«Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς». Αυτό είναι ένα απόσπασμα από επιστολή του Γιώργου Σεφέρη προς την Μαρώ. Το θυμήθηκα χτες που ήταν η επέτειος γέννησης του σπουδαίου νομπελίστα ποιητή. Και πολύ μου αρέσει ο τρόπος που ο Σεφέρης εκφράζει τον πόθο του προς την αγαπημένη του· λιτός, συμπυκνωμένος, χωρίς περιστροφές, χωρίς ντροπές και με αυτό το συγκλονιστικό «δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς». Όταν ποθούν οι ποιητές οι λέξεις στάζουν από καύλα, ερωτισμό και τρυφερότητα. Όλα μαζί, ανάκατα. Με αυτή την αφορμή έψαξα να βρω κάποια ερωτικά ποιήματα που με συγκινούν και όταν τα διαβάζω ακούω την καρδιά μου να κάνει κρακ. Εννοείται, πως έμειναν πολλά απέξω. Θα ακολουθήσει, κάποια στιγμή, δεύτερο μέρος. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με Σεφέρη που μας έκανε ήδη ποδαρικό τόσο απλά και συγκλονιστικά μαζί.
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου.
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.
Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.
Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.
Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω.
Τόση χαρά δε την μπορούν
τα μάτια.
Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να στις γιομίσω.
Όταν σε δαγκώνω, το αίμα σου έρχεται στο στόμα μου·
κι έπειτα εξανεμίζεται στις γαλάζιες σου φλέβες.
Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα
Σαν τσαμπί σταφύλι με κρατάς
στα δυο σου χέρια
αγαπημένε
Σαν κούπα κόκκινο κρασί
σα μεγάλο γυαλιστερό κοχύλι
Είναι κουπιά τα χέρια σου
και πλέουν
Στη χλιαρή καλοκαιριάτικη
θάλασσα
Αστέρια στη ψιλή αμμουδιά
να λιάζονται
Δυο σάλιαγκοι που βγήκαν
με τη πρωινή δροσιά
στο περιβόλι.
Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ.
μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος
Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά,
να σου φιλούν το χέρι.
Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `ταν όλα αληθινά.
Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.
Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `ταν όλα αληθινά.
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.
Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.
Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –
Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.
Άσε με ν’ αναπνεύσω ώρα πολλή, πολλή, το μύρο των μαλλιών σου, να βυθίσω όλο το πρόσωπό μου σαν άνθρωπος λουσμένος στα νερά κάποιας πηγής, αναταράζοντάς τα με τα χέρια μου σαν ένα μαντίλι μοσκοβολημένο, διαλύοντας τις αναμνήσεις στον αέρα. Αν ήξερες όλα όσα βλέπω, όλα όσα νιώθω, όλα όσα ακούω μέσα απ’ τα μαλλιά σου. Η ψυχή μου πλέει πάνω στο μόσκο όπως των άλλων πλέει πάνω στη μουσική. Τα μαλλιά σου κλείνουν ένα καθολικό όνειρο γεμάτο κατάρτια και πανιά, μεγάλες θάλασσες με θερμούς άνεμους ωθώντας με σε κλίματα ιλαρά, εκεί όπου το διάστημα βασιλεύει βαθύτερο και γαλανότερο, όπου η ατμόσφαιρα πάλλεται αρωματική μαζί με φύλλα με καρπούς και δέρμα ανθρώπινο. Στο πέλαο των μαλλιών σου το μάτι μου ξεκρίνει ένα λιμάνι πρησμένο με τραγούδια μελαγχολικά, στιβαρούς άντρες κάθε τόπου, πλεούμενα κάθε λογής, διαγράφοντας την πλέον περίπλοκη, λεπτοφυέστατη αρχιτεκτονική τους στο φόντο ενός απέραντου ουρανού όπου κυριαρχεί αέναη θερμότητα. Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τη νωχέλεια των αργόσυρτων ωρών πάνω σε ένα ανάκλιντρο μες στην καμπίνα κάποιου ωραίου καραβιού, βαυκαλισμένος από το ανεπαίσθητο λίκνισμα των νερών του λιμανιού, ανάμεσα σε γλάστρες και στάμνες με δροσερό νερό.
Μες στο σπινθηροβόλο τζάκι των μαλλιών σου, ανασαίνω τη μυρουδιά καπνού ανακατωμένου με όπιο και ζάχαρη. Μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου βλέπω να λάμπει το άπειρο του τροπικού κυανού.
Μέσα στις χαμηλές αμμουδιές των μαλλιών σου, μεθώ από τις διάχυτες οσμές του μόσχου, της πίσσας, και του κακαόλαδου.
Άσε με να δαγκάσω ώρα πολλή, πολλή, τις μελανές, βαριές πλεξούδες σου. Σαν τραγανίζω τα μαλλιά σου, ελαστικά και επαναστατικά, θαρρώ ότι μασώ τις αναμνήσεις.
Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά
και στα χείλη μου ορμούνε με μια μόνη σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά
λόγια αγάπης και λατρείας. Φθάνει να ’σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω, την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν’ αναπνέω· κι αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκης, να σε βλέπω μοναχά!
Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια.
Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου , με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι,
Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,
Και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια
Κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι
Η αγαπημένη μου
γλυκό καλάμι του σταριού
καλάμι πράσινο
που αναβλύζει γάλα.
Το δέρμα της,
ένα λιβάδι μαργαρίτες.
Σαν κλείνει τα μάτια της
δε βλέπω.
Τη φωνή της κράτησα ραβδί
κι ακολουθάω.
Τρεμάμενα δάχτυλα
φέρνω στο πρόσωπό μου
κι αγγίζω τη μορφή της.
Δεν έχω πρόσωπο.
Σε χαμηλωμένο φως που δεν ξέρει την περηφάνια
βασιλεύεις εσύ που την ξέρεις.
Σε απαλή εγκατάλειψη τραμπαλίζεται το χαμόγελό σου,
φρέσκο φύλλο που παίζει με μικρό βοριά.
Κι ως σηκώνεις τα χέρια σου και φωνάζεις ζήτω στην ομορφιά
λάμπουν σαν μέσα από δροσιά οι μασχάλες σου,
αγροτικά λουλούδια στην πρώτη τους ηλικία.
Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
ούτε ότι μ` άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
κατανόησης της κυανότητας, ή των αστεριών
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
στον λευκό υετό του χειμώνα—
όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάματα,
άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπουλου
Κάθε τριχούλα σου
σγουρή,
χρυσωμένη,
τη γεμίζω με χάδια.
Ω, τι άνεμοι,
από ποιο νότο
θαυματουργήσανε
με τη θαμμένη αυτή καρδιά;
Τα μάτια σου ανθίζουν
δυο ξέφωτα!
Σ’ αυτά τα ξέφωτα χοροπηδάω
σάμπως χαρούμενο παιδί.
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος