– «Γιατί δεν έχει ψυχή;»
Η Πρώτη είναι η αγαπημένη τους παραλία στο Νησί, κι ας μαζεύει αρκετό κόσμο. Ποια παραλία άλλωστε δεν έχει συνωστισμό ανήμερα Δεκαπενταύγουστου; Μόνο αυτές που μπορείς να τις προσεγγίσεις με σκάφος. Σκάφος δεν έχουν, εδώ δεν έχουν καν αιρ κοντίσιον στο αυτοκίνητο.
Φέτος όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Δηλαδή, όχι τελείως. Ο βράχος μέσα στη θάλασσα είναι εκεί, τα άσπρα βότσαλα έξω είναι ίδια και απαράλλαχτα, τα νερά είναι διάφανα και πεντακάθαρα όπως πάντα. Αλλά πουθενά, δε βλέπεις άνθρωπο, αυτοκίνητο, ομπρέλα ή έστω ένα τόσο δα κουβαδάκι. Η Πρώτη είναι έρημη και αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Όπως πρωτόγνωρος είναι και ο φετινός καύσωνας, με τη ζέστη που σε κάνει να νιώθεις ότι βράζει το μυαλό σου και ότι όλα τα υγρά του κορμιού σου εξατμίζονