Όταν ήμουν μικρή η μαμά μου με έβαζε να ακούω Φλέρυ Νταντωνάκη και έλεγε «Άκου την, δεν μοιάζει με καμία. Είναι ένα πουλί που κελαηδάει».
Δεν ενθουσιαζόμουν, μπερδευόμουν με τους στίχους, «Ποιος είν’ τρελός από έρωτα; Ας κάνει λάκκους την αυγή», δεν είχε εξάρσεις στην ερμηνεία της -με την έννοια του εντυπωσιασμού- που εύκολα τραβούν την προσοχή ενός παιδιού. Όμως, παρότι, δεν το ήξερα τότε η Φλέρυ με μάγευε νότα με τη νότα, μελωδία με τη μελωδία, ανάσα με την ανάσα. Καθόμουν φρόνιμη και άκουγα. Δεν καταλάβαινα, όμως ένιωθα . Αυτό το κατάλαβα, αργότερα.
Στις 18 Ιουλίου 1998 η μητέρα μου ακούει στις ειδήσεις ότι η Φλέρυ Νταντωνάκη πέθανε. Με ρωτάει αν θυμάμαι τα τραγούδια που μου έβαζε μουσική. Δεν είμαι σίγουρη. Όμως πια είμαι 19, έχω όρεξη να την ανακαλύψω (ξανά). Ακούω την ερμηνεία της στον Μεγάλο Ερωτικό, ακούω το Summertime και το Moonriver, την ακούω να ερμηνεύει Τσιτσάνη και χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, ακούω Φλέρυ και ανατριχιάζω. Λίγο καιρό αργότερα, ως φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού η Δήμητρα Γαλάνη, καλεσμένη από την καθηγήτρια μας κ. Λίτσα Τσοκανή στο πλαίσιο του μαθήματος Μουσικής, μας μιλάει για τη Φλέρυ Νταντωνάκη και για την ευθραυστότητά της. Μάλλον, τότε την ερωτεύθηκα. Ή μπορεί να κάνω και τελείως λάθος γιατί στην πραγματικότητα πάντοτε μας διαφεύγει η στιγμή του έρωτα.
Κάθε φορά που ακούω Νταντωνάκη κλαίω. Όχι πάντα με δάκρυα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Υπάρχει κάτι στην ερμηνεία της που διεγείρει μέσα μου συναισθήματα που την ύπαρξη τους δεν μπορώ να την ορίσω, όπως δεν μπορώ ποτέ να ορίσω την ίδια. Ακούω συχνά για την Νταντωνάκη ότι η φωνή της ήταν «θεία», ότι η ερμηνεία της ήταν «εξωπραγματική», ότι ο έρωτας μέσα από τη δική της ερμηνεία προβαλλόταν σε όλο του το αιθέριο μεγαλείο, όχι το σωματικό, αλλά σαν μια κατάσταση που μας υπερβαίνει, μια εμπειρία αθανασίας που συνεχώς ξεγλιστρά μέσα από την αγκαλιά μας. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει ότι η φωνή της Φλέρυς είναι σαν αγγέλου; Σαν κάτι δηλαδή μη ανθρώπινο όμως παρ’ όλα αυτά όχι ανοίκειο αλλά καθησυχαστικό; Κάτι σαν νανούρισμα από την μάνα μας, τότε που ήταν για μας η απόλυτη θεά του κόσμου μας, ήταν ο κόσμος μας, ο κόσμος ήταν μόνο αυτή και εμείς.
Είναι ευτυχία που έχει υπάρξει η Νταντωνάκη στον κόσμο αυτό. Για να κλαίμε κάθε φορά που την ακούμε. Όχι, από πληγή. Από παρηγοριά. Η φωνή της ήταν γεμάτη βροχή, όχι καταιγίδα, αλλά νερό που πέφτει πάνω στη γη ήρεμα και ζωογόνα. Μια βροχή σαν αυτή που μας ηρεμεί να την ακούμε κουκουλωμένοι στο κρεβάτι μας, αγκαλιά με τον μαξιλάρι. Η Φλέρυ τραγουδούσε τους πιο σπαραξικάρδιους στίχους «Άνοιξε, άνοιξε, / γιατί δεν αντέχω, /φτάνει πια, φτάνει πια / να με τυραννάς» με γαλήνη που έκανε την ένταση ακόμη πιο ανυπόφορη αλλά, ταυτοχρόνως, λειτουργούσε ως βάλσαμο. Ναι, η Φλέρυ ήταν βάλσαμο. Έτσι την νιώθω, πια. Εσείς;
Για την μαμά μου ήταν ένα πουλί. Σαν σήμερα, πριν από 21 χρόνια, το πουλί άνοιξε τα φτερά του∙ ούτως ή άλλως δεν ανήκε ποτέ εδώ.