Πάρτε το σαν συμβουλή την ώρα που θα φτιάξετε τη λίστα με τις δέκα μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπινου είδους. Ας πούμε τα δικά μου πρόχειρα. Το ταξίδι στον Άρη μπορεί να είναι το πρώτο άρα και η εξερεύνηση του διαστήματος γενικά. Στη δεύτερη θέση ο νόμος της βαρύτητας, η πενικιλίνη στο τρία και στο τέσσερα ίσως το φάρμακο που θα γιατρεύει όλους τους καρκίνους. Στο πέντε βάζουμε το διαδίκτυο, στο έξι την τεχνητή νοημοσύνη, στο επτά ο κινητήρας, στο οχτώ η ψύξη, στο εννιά η κάμερα και το γραμμόφωνο. Στο δέκα τώρα νομίζω όλες και όλοι πρέπει να ιεραρχούμε κάτι δικό μας και αυτό δεν πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από μια ταβέρνα που έχουμε ξετρυπώσει.
Με τον όρο καλή ταβέρνα μπορούμε να περιγράψουμε ένα χώρο που δε σου γεμίζει το μάτι αλλά το στομάχι με ποιοτικό φαγητό σε εξαιρετική τιμή. Εκεί που είτε κάτσεις 7 λεπτά είτε έξι ώρες δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει κανείς. Χωρίς καλοντυμένους σερβιτόρους, χωρίς λάδι τρούφας, χωρίς κρατήσεις. Χωρίς χρόνο. Είχε γράψει ο Κωστής Παπαγιώργης στα χρονογραφήματα του στην Απογευματινή (Υπεραστικά, Καστανιώτης) ένα κομμάτι που προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί πλημμυρίζουμε με ξένους τα καλοκαίρια στην ελληνική περιφέρεια. Γιατί, περπατώντας στα πρωτόγονα μονοπάτια της νησιωτικής ή ηπειρωτικής επαρχίας κατάφερναν και ξέφευγαν από το χρόνο μέσα σε τόπους που αυτός κυλά πιο αργά. Διακόπτεις από το χρόνο, εξού και διακοπές. Έτσι είναι και οι ταβέρνες, μια διακοπή από το χρόνο, ένα pit stop της καθημερινότητας.
Ο κύριος Πέτρος μαζί με τον αδελφό του Μήτσο, άνοιξαν την ταβέρνα Το Κορωπί στη Δάφνη (πλησίον της Γυμναστικής Ακαδημίας) πριν από 67 χρόνια. Αν δεν είσαι κάτοικος της περιοχής δεν υπάρχει ούτε ένα στο εκατομμύριο να τη βρεις. Πιο εύκολο είναι να εντοπίσεις μονοκύτταρους οργανισμούς στα πανύψηλες οροσειρές του Άρη. Το μενού είναι κάπως απλό: αρνίσια παϊδάκια (ζυγούρι), λουκάνικο, τζατζίκι, πατάτα τηγανητή, σαλάτα, χόρτα, τυρί.
Σε αλκοόλ, άφθονο λευκό κρασί από το Κορωπί, μπίρα και αναψυκτικά. Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ θ’ αναφέρω ότι το κιλό το ζυγούρι είναι στα 14 ευρώ. Μόνο να παρακολουθεί κανείς τη διαδικασία να κόβει στοργικά τα παϊδάκια και να τα βάζει στη σχάρα ο κ. Πέτρος, θα έπρεπε να δίνει το μισό του βιος αλλά τέλος πάντων.
Πέρα από το θάνατο του Μέγα Αλέξαντρου και όλο αυτό το μπέρδεμα με τον Ιησού, τα 33 είναι η χρονιά που αρχίζεις να παίρνεις τη στροφή στη λεωφόρο με τα άγχη. Η δουλειά, η οικογένεια, η αγωνία για το πώς θα τα προλάβεις όλα αρχίζει και σε καταδιώκει. Αρχικά το ζήτημα της επιβίωσης. Μετά οι λεπτομέρειες. Τα βιβλία, οι σειρές, το NBA2K, θα ταξιδέψω ποτέ στη Νέα Υόρκη, θα έχω εγγόνια για να τα βάζω να μου φέρνουν την πάπια;
Έτσι, σιγά σιγά αρχίζεις και κάνεις προγραμματισμό για όλα. Την Πέμπτη το καλοκαίρια έχει ποτάκια στο Luxus ή στον Μπάμπουρα, μια Παρασκευή σουβλάκια από τον Κώστα, τις Κυριακές έχει σειρές, κάθε βράδυ πρέπει δέκα σελίδες και 48 λεπτά απ’ οτιδήποτε. Όλοι το κάνουμε, απλά είναι διαφορετικά τα ραντεβού. Οπότε μια φορά τις 45 μέρες είναι η παρέα από το πανεπιστήμιο για φαγητό. Άντρες, μόνοι, πιρούνια, σάρκες και οινόπνευμα.
Κάποιοι πια έχουν οικογένεια, κάποιοι θα κάνουν, η συζήτηση με τον καιρό δεν περιστρέφεται γύρω από το ένδοξο παρελθόν αλλά από το παρόν. Πόσο συμβιβαστήκαμε άραγε, πως περνάμε με τις άλλες παρέες μετά που σκορπίσαμε, πόσο καλά ή κακά τα καταφέραμε; Και μετά να λυθεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Θα βγούμε από τα μνημόνια; Θ’ αγαπήσει αυτός ο τόπος τους νέους; Γιατί δεν φορολογούνται οι γιατροί και έπρεπε να παίξει ή όχι το καλοκαίρι στην Εθνική ο Αντετοκούμπο; Μεγάλες αλήθειες ή μεγάλες μπαρούφες που φωτίζονται από το χρώμα του κρασιού.
Οι γυναίκες δεν έρχονται γιατί δεν ανέχονται την ανδρική υπερβολή. Εφτά στόματα, δεν μπορείτε ν’ αντιληφθείτε τι μπορούν να καταβροχθίσουν. Είναι ίσως μια από τις πιο άβολες κατακτήσεις, αυτή η χαρά του «ξαναφέρε». Μετά από λίγο κυκλοφορούσαμε σε όλο το χώρο σαν ξεχασμένα πιτσιρίκια στην παιδική χαρά.
Το παιχνίδι θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο αν στη θέση του τζουκ μποξ δεν είχε μπει ένα καινούριο ηχοσύστημα. Είκοσι πέντε χρόνια πριν, το μόνο τζουκ μποξ που έχω ποτέ διατάξει στη ζωή μου, και τώρα να, στο ίδιο σημείο βρίσκομαι πάλι με περισσότερα χρόνια και κιλά και λιγότερα μαλλιά. Μήπως τελικά όλοι στο τέλος κάνουμε ό,τι έκαναν και οι γονείς μας;
Το Κορωπί βρίσκεται στην οδό Αρτέμωνος 122 στην Δάφνη. «Όχι», θα σκεφτούν κάποιοι «τι θέλετε και τις λέτε τις διευθύνσεις και τα καίτε τα μαγαζιά;» Ένας μεγάλος και καλοδιατηρημένος μύθος είναι ότι τα Μέσα καταστρέφουν μαγαζιά, τόπους, κορμιά και μαχαίρια. Η αλήθεια δεν είναι ακριβώς αυτή. Ένα καλό μαγαζί χαλάει μόνο όταν το αποφασίζει ο ιδιοκτήτης του. Και το Κορωπί 400 χρόνια να υπάρχει ακόμα , το ίδιο καλό θα είναι.
Για την ιστορία, η παρέα κατέληξε μετά στον Γιώργο Μαζωνάκη. Σαν ν’ αλλάξαμε πλανήτη. Ιδού και το πειστήριο.