Ρεάλ vs Aτλέτικο: Μαθήματα ισπανικής Ιστορίας και πολιτικής.


Είναι όπως οι περισσότερες διαμάχες δυτικών ποδοσφαιρικών κλαμπ στις μέρες μας: όσο κι αν το ψάχνει κανείς, το πολιτικοινωνικό έχει ουσιαστικά πάει περίπατο. Θεωρητικά εργατικό/αριστερό το προφίλ της Ατλέτικο και μεγαλοαστικό/δεξιό της Ρεάλ, όμως στους κόλπους των φαν τους συνυπάρχουν σήμερα, με αδιόρατες ποσοστιαίες διαφορές, τα πάντα: πλούσιοι, φτωχοί, μικρο-μεγαλοαστοί, κεντρώοι, αριστεροί, φασίστες, μετανάστες κ.ο.κ. Και πάλι πάντως, οι διαφορές ταυτότητας υφίστανται, μ’ έναν ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα που έχει διαμορφωθεί στη βάση της πορείας των δύο μεγάλων ομάδων της Μαδρίτης μέσα στο χρόνο.

Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλον τον κόσμο, ο φετινός τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ είναι Ρεάλ-Ατλέτικο. Εκτός ίσως από την ίδια την Ισπανία και ειδικότερα την πρωτεύουσά της: εκεί το ματς είναι Μαδρίδ-Ατλέτικο ακόμα κι αν είσαι φαν των δεύτερων. Το γεγονός μάλλον οφείλεται στην αρχική -από το 1902- ονομασία, Μαδρίδ Φουτ-Μπολ Κλουμπ, μοιάζει πάντως επίσης σαν η Ρεάλ να έχει οικειοποιηθεί το όνομα μιας θεωρητικά διαφιλονικούμενης πόλης, δείγμα της σχεδόν σαρωτικής της υπεροχής εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Ουσιαστικά έχει περάσει παραπάνω από μισός αιώνας από τότε που η Ατλέτικο σήκωσε για τελευταία φορά τόσο απειλητικά το κεφάλι. Ίσως, λένε ακόμα πέριξ του Βιθέντε Καλδερόν, όλα θα ήταν διαφορετικά, αν το 1959 ίσχυε ο κανόνας του εκτός έδρας γκολ. Ήταν στις 7 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, όταν οι δυο τους συναντήθηκαν στο παλιό στάδιο Μετροπολιτάνο στη ρεβάνς της νίκης της Ρεάλ με 2-1 στο Μπερναμπέου, στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το γκολ του στράικερ Ενρίκε Κογιάρ έδωσε τη νίκη με 1-0 στην Ατλέτικο.

Το σκορ αυτό ήταν όμως τότε αρκετό μόνο για ένα τρίτο και τελευταίο ραντεβού, εκείνη τη φορά στην ουδέτερη Σαραγόσα. Εκεί, σχεδόν μία εβδομάδα μετά (13 Μαΐου 1959), ο Κογιάρ σκόραρε ξανά, όμως το ματς το καθάρισαν οι δύο πιο κλασικοί pre-galacticos, Ντι Στέφανο και Πούσκας (2-1).  Οι τότε συσχετισμοί δυνάμεων απείχαν πολύ από τους σημερινούς. Προ iσπανικού Εμφυλίου. η Ατλέτικο ήταν ένα μέτριο κλαμπ και η Ρεάλ ένα καλούτσικο, κι οι δυο τους πάντως δεν είχαν καμία σχέση με την Αθλέτικ Μπιλμπάο, τη μεγάλη ομάδα από τη Χώρα των Βάσκων. Η έκβαση του Πολέμου και ο σχεδόν εμμονικός συγκεντρωτισμός της φρανκικής δικτατορίας, άρχισε άμεσα να δείχνει σημάδια: η Ατλέτικο κέρδισε το πρώτο της πρωτάθλημα αμέσως μετά τον Εμφύλιο (1940), κατακτώντας την πρώτη κούπα που απονεμήθηκε επί Φράνκο, έχοντας στον πάγκο της τον μυθικό προπολεμικό γκολκίπερ Ρικάρντο Θαμόρα, ο οποίος στη διάρκεια του Εμφυλίου είχε ταχθεί στο πλευρό των Εθνικιστών του μετέπειτα δικτάτορα της Ισπανίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ατλέτικο πανηγύρισε τον τίτλο άλλες τρεις φορές, ενώ η «Μαδρίδ» καμία. Δεν είναι τυχαίο που η γενικότερη αίσθηση ήταν ότι ο Φράνκο κατά βάση υποστήριζε την Ατλέτικο, την οποία, με το που άρπαξε τη διακυβέρνηση, έσπευσε να συνδέσει με τις ένοπλες δυνάμεις, μετονομάζοντάς τη από Αθλέτικ Κλουμπ ντε Μαδρίδ σε Αθλέτικ Αβιαθιόν (Αεροπορία), συγχωνεύοντας το μαδριλένικο κλαμπ με μια νεοϊδρυθείσα ομάδα αεροπόρων από τη Σαραγόσα. Το 1941 το Αθλέτικ έγινε Ατλέτικο, ύστερα από μια φρανκική νότα για εξισπανισμό των ξενόφερτων ονομάτων, ενώ ο σύνδεσμος με την αεροπορία κόπηκε το 1947, όταν και η ομάδα πήρε το τωρινό της όνομα. Η περίοδος 1947-48 συνδέθηκε με έναν θρίαμβο, 5-0 επί της Ρεάλ στο Μετροπολιτάνο, τη μεγαλύτερη ως σήμερα νίκη της Ατλέτικο κόντρα στους Μερένγκες. Ήταν το ξεκίνημα του Χελένιο Χερέρα, γνωστού και ως αρχιερέα του κατενάτσιο, στον πάγκο των Ροχιμπλάνκος, ο οποίος και θα τους οδηγούσε σε συνέχιση της χρυσής εποχής, ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘60.

Φωτογραφία της Ατλέτικο γύρω στα 1908, πριν οι γαλάζιες ρίγες της φανέλας γίνουν κόκκινες.

Ταυτόχρονα όμως η Ρεάλ άρχιζε κι εκείνη να χτίζει τον δικό της χαρακτήρα, που διαμορφώθηκε κυρίως γύρω από δύο προσωπικότητες, εξωγηπεδικά από τον πρόεδρο Σαντιάγο Μπερναμπέου και μέσα στο γήπεδο από το ξανθό αργεντίνικο βέλος, τον Αλφρέντο Ντι Στέφανο.  Η κατασκευή του νέου γηπέδου Τσαμαρτίν, όπως αρχικά ονομάστηκε το Μπερναμπέου, στη μεγάλη λεωφόρο Λα Καστεγιάνα, ολοκληρώθηκε το 1947, όταν ακόμα η Ατλέτικο αγωνιζόταν στο παλαιϊκό Μετροπολιτάνο (χτισμένο το 1923). Σύμβολο φρανκικής «ανάπτυξης» της εποχής, το φαραωνικό γήπεδο Τσαμαρτίν των 120.000 θέσεων υψώθηκε πλάι σε τράπεζες και μεγάλα εταιρικά γραφεία που επίσης πήραν θέση στον συγκεκριμένο δρόμο, κι άρχισε γρήγορα να μαγνητίζει τη φιλόδοξη στρατιωτική νομενκλατούρα, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος που έτσι κι αλλιώς είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στη Μαδρίτη.

Ο Σαντιάγο Μπερναμπέου, κάπου ανάμεσα σε μερικά από τα κύπελλα που έχει κερδίσει η Ρεάλ

Η έλευση του Ντι Στέφανο το 1953 από τους όντως ζάπλουτους Μιγιονάριος της Μπογκοτά, ύστερα από μια απίθανη διελκυστίνδα μεταξύ Ρεάλ και Μπαρτσελόνα, άρχισε σχεδόν αμέσως να επιδρά και στην αγωνιστική μεταμόρφωση των Μερένγκες, στη συγκυρία του ξεκινήματος των διασυλλογικών ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Κερδίζοντας τις 5 πρώτες μεγάλες ευρωπαϊκές κούπες, από το 1956 έως και το 1960, η Ρεάλ πήρε εύλογα το πάνω χέρι, δίνοντας την ευκαιρία στο καθεστώς να κάνει μια κάποια απόπειρα επίδειξης εξωστρέφειας, ύστερα από δύο δεκαετίες απομονωτισμού. Με όλες τις υπόλοιπες ψυχαγωγίες σε γενική καταστολή, το ποδόσφαιρο συγκέντρωνε όλο και μεγαλύτερα κοινά. Όσοι επέλεγαν τον κινηματογράφο, έπεφταν συχνά σε χονδροειδή προπαγανδιστικά φιλμάκια, όπως το Suspenso en Comunismo (1956), στο οποίο τρεις καρικατούρες κομμουνιστών πρακτόρων που καταφτάνουν στη Μαδρίτη με σκοπό να τρομοκρατήσουν την πόλη διαλύοντας το δίκτυο ηλεκτροδότησης, καταλήγουν να μαγευτούν από τις όμορφες γυναίκες και τον ισπανικό τρόπο ζωής, απαρνούμενοι την αποστολή τους και κλείνοντας τον επί της οθόνης τραγέλαφο παρακολουθώντας ένα ντέρμπι Ατλέτικο-Ρεάλ στο Μετροπολιτάνο.

 

 

Τόσο η Ρεάλ όσο και η Ατλέτικο εξυπηρέτησαν, ηθελημένα ή αθέλητα, τις φρανκικές επιδιώξεις, ιδιαίτερα στα κρίσιμα χρόνια της εγκαθίδρυσης της πιο μακρόβιας δυτικής δικτατορίας του 20ου αιώνα, αφήνοντας τις εστίες της όποιας –και ποδοσφαιρικής- αντίστασης να εκδηλώνονται στην περιφέρεια, κυρίως στην Καταλονία και τους Βάσκους. Τον Ιούνιο του 1964 και μέσα στο Μπερναμπέου η Εθνική Ισπανίας νικούσε τη Σοβιετική Ένωση με 2-1 κατακτώντας τον πρώτο της μεγάλο διεθνή τίτλο (Κύπελλο Εθνών Ευρώπης / Euro), μέσα σε κλίμα αποθέωσης για τον άνθρωπο που πλέον παρουσιαζόταν ως ο αρχιτέκτονας ενός ισπανικού (οικονομικού) «Θαύματος», που πλέον είχε και την ποδοσφαιρική του επιβεβαίωση –γνωστή η συνταγή.

Ο δικτάτορας Φράνκο στο κατάμεστο Μπερναμπέου, τη μέρα του τελικού Ισπανίας-Σοβ. Ένωσης για το Κύπελλο Εθνών του 1964

Είναι πάντως αλήθεια ότι οι γεωγραφικές, και κατ’ επέκταση κοινωνικές και ταξικές ρίζες των δύο ομάδων μέσα στην ίδια πόλη διαφέρουν –κι εκεί άλλωστε τέθηκαν οι βάσεις της μεταξύ τους αντιπαλότητας. Άλλη μια αναμέτρηση ενός πλούσιου βορρά εναντίον ενός φτωχού νότου, που πήρε κι επίσημη στάμπα το 1920, όταν το Μαδρίδ Φουτ-Μπολ Κλουμπ μετονομαζόταν σε Ρεάλ από τον ίδιο τον βασιλιά Αλφόνσο τον 13ο. Ήδη προτού χτιστούν κανονικά γήπεδα, η Μαδρίδ συνήθιζε να παίζει στην αριστοκρατική συνοικία της Μονκλόα, στα βορειοδυτικά, ενώ η Αθλέτικ μάζευε διαφορετικού τύπου κόσμο στις εργατικές κεντρικές γειτονιές των Κουάτρο Καμίνος και Τετουάν. Αυτή η αρχική διαφοροποίηση φάνηκε να επιδρά σε αυτό που με τα χρόνια διαμορφώθηκε ως ψυχοσύνθεση των οπαδών. Ειρωνικά, το Βιθέντε Καλδερόν, το μοντέρνο στάδιο της Ατλέτικο που χτίστηκε, με σημαντική καθυστέρηση, το 1966, βρίσκεται κατά μήκος της λεγόμενης Πασέο ντε λος Μελανκόλικος, στην Οδό των Μελαγχολικών δηλαδή, σε μια όντως καταθλιπτική περιοχή στα νότια της Μαδρίτης, στις όχθες του ποταμού Μανθανάρες.

Δεν είναι τυχαίο που η γενικότερη αίσθηση ήταν ότι ο Φράνκο κατά βάση υποστήριζε την Ατλέτικο, την οποία, με το που άρπαξε τη διακυβέρνηση, έσπευσε να συνδέσει με τις ένοπλες δυνάμεις, μετονομάζοντάς τη από Αθλέτικ Κλουμπ ντε Μαδρίδ σε Αθλέτικ Αβιαθιόν (Αεροπορία), συγχωνεύοντας το μαδριλένικο κλαμπ με μια νεοϊδρυθείσα ομάδα αεροπόρων από τη Σαραγόσα.

Παρόλο που η Ατλέτικο εξακολούθησε να έχει επιτυχίες μέχρι τουλάχιστον τα μέσα των ’70s -με αποκορύφωμα την απώλεια του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1974 από τη Μπάγερν Μονάχου, ύστερα από τη δραματική ισοφάριση του Σβάρτσενμπεκ στο τελευταίο λεπτό της παράτασης του τελικού των Βρυξελλών-, από τη στιγμή που το άθλημα άρχισε να λειτουργεί με άτεγκτους κανόνες αγοράς η Ρεάλ αύξησε εντυπωσιακά το προβάδισμά της, αναθέτοντας σταθερά τη διαχείρισή της στους κατάλληλους μάνατζερ. Μόνο η Μπαρτσελόνα, εκμεταλλευόμενη τις δικές της ιδιαιτερότητες, αποδείχτηκε ικανή να ακολουθήσει τους ρυθμούς αυτούς, τον καιρό που η Ατλέτικο οπισθοδρόμησε έχοντας, όπως αποδείχτηκε, την ατυχία να πέσει στα χέρια του άξεστου μπίζνεσμαν-πολιτικάντη-μαφιόζου Χεσούς Χιλ (μεταξύ 1987-2003).

Η Ατλέτικο, όπως κατέβηκε στον β’ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1958-59 κόντρα στη Ρεάλ

Κράτησε πάντως τον κόσμο της, στην παρα-λογική τού όσο με πληγώνεις τόσο με πωρώνεις: «Η Μαδρίδ είναι Ντίσνεϊ. Η Ατλέτικο είναι πιο αληθινή, σχετίζεται περισσότερο με την προσμονή και το συναίσθημα, μπορεί να γίνει από τρυφερή και υπέροχη μέχρι απογοητευτική και απαίσια», έλεγε με θυμοσοφία ένας Ροχιμπλάνκο φαν στο βρετανικό περιοδικό Four Four Two, που επιχείρησε ένα σχετικό ψυχογράφημα το 2006. Ήταν στα χρόνια ενός εφιαλτικού, για την Ατλέτικο, σερί, που είχε ξεκινήσει λίγο πριν από τον υποβιβασμό των Ροχιμπλάνκος στη Σεγούντα (Β’ κατηγορία) το 2000 και θα κρατούσε μέχρι τον περσινό τελικό του Κόπα ντελ Ρέι, του Ισπανικού Κυπέλλου, με τον Βραζιλιάνο σέντερ μπακ Ζοάο Μιράντα να κάνει το 2-1 στην παράταση μέσα στο Μπερναμπέου, χαρίζοντας την πρώτη χαρά ύστερα από 25 αγώνες δίχως νίκη απέναντι στη Ρεάλ.

Για τους φαν της Ρεάλ το ποδόσφαιρο έχει νόημα μόνο όταν νικάνε, ενώ γι’ αυτούς της Ατλέτικο, μόνο όταν φτάνουν κοντά στη νίκη. Η εξοικείωση με την ήττα είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει ξεχωριστή την Ατλέτικο.

Χαρά; Ίσως όχι και τόσο, αν πιστέψει κανείς όσα έλεγε στο Four Four Two ένας ουδέτερος, ο Μάικλ Ρόμπινσον, παλιός Ιρλανδός στράικερ της Λίβερπουλ και της Οσασούνα που έκανε δημοσιογραφική καριέρα στην Ισπανία: «Για τους φαν της Ρεάλ το ποδόσφαιρο έχει νόημα μόνο όταν νικάνε, ενώ γι’ αυτούς της Ατλέτικο, μόνο όταν φτάνουν κοντά στη νίκη. Η εξοικείωση με την ήττα είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει ξεχωριστή την Ατλέτικο. Οι φίλοι της θέλουν πάντα να νιώθουν αντίθετοι από κείνους της Ρεάλ, γι’ αυτό και είναι ουσιαστικά χαρούμενοι όταν χάνουν, γιατί αποδεικνύουν στους εαυτούς τους ότι νιώθουν περισσότερα και βαθύτερα από τους ‘άψυχους’ Μερένγκες. Είναι σχεδόν μαζοχισμός, σαν πασχαλιάτικο αυτομαστίγωμα».

Saber Perder, δηλ. Να Ξέρεις Να Χάνεις, ήταν ο τίτλος του βραβευμένου και πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος του Νταβίντ Τρουέμπα (2008), που εν πολλοίς εξελίσσεται στους κόλπους μιας ποδοσφαιρικής ομάδας η οποία δεν κατονομάζεται, γίνεται όμως εύκολα αντιλητό ότι πρόκεται για την Ατλέτικο. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, ο στίχος “Quel manera de sufrir (Τι τρόπος να υποφέρεις) έχει χαρακτήρα κατακλείδας στον επίσημο ύμνο για τα 100 χρόνια της Ατλέτικο, που έγραψε και τραγούδησε το 2003 ο διάσημος ισπανός τροβαδούρος και προφανώς ταγμένος στην ομάδα, Χοακίν Σαμπίνα:

 

Περίπου την ίδια περίοδο, ο ανέφελος κόσμος του τυπικού φαν της Ρεάλ στον γαλαξία των Ζιντάν, Φίγκο, Ραούλ, Ρονάλντο, Μπέκαμ και λοιπών, αντιπροσωπευόταν ιδανικά από το κοκέτικο twee pop κομμάτι “Sueño Merengue” (Μερένγκε Όνειρο) των Las Escarlatinas.

Πάντως ο Ροχιμπλάνκο θρίαμβος του 2013 δεν έμοιαζε με στατιστικό συμβάν. Έχοντας κερδίσει ένα μόνο ευρωπαϊκό τρόπαιο ως το 2010 (το μακρινό Κυπελλούχων του 1962), η Ατλέτικο αύξησε ξαφνικά, μέσα σε δύο χρόνια, τους εν λόγω τίτλους σε 5, κερδίζοντας τα Γιουρόπα Λιγκ και Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ των 2010 και 2012. Το πλέον ελπιδοφόρο για κείνους είναι ότι η εξέλιξη αυτή δεν πιστώνεται τόσο σε κάποιους βαθύπλουτους διοικούντες, όσο στους προπονητές της ομάδας, τον πρώην Κίκε Φλόρες και –ιδιαίτερα- τον νυν, Ντιέγκο Σιμεόνε, που κάθε άλλο παρά συμβιβασμένο με την ήττα θα τον έλεγες.  Η ισοπαλία-θρίαμβος του περασμένου Σαββάτου κόντρα στη Μπαρτσελόνα και η αποθέωση που επιφύλαξε το κοινό του Καμπ Νου στους νέους πρωταθλητές επιβεβαίωσε ότι ένας άνεμος αλλαγής πνέει στο ισπανικό, ου μην και το ευρωπαϊκό ποσόσφαιρο. Ήταν πάλι ένας αμυντικός, ο Ουρουγουανός Ντιέγκο Γκοντίν, που με κεφαλιά έσπαγε την κακοδαιμονία 18 χρόνων μακριά από τον τίτλο της La Liga.

Οπαδοί της Ατλέτικο γιορτάζουν δίπλα στο πούλμαν της ομάδας τον θρίαμβο με 2-0 επί της Ρεάλ στον τελικό Κυπέλλου του 1992

«Η Μαδρίτη είναι πια ερυθρόλευκη», δήλωνε σχεδόν προβοκατόρικα ο Σιμεόνε, προτού ακόμη πέσουν οι παλμοί στη Βαρκελώνη. «Υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να νικάς», συμπλήρωσε, ίσως και με μια δόση απειλής προς τη Ρεάλ, ενόψει του πρώτου, από το 1959, μεγάλου ευρωπαϊκού ραντεβού με τους Μερένγκες σε ουδέτερο έδαφος. Αυτή τη φορά μάλιστα ο αγώνας είναι τελικός. Παρά την τεράστια, υπέρ της Ρεάλ, διαφορά νικών στις μεταξύ τους συνολικές αναμετρήσεις (143-64), με κάποιο τρόπο η Ατλέτικο «την έχει» διαχρονικά σε one-off παιχνίδια (4 στους 5 νικηφόρους τελικούς Κυπέλλου Ισπανίας). Οι δάφνες του φετινού πρωταθλήματος είναι νωπές, ωστόσο η νίκη των ολόλευκων του Αντσελότι εξακολουθεί να θεωρείται ως το φυσιολογικό αποτέλεσμα. Μ’ ένα overdose αυτοπεποίθησης και ποδοσφαιρικής μαγκιάς, η Ατλέτικο ταξίδεψε στη Λισαβόνα οραματιζόμενη την ολική υπέρβαση του εαυτού της, σαν επιστέγασμα της εξίσου απίθανης πορείας της στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ταυτόχρονα, έχει μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να βυθίσει τη «Μαδρίδ» για πρώτη φορά σε ενδοσκόπηση, μήπως αυτή η Décima, η 10η μεγάλη κούπα, είναι τελικά στοιχειωμένη…

 

Αντρέας Κίκηρας

Share
Published by
Αντρέας Κίκηρας