Ξέρω ότι οι περισσότεροι διαλέγετε με προσοχή τα βιβλία που θα σας συντροφέψουν στις καλοκαιρινές διακοπές. Άλλωστε είναι αυτά που θα συνδέσετε με το συγκεκριμένο νησί και καλοκαίρι, πχ εγώ θυμάμαι ότι το 2012 στη Λευκάδα ήταν η χρονιά που διάβαζα το «Κάτω από το δέρμα» του Μισέλ Φέιμπερ ή το 2018 στη Κέρκυρα ήταν το καλοκαίρι που ρούφηξα το «Το ηλεκτρικό πρόβατο» του Φίλιπ Κ. Ντικ. Κι εκεί που διαβάζετε απορροφημένοι στην παραλία όταν σκάσουν στις σελίδες γλαφυρές περιγραφές ερωτισμού και σεξ το πράγμα αποκτά ένα έξτρα ενδιαφέρον. Γιατί έχει την πλάκα του εκεί που παραδίπλα σου τσαλαβουτούν εσύ να διαβάζεις για τα επικά γαμήσια που περιγράφει ο Μπουκόφσκι, το παραλήρημα της πρώτης σεξουαλικής επαφής που αποτυπώνει ο Έκο και τον γεμάτο εικόνες αισθησιασμό του Χάκκα. Τρία αποσπάσματα λοιπόν από τρία εξαιρετικά βιβλία που μπορούν να σας κάνουν παρέα ενώ η άμμος μπαίνει στα πιο απόκρυφα σημεία του σώματος σας.
Έχω και τις εξαιρετικές μου στιγμές, όταν είσαι συ σπηλιά γλαφυρή κι εγώ σκάζω μέσα σου κύματα ή όταν τα σκέλια σου ανοίγονται σαν Κολοσσός της Ρόδου και μπαινοβγαίνω καράβι, τότε έρχονται χιλιάδες στίχοι, διαλέγω απ’ αυτούς τους καλύτερους και σιάχνω ένα ποίημα.
Όταν προσπαθώ τις συνηθισμένες στιγμές μου να γράψω στίχους, όταν δηλαδή άλλο σκέφτομαι, άλλο γράφω, αλλού είναι η γλώσσα μου κι αλλού τα πόδια μου, οι στίχοι αυτοί είναι κακοί και τους χρησιμοποιώ για φράσεις στην πρόζα. Μοιάζουν με το Γιώργο το λογιστή: Θα ‘θελε να ήταν οικονομολόγος. Κι εγώ που θα ‘θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω, όπως μιλάω, όπως περπατάω, πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές, γι’ αυτό και οι στίχοι μου σπάνιοι.
Να γιατί είσαι εσύ η κοιλάδα κι εγώ το σύννεφο που σε πλακώνω, χρυσή βροχή κι εσύ το χώμα που με ρουφάς. Η παρουσία σου με κάνει να θυμάμαι τα ξαπλωμένα βουνά, τις κορυφογραμμές που γίνονται πρόσωπο, στήθια, κοιλιά και μηροί, κι όλα μαζί φτιάχνουν στον ορίζοντα το Διγενή ν’ αναπαύεται. Με πέντε απλωτές διέσχισε το Αιγαίο και στάθηκε σ’ αυτό το νησί, να κοιμηθεί λίγο – μερικές χιλιετηρίδες.
Όταν λείπεις, προσπαθώ να μετρήσω την κίνηση του ρολογιού, να δω το φως πως αλλάζει. Ξέρω πως το ρολόι κινείται, πως το φως όσο πλησιάζει το βράδυ λιγοστεύει και σώνεται. Δε βλέπω τίποτα. Ούτε τη θερμοκρασία που κατεβαίνει μαζί με το βράδυ, ούτε το δέντρο πως μεγαλώνει. Χωρίς εσένα, είμαι μικρός, το καταλαβαίνω, πολλές φορές ένα τίποτα.
«Οι εξαιρετικές μου στιγμές» από τη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» του Μάριου Χάκκα.
Κι αυτή με φιλούσε με τα φιλιά του στόματός της, κι ήταν η αγκάλη της πιο καλή κι απ’ το κρασί, κι η ευωδιά των μύρων της καλύτερη απ’ όλα τ’ αρώματα, κι ήταν όμορφος ο λαιμός της μες στα γιορντάνια και τα μάγουλά της ανάμεσα στα σκουλαρίκια, όμορφη που είσαι, αγαπημένη, όμορφη που είσαι, τα μάτια σου είναι περιστέρια (έλεγα), δείξε μου την όψη σου, κι ας ακούσω τη φωνή σου, γιατί η φωνή σου είναι γλυκιά και η όψη σου είναι ωραία, μου πήρες την καρδιά, αδελφή μου, μου πήρες την καρδιά με μια ματιά σου, μ’ ένα κρικέλι της τραχηλιάς σου, κερήθρα που στάζει είναι τα χείλη σου, μέλι και γάλα κάτω απ’ τη γλώσσα σου, κι είναι η ανάσα σου σαν το μήλο, τα στήθη σου σαν τα τσαμπιά στ’ αμπέλι, και το λαρύγγι σου σαν το καλό κρασί που χύνεται ίσια στην αγάπη μου και που γλιστρά στα χείλη και στα δόντια… Πηγή του περιβολιού, νάρδος και κρόκος, μοσχοκάλαμο και κανέλα, σμύρνα και αλόη· κι εγώ γευόμουν το κερί και το μέλι, ρουφούσα το κρασί και το γάλα, μα ποια ήταν, ποια ήταν αυτή που φάνηκε σαν την αυγή, ωραία σαν τη σελήνη, λαμπερή σαν τον ήλιο, τρομερή σαν στρατιά με λάβαρα;
Το Όνομα του Ρόδου, του Ουμπέρτο Έκο, μτφ: Έφη Καλλιφατίδη
Η Τάνια γέλασε, σηκώθηκε, προχώρησε και ήρθε και έκατσε πάνω στα πόδια μου. Μια ΓΑΜΗΣΟΜΗΧΑΝΗ; Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Το δέρμα της ήταν δέρμα, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε, και η γλώσσα της καθώς έπαιζε μέσα στο στόμα μου καθώς φιλιόμασταν, δεν ήταν μηχανική – κάθε κίνηση ήταν αλλιώτικη, μια αντίδραση σε κάθε δική της κίνηση.
Έπιασα δουλειά, έσκισα τη μπλούζα που έκρυβε τα βυζιά της, έχωσα τα χέρια μου στην κιλότα της, είχα πολλά χρόνια να νιώσω τόσο καβλωμένος, και μετά πιαστήκαμε για τα καλά· για κάποιο λόγο βρεθήκαμε όρθιοι – και την πήρα στα όρθια, τα χέρια μου άρπαξαν τα ξανθά της μαλλιά, τραβούσε το κεφάλι της προς τα πίσω, ύστερα έσκυψα, έχυσε καθώς τη γαμούσα από τον κώλο-μπορούσα να νιώσω τους σπασμούς, και το ευχαριστήθηκα για τα καλά.
Ήταν το καλύτερο γαμήσι που είχα κάνει ποτέ μου!
Η πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη, του Τσαρλς Μπουκόφσκι, μτφ: Γιάννη Λειβαδά.