Το καλοκαίρι τους κατάπιε

Τα σεντόνια ήταν δροσερά. Το στήθος της έκαιγε. Είχε μαζέψει πολύ ήλιο τόσες μέρες στο νησί. Εκείνος ήταν στο μπάνιο, ξέπλενε το σώμα του από την αλμύρα. Άκουγε το νερό να τρέχει. Τεντώθηκε, έτριψε την κοιλιά της πάνω στο λευκό ύφασμα που σκέπαζε το κρεβάτι. Δεν ήταν αρκετό. Τον σκέφτηκε γυμνό μέσα στη ντουζιέρα, να παίζει το πουλί του και ανατρίχιασε. Της καρφώθηκε η ιδέα ότι εκείνος μαλακιζόταν μέσα, ότι μαλακιζόταν και σκεφτόταν το τεράστιο στήθος της κοπέλας που είχε στρώσει την πετσέτα της μπροστά τους, στην παραλία εκείνο το μεσημέρι. Και αυτή η ιδέα της άρεσε. Πολύ. Φώναξε το όνομα του, εκείνος δεν απάντησε, ίσως δεν την άκουσε. Σε λίγο ο ήχος του νερού έσβησε. Τώρα θα σκουπιζόταν.

Ήρθε και ξάπλωσε πίσω της. Εκείνη κοιτούσε τα μισόκλειστα μπλε παντζούρια, εκείνος κοιτούσε τον κώλο της. Ένιωσε τα χείλια του στην πλάτη της, μετρούσε την ραχοκοκαλιά της με τη γλώσσα του, έστρεψε το βλέμμα της στο ταβάνι, είδε κύματα από πάνω της, νερό έσταξε στο μέτωπό της, στις ρώγες της, στους αστραγάλους της. Στέναξε όταν ένιωσε το σάλιο του, ανάμεσα στα πόδια της, στη σχισμή του κορμιού της.

Άρχισε να φυσάει, μελτέμι σε ένα τόσο δα δωμάτιο. Τα μαλλιά της έγιναν κουβάρι, οι βλεφαρίδες της μάκρυναν, τέντωσε κι άλλο το κορμί της. Μέσα στο κεφάλι της οι Chakachas έπαιζαν το Jungle Fever, κάτω από το κρεβάτι μια γοργόνα άρχισε να βογκάει από ευχαρίστηση, εκείνος συνέχιζε να τη γλείφει απόλυτα αφοσιωμένος, και στην πίσω τρύπα της τώρα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο παρά εκείνο το δωμάτιο με τους ιδρωμένους τοίχους.

Τα ζωγραφιστά δελφίνια στον πίνακα απέναντι από το κρεβάτι τους ζωντάνεψαν, άρχισαν να κολυμπούν γύρω τους, ακούστηκαν γέλια (από ποιους;), έκλεισε τα μάτια και είδε το πρόσωπό του, τα μάτια του να την κοιτούν με θαυμασμό για την τόση καύλα της.

Μπήκε μέσα της. Ένιωθε τις ωθήσεις του, τρεις βαθιές, μια πιο κοφτή, σύντομη, και μετά πάλι βαθιά. Ήταν το κέντρο του κόσμου, έκαναν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι όσο υπάρχουν στη γη, έκαναν κάτι εντελώς δικό τους, έχτιζαν τον κώδικά τους, εκατοστό το εκατοστό που βυθίζονταν μέσα της, αντάλλαζαν κύτταρα, χάριζαν dna ο ένας στον άλλον, πόσο γενναιόδωροι είμαστε όταν γαμιόμαστε.

Γύρισε, τον έφερε ανάσκελα, σκαρφάλωσε πάνω του, πήρε τα ηνία. Κάλπαζε, άκουγε το τραγούδι των σειρήνων, δεν το άκουγε, το τραγουδούσε. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, την προσκυνούσε με το βλέμμα του, αναγνώριζε τη θεϊκή της υπόσταση. Τα δάχτυλά του έτριβαν τις ρώγες της. Ένιωθε ότι θα εκραγεί και θα γεμίσει ο κόσμος ήλιο.

Το κρεβάτι έτριζε, έριξε το κεφάλι της πίσω, κοίταξε ψηλά, από πάνω της θάλασσα, από κάτω της τρικυμία. Σκαρφάλωνε ένα βουνό από αντρικά σώματα. Στην κορυφή του ούρλιαξε. Το καλοκαίρι τους κατάπιε.

Λίγα μέτρα παραέξω μια παρέα βουτούσε ψωμί στη χωριάτικη και γκρίνιαζε για τις προκάτ τηγανητές πατάτες.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου