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά κατακρίθηκαν ως “αφελή” επειδή έστειλαν τη φωτογραφία τους σε άλλο πρόσωπο. Εδώ γίνεται εμφανές και το κομμάτι του victim blaming: Σε ένα θύμα τραπεζικής απάτης, για παράδειγμα, δεν θα λέγαμε ποτέ, “ας μην έβαζες τα χρήματά σου στην τράπεζα”. Αντιθέτως, σε έναν άνθρωπο που έχει εξαπατηθεί διαδικτυακά λόγω της σεξουαλικότητάς του, του λέμε “ας μην έστελνες το υλικό”. Αυτό το παράδειγμα οφείλει να μας προβληματίσει».

Πώς μπορούν να κινηθούν τα θύματα βάσει της νέας νομοθεσίας;

«Πλέον, από τη στιγμή που το “revenge porn” αποτελεί κακούργημα, με το που μας συμβεί κάτι σχετικό, μπορούμε να απευθυνθούμε στις αρχές. Αρχικά, ένα θύμα πρέπει να πάει πρωτίστως στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του, με ό,τι υλικό διαθέτει. Πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες, να υποβάλλουμε όσα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας, κι απ’ εκεί και έπειτα το αρμόδιο Τμήμα της Δίωξης αναλαμβάνει την υπόθεση. Διατηρώ αρκετούς ενδοιασμούς όμως, για το πόσο γρήγορα θα κινηθούν οι νέες διαδικασίες», εξηγεί η κα. Ιωάννου.

«Εδώ, βρισκόμαστε για μία ακόμη φορά αντιμέτωποι με την ελληνική γραφειοκρατία και ειδικά σε περιπτώσεις που χρήζουν άμεσης παρέμβασης. Είναι αδιανόητο ένα θύμα να γνωρίζει ότι κυκλοφορεί, για παράδειγμα, μια φωτογραφία του και να μην υπάρχουν άμεσες ενέργειες, καθώς το υλικό συνεχίζει να αναπαράγεται και διαιωνίζεται ταυτόχρονα το ψυχικό τραύμα του θύματος. Τα ανήλικα δε θύματα που θα απευθυνθούν στο αστυνομικό τμήμα, πρέπει να το κάνουν με την παρουσία των γονιών τους. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε πως υπάρχει μεγάλη δυσπιστία απέναντι στις αρχές, μια δυσπιστία που εκφράζει τη γενικότερη ανασφάλεια απέναντι σ’ ένα ολόκληρο σύστημα – γεγονός που καθιστά ακόμη δυσκολότερη την απονομή δικαιοσύνης», καταλήγει.

Λουίζα Σολομών-Πάντα