«Στη φύση έχουν βρεθεί ως μονογαμικά ζώα μόνο δύο: ένα είδος κοτσυφιού κι ένα είδος φάλαινας», είπα στην Μαίρη προσπαθώντας να την παρηγορήσω. Με τον Μιχάλη ήταν μαζί εφτά χρόνια και μόλις είχε ανακαλύψει ότι εκείνος έβρισκε χαρά όχι μόνο ανάμεσα στα δικά της πόδια, αλλά και μιας συναδέλφου του. Επιστράτευσα λοιπόν αυτή την ατάκα του κ. Κωνσταντινίδη, διευθυντή του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, για να τη λογικεύσω καθώς η Μαίρη έκλαιγε τρεις μέρες τώρα. Στο κάτω κάτω πώς γίνεται να πολεμάμε για κάτι που είναι ενάντια στη φύση μας;
Δεν την παρηγόρησα. Αντιθέτως εισέπραξα την οργισμένη ερώτηση «Μου τον δικαιολογείς τώρα;». Κάπου εκεί αποφάσισα ότι η λογική δεν χωράει σε τέτοιες στιγμές. Αν χωρούσε η Μαίρη θα σκεφτόταν τον Μιγκέλ, έναν δίμετρο Ισπανό που είχε γνωρίσει πέρσι στις διακοπές και βρέθηκε το ίδιο βράδυ στο κρεβάτι της και ίσως έδειχνε μια διάθεση συγχώρεσης προς τον Μιχάλη. Το να ρίχνεις κέρατο είναι σίγουρα πιο εύκολο από το να το τρως. Ή μάλλον από τη γνώση ότι το έφαγες.
Γιατί στην πραγματικότητα πόσο να ανταγωνιστεί το σεξ της μιας φοράς μιας σχέση που εξελίσσεται εδώ και επτά χρόνια, μια σχέση που συμπεριλαμβάνει αμέτρητες στιγμές κοινού γέλιου, αγκαλιές, τσακωμούς, μοιρασμένο ύπνο, διακοπές, πρωινά ξυπνήματα, το «σ’ αγαπώ» και φυσικά πολύ σεξ; Ναι, είμαστε όλοι εγωιστές και δεν θέλουμε να παραδεχτούμε στον εαυτό μας ότι ο σύντροφός μας θα ποθήσει κάποια στιγμή κάποιο άλλο κορμί, θα καυλώσει με ένα άλλο σώμα, ακόμη κι αν έχουμε αισθανθεί έτσι κι εμείς. Αλλά όσο εγωιστές κι αν είμαστε, δεν είναι αυτό που μας φοβίζει. Μπαίνουμε σε μια διαδικασία σύγκρισης με ένα άλλο πρόσωπο, με έναν αντίζηλο.
«Θα τον/την ικανοποιήσει περισσότερο; Θα νιώσει μαζί του/της την ανατριχίλα της πρώτης φοράς; Κι αν ερωτευθεί; Κι αν του/της λείπει μετά;»
Ναι, ξέρουμε ότι η πολυγαμία είναι στη φύση μας, αλλά άλλο τόση στη φύση μας είναι να προστατεύσουμε τους απογόνους μας. Η πίστη είναι μια κοινωνική κατασκευή που όμως υπηρετεί μια φυσική μας ανάγκη: να μεγαλώσουν τα παιδιά με περισσότερη ασφάλεια. Και πώς θα γίνει αυτό; Όταν και οι δυο γονείς είναι εκεί, προσηλωμένοι στη φροντίδα του παιδιού τους.
Θα μου πεις τώρα η Μαίρη και ο Μιχάλης δεν είχαν παιδιά άρα ανατρέπεται η πιο πάνω θεώρηση των πραγμάτων. Όχι ακριβώς. Γιατί η πίστη προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας και σε εμάς τους ίδιους, ανεξάρτητα από τον αρχικό της σκοπό. Όταν εξασφαλίζουμε (ή έτσι νομίζουμε) την αποκλειστικότητα τότε έχουμε την εντύπωση ότι εξαλείψαμε τον όποιο ανταγωνισμό. Είμαι εγώ στην καρδιά του/της, στο σώμα του/της, δεν υπάρχει χώρος για τρίτο πρόσωπο και δε δίνω το δικαίωμα στον άλλο (και σε μένα) να δοκιμάσει και να αποφασίσει που θέλει να είναι η καρδιά του και το σώμα του. Ο Μάλαμας λέει «τσάμπα καλός με το στανιό» και –αν και δεν ακούω Μάλαμα- τείνω να συμφωνήσω. Όμως ποια είναι η λύση;
Πρόσφατα συζητώντας με την Δήμητρα της έλεγα για ένα ζευγάρι που ήταν μαζί για 10 χρόνια και σε σύντομο διάστημα από τότε που ξεκίνησε τη σχέση του αποφάσισαν ότι δεν τους πάει η μονογαμία και ότι μπορούσαν να κάνουν σεξ και με άλλους ανθρώπους. Έβαλαν ωστόσο μερικούς κανόνες: θα μπορούσαν εκτός από την κοινή συμμετοχή τους σε ερωτικές περιπτύξεις με άλλους να πάνε ο καθένας με κάποιο άλλο πρόσωπο με τις εξής προϋποθέσεις: ποτέ δεύτερη φορά, πάντα λέμε στον άλλο γι’ αυτό και κατά προτίμηση με λεπτομέρειες. Λειτούργησε η συνθήκη τους και μάλιστα έβαλε ένα έξτρα πικάντικο τόνο αφού μετατράπηκε σε ένα ερωτικό παιχνίδι καύλας του τύπου «δες πώς το γκομενάκι σου, ανάβει κι άλλους/άλλες». Και μετά ήρθαν οι γκρίνιες, και οι τσακωμοί. Ακόμη δεν έχω καταλάβει πώς προέκυψαν αυτά στον περίπου 8ο χρόνο της σχέσης τους, κανείς δεν ερωτεύθηκε κανέναν άλλον. Μήπως τελικά αυτοί ξε-ερωτεύθηκαν ο ένας τον άλλον και δεν μπορούσαν να το παραδεχτούν; Πάντως όταν είπα στη Δήμητρα ότι ένα τέτοιο ζευγάρι χώρισε το αυθόρμητο σχόλιο της ήταν «Μα γιατί; Αφού είχαν λύσει το σημαντικότερο ζήτημα, αυτό που κάνει τα ζευγάρια να χωρίζουν». Προφανώς, δεν ίσχυε. Ίσως γιατί τελικά δεν είναι η απιστία που κάνει τα ζευγάρια να χωρίζουν. Είναι ότι, ακόμη μεταξύ ανθρώπων που ταιριάζουν -όσο μπορούν να ταιριάξουν δύο άνθρωποι που ξεκινώντας ως ξένοι αποφάσισαν σε κάποιο σημείο της ζωής τους ότι θέλουν να περνούν τα χρόνια τους μαζί- οι κοινωνικές συμβάσεις είναι εκείνες που τους υποδεικνύουν πώς πρέπει να ζήσουν.
Δεν μπορούν όμως να λειτουργούν όλα τα ζευγάρια με τον ίδιο τρόπο. Τα ζευγάρια αποτελούνται από δύο άτομα, αυτά τα δύο άτομα καλούνται να αποφασίσουν τι πραγματικά τους ενοχλεί ή όχι στη μεταξύ τους σχέση. Είναι δύσκολο βέβαια να αποτινάξεις ότι σου έμαθε η οικογένεια, το σχολείο, η θρησκεία και να βρεις τη δική σου ταυτότητα. Είναι όμως ίσως ένας πιο γνήσιος τρόπος για να λειτουργήσεις μαζί με άλλον έναν άνθρωπο κι αυτό να έχει ένα ποσοστό επιτυχίας. Ό,τι ονομάζει κανείς επιτυχία σε μια σχέση.
Όμως ξαναγυρνάμε στο ερώτημα: έχει νόημα να παλεύουμε για κάτι που δεν είναι στη φύση μας, δηλαδή στη βιολογία μας; Η ανθρωπολόγος Έλεν Φίσερ μελετάει τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου επί σειρά ετών και σε μια ομιλία ομιλία της το 2006 είπε μεταξύ άλλων «….αυτά τα τρία εγκεφαλικά συστήματα, επιθυμία για σεξ, ρομαντική αγάπη και προσκόλληση – δεν πάνε πάντα μαζί. Μπορούν, όμως να συνυπάρχουν. Γι’ αυτό και το ευκαιριακό σεξ δεν είναι τόσο ευκαιριακό. Με τον οργασμό έχουμε μια αύξηση της ντοπαμίνης. Η ντοπαμίνη συνδέεται με την ρομαντική αγάπη, και έτσι μπορούμε να ερωτευθούμε κάποιον με τον οποίο κάνουμε σεξ. Με τον οργασμό έχουμε μια αύξηση της οξυτοκίνης και της βασοπρεσίνης – αυτές συνδέονται με την προσκόλληση. Γι’ αυτό αισθανόμαστε αυτό το αίσθημα της κοσμικής ένωσης με κάποιον αφού κάναμε σεξ μαζί του. Αλλά αυτά τα τρία εγκεφαλικά συστήματα, η επιθυμία για σεξ, η ρομαντική αγάπη και η προσκόλληση, δεν είναι πάντα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μπορεί να αισθάνεστε μια βαθιά προσκόλληση με ένα μόνιμο σύντροφο ενώ ταυτόχρονα αισθάνεστε έντονη ρομαντική αγάπη για κάποιον άλλο, ενώ αισθάνεστε σεξουαλική παρόρμηση για ανθρώπους που δεν σχετίζονται με τους άλλους συντρόφους. Εν συντομία, είμαστε ικανοί να αγαπάμε περισσότερους από έναν ανθρώπους ταυτόχρονα. Μάλιστα, μπορούμε να είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τη νύχτα και να περνάμε από βαθιά αισθήματα προσκόλλησης για ένα πρόσωπο σε βαθιά αισθήματα ρομαντικής αγάπης για κάποιον άλλο. Είναι σαν να συνεδριάζει μια επιτροπή στο κεφάλι σας καθώς προσπαθείτε να αποφασίσετε τι να κάνετε. Επίσης, ειλικρινά δεν νομίζω ότι είμαστε ένα ζώο φτιαγμένο να είναι ευτυχισμένο, είμαστε ένα ζώο που φτιάχτηκε για να αναπαράγεται. Νομίζω ότι η ευτυχία που βρίσκουμε, τη δημιουργούμε. Και νομίζω, παρ’ όλα αυτά, ότι μπορούμε να δημιουργούμε καλές σχέσεις μεταξύ μας».
