Έχοντας περάσει τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του αγωνιζόμενος ενάντια στην έκδοσή του στις ΗΠΑ, με την κατηγορία της κατασκοπείας, ο ιδρυτής του WikiLeaks, Julian Assange, αποφυλακίστηκε την Τετάρτη αφού πέρασε τα τελευταία πέντε χρόνια -1901 δηλαδή μέρες- στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Belmarsh του Λονδίνου. Ο φακός τον κατέγραψε χθες να επιβιβάζεται σε ένα αεροπλάνο, με σκοπό να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του, την Αυστραλία – αφού πρώτα μετέβη σε ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ στις Μαριάνες Νήσους, κοντά στη γενέτειρά του, για να καταθέσει την ομολογία του και να καταδικαστεί (πιθανότατα σε ποινή που έχει ήδη εκτίσει στο Belmarsh), και στη συνέχεια να είναι ελεύθερος να ζήσει με τη σύζυγό του Στέλλα και τα παιδιά του.
Σε αντάλλαγμα για την ελευθερία του, ομολόγησε την «ενοχή» του σε μια ποινική κατηγορία βάσει του νόμου περί κατασκοπείας του 1917, τον οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο για να διώκει και να φιμώνει τους πληροφοριοδότες (whistleblowers). Η συγκεκριμένη κατηγορία είχε συνδεθεί με τον ρόλο του το 2010 στην αναζήτηση και δημοσίευση διαβαθμισμένων ή ευαίσθητων εγγράφων και βίντεο σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ και άλλα ζητήματα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η οδύσσειά του τελειώνει με μια συμφωνία ομολογίας σημαίνει ότι τα ζητήματα αυτά δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, άλλοι πληροφοριοδότες, δημοσιογράφοι και εκδότες θα μπορούσαν ακόμη να τιμωρηθούν για την αποκάλυψη απόρρητων πληροφοριών προς το δημόσιο συμφέρον. Αν και η ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) ανασαίνει, εξακολουθεί να διακυβεύεται.
Πίσω στο 2010, το WikiLeaks δημοσίευσε ένα βίντεο από μια αεροπορική επιδρομή στο Ιράκ που σκότωσε αμάχους, στρατιωτικά έγγραφα για τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καθώς και τηλεγραφήματα του State Department στα οποία διπλωμάτες έδιναν ειλικρινείς εκτιμήσεις για ξένες κυβερνήσεις, και τα οποία παρείχε η Chelsea Manning, αναλύτρια πληροφοριών του αμερικανικού στρατού εκείνη την εποχή. Οι πρωτοφανείς διαρροές έλαβαν τεράστια προσοχή, κάνοντας τον Assange στόχο, καθώς κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ όπως ο Γενικός Εισαγγελέας Eric Holder, σκέπτονταν με πάθος πώς θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν.
Στα τέλη του 2010, προτού οι ΗΠΑ του απαγγείλουν κατηγορίες, ο ιδρυτής του WikiLeaks κατηγορήθηκε για βιασμό στη Σουηδία. Οι σουηδικές αρχές εξέδωσαν ένταλμα σύλληψής του και ο ίδιος συνελήφθη στο Λονδίνο, αλλά γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Το 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου διέταξε την έκδοσή του στη Σουηδία, ωστόσο, προτού εκδοθεί, αξιωματούχοι της πρεσβείας του Ισημερινού στο Λονδίνο του χορήγησαν άσυλο, και έτσι άρχισε να ζει εκεί. Παρόλο που οι κατηγορίες για βιασμό αποσύρθηκαν το 2017, συνέχισε να ζητά άσυλο στην πρεσβεία μέχρι το 2019 για λόγους ασφάλειας.
Εκείνη τη χρονιά, η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου τον συνέλαβε τόσο επειδή δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο μετά την αποφυλάκισή του με εγγύηση το 2012, όσο και για λογαριασμό των ΗΠΑ. Αργότερα το ίδιο έτος, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποκάλυψε τις κατηγορίες που του απήγγειλε – όλες βάσει του νόμου περί κατασκοπείας. Στο μεταξύ, είχε ήδη κατηγορηθεί για συνωμοσία με σκοπό την παραβίαση του μυστικού δικτύου διαδικτυακού πρωτοκόλλου του Υπουργείου Άμυνας, για την απόκτηση διαβαθμισμένων πληροφοριών. Έκτοτε, ο Assange κρατούνταν στο Belmarsh, ζώντας σε ένα κελί 23 ώρες την ημέρα, ενώ αγωνιζόταν κατά των προσπαθειών της βρετανικής κυβέρνησης να τον εκδώσει στις ΗΠΑ.
Οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες έχουν λίγες ομοσπονδιακές προστασίες όταν πρόκειται να αναφέρουν και να δημοσιοποιήσουν ευαίσθητες πληροφορίες. Ενώ ο νόμος περί κατασκοπείας χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να στοχοποιήσει τους whistleblowers και τις πηγές που παρέχουν πληροφορίες στους δημοσιογράφους, δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν για να απαγγελθούν κατηγορίες σε δημοσιογράφο ή σε μέσο που δημοσίευσε πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος.