Κι αν αυτό ακούγεται αδιέξοδο δε σημαίνει ότι δεν πιστεύει στην ρομαντική αγάπη. Αντιθέτως, πάλι μέσω πειραμάτων κατέληξε το 2008 στο ότι «η ρομαντική αγάπη είναι μια παρόρμηση, μια βασική παρόρμηση ζευγαρώματος. Όχι η σεξουαλική παρόρμηση – αυτή σε κάνει να βγεις εκεί έξω αναζητώντας μια ολόκληρη γκάμα ερωτικών συντρόφων. Η ρομαντική αγάπη σου επιτρέπει να εστιάζεις την ενέργεια του ζευγαρώματος σε έναν κάθε φορά, να διαφυλάττεις την ενέργεια του ζευγαρώματος και να ξεκινάς τη διαδικασία, με αυτό το ένα άτομο. Σκέφτομαι όλη την ποίηση που έχω διαβάσει για τη ρομαντική αγάπη, και αυτό που τη συνοψίζει καλύτερα είναι κάτι που ειπώθηκε από τον Πλάτωνα πάνω από 2.000 χρόνια πριν. Είπε: “Ο Θεός του έρωτα ζει σε κατάσταση ανάγκης. Είναι μια ανάγκη. Είναι μια παρόρμηση. Είναι μια ομοιοστατική ανισορροπία. Όπως η πείνα και η δίψα, είναι σχεδόν αδύνατον να εξαλειφθεί”»
Άρα πόσο τρελός είναι ο εγκέφαλος μας που από τη μια μας βυθίζει στη τρέλα της ρομαντικής αγάπης ενώ παράλληλα μας σπρώχνει σε αναζήτηση σεξουαλικής ηδονής σε άλλους; Καθόλου, αν εξυπηρετεί συγκεκριμένους βιολογικούς σκοπούς. Πολύ, αν αυτοί οι σκοποί αλληλοσυγκρούονται.
Οι κοινωνικές αξίες αλλάζουν. Η ανθρώπινη φυσιολογία εξελίσσεται, έστω και με τραγικούς –σε σχέση με το πόσο εφήμερο είναι το πέρασμά μας σε αυτη τη ζωή- ρυθμούς. Ίσως κάποια στιγμή καταφέρουμε να πιστέψουμε ότι η κτήση δεν έχει κάνει σε τίποτα να κάνει με την αγάπη. Ίσως περάσει στη χημεία μας και κατ’ επέκταση στην καρδιά μας -γιατί όλα στο συναίσθημα παίζονται όχι στη λογική- ότι η αγάπη δεν ακυρώνεται όταν αλλάζει μορφή.
Μέχρι τότε θα τραγουδάμε το «ποιος σε πήρε να ‘ξερα / και θα τον εσκότωνα ένα βράδυ που ‘βρεχε που ‘βρεχε μονότονα», όπως ο Μιχάλης που έμαθε για την απιστία της Μαίρης –την ομολόγησε η ίδια σε αντίποινα για την δική του- και έπινε επί ένα μήνα συνέχεια και δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε όταν φώναζε στη μέση του δρόμου: «Σουηδίες τέλος, θα τη σκοτώσω». Δεν τη σκότωσε, μαζί είναι και ζουν την καθημερινότητά τους με σεξ, αγάπη, μικροτσακωμούς και ζήλιες. Εμένα θα σκοτώσουν αν διαβάσουν το θέμα.