Η περιπέτεια του Assange διεύρυνε τον διάλογο για το κατά πόσο μπορεί να χαρακτηριστεί δημοσιογράφος, και σε τι βαθμό οι ενέργειές του μπορούν να θεωρηθούν ότι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Οι εισαγγελείς των ΗΠΑ υποστήριξαν ότι ο ίδιος δεν ήταν ένας σωστός δημοσιογράφος, αλλά ένας χάκερ και ένας ακτιβιστής με τη δική του ατζέντα, ο οποίος έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των αμερικανικών πηγών και επαφών.
Όπως είχε δηλώσει στο Vox ο δημοσιογράφος και καθηγητής της Σχολής Δημοσιογραφίας του Columbia, Todd Gitlin, «Στην περίπτωση του υλικού για εγκλήματα πολέμου, αισθάνομαι άνετα να πω ότι, συνεργαζόμενος με την Manning σε αυτό, ο Assange εκτελούσε μια δημοσιογραφική πράξη. Αλλά όταν απελευθερώνεις terabytes δεδομένων αδιακρίτως, δεν ξέρω πώς να το ονομάσω αυτό… δεν είναι αυτονόητο πως πρόκειται για δημοσιογραφία». Παράλληλα, ορισμένοι ειδικοί φοβούνται ότι η παραδοχή της ενοχής του Assange στην κατηγορία του νόμου περί κατασκοπείας, για τη διάδοση πληροφοριών εθνικής άμυνας, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ακόμα πιο επικίνδυνο προηγούμενο, καθώς δηλώνει ένοχος ως εκδότης.
Η απελευθέρωσή του είναι μια νίκη για τον ίδιο και τους πολλούς υποστηρικτές του σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι απαραίτητα μια σαφή νίκη για την ελευθερία του Τύπου. Η ομολογία ενοχής σηματοδοτεί ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να κυνηγήσει εκδότες που δημοσιεύουν πληροφορίες τις οποίες θα προτιμούσε να κρατήσει κρυφές, ακόμα και αν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι απόρρητες. Η κατάσταση θα συνεχίσει επίσης να είναι ζοφερή για τους whistleblowers που αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με κυβερνητικές ενέργειες που σχετίζονται με την εθνική άμυνα, ακόμα και αν οι πληροφορίες αυτές είναι προς το δημόσιο συμφέρον – αποκαλύπτουν δηλαδή ένα έγκλημα, την κατάχρηση δημόσιων πόρων ή τη σύγκρουση συμφερόντων εκ μέρους των ισχυρών, και άλλες μορφές διαφθοράς.
Ο νόμος περί κατασκοπείας θα μπορούσε να μην έχει επικαλεστεί
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της το 2021, η κυβέρνηση Biden είχε τη δυνατότητα να αποσύρει τις κατηγορίες για τον νόμο περί κατασκοπείας που είχε ασκήσει η προεδρία Trump. Εξάλλου, το υπουργείο Δικαιοσύνης υπό τον Barack Obama είχε επιλέξει να μην τις ασκήσει λόγω ανησυχιών για τις επιπτώσεις τους στη δημοσιογραφία, και είχε ομαλοποιήσει τη χρήση του νόμου του 1917. Οι εισαγγελείς των ΗΠΑ υπό τον Biden επέλεξαν, ωστόσο, να ασκήσουν τις κατηγορίες που είχε ασκήσει η προεδρία Trump, και αγωνίστηκαν για την έκδοση του Assange.
Αν και θα μπορούσαν να συνάψουν συμφωνία με βάση άλλες κατηγορίες, όπως πείθοντας τον Assange να δηλώσει ένοχος για το πλημμέλημα του κακού χειρισμού διαβαθμισμένων εγγράφων – ή να είχαν επιλέξει την κατηγορία της συνωμοσίας για χάκινγκ, η οποία δεν θα είχε τις ίδιες δευτερογενείς επιπτώσεις για τη δημοσιογραφία, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Συνέβη όμως για whistleblowers όπως η Reality Winner, η πρώην γλωσσολόγος του στρατού που έστειλε μια απόρρητη έκθεση σχετικά με τις ρωσικές προσπάθειες χειραγώγησης των εκλογών του 2016 στο Intercept, και η οποία παραδέχθηκε την ενοχή της για μη εξουσιοδοτημένη διαβίβαση πληροφοριών εθνικής άμυνας και καταδικάστηκε το 2018 σε πέντε χρόνια και τρεις μήνες φυλάκιση (τότε ήταν η μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ για ένα τέτοιο έγκλημα).
Με δεδομένο το τίμημα που έχουν πληρώσει ο Assange και άλλοι πληροφοριοδότες (σε μικρότερο βαθμό), για την αποκάλυψη πληροφοριών προς το δημόσιο συμφέρον, είναι εμφανές πως είναι καιρός να μεταρρυθμιστεί ο νόμος περί κατασκοπείας, και να προσαρμοστεί έτσι ώστε δημοσιογράφοι, πληροφοριοδότες και εκδότες να μπορούν να υποστηρίξουν ότι η αποκάλυψη κυβερνητικών πληροφοριών είναι πράγματι προς το δημόσιο συμφέρον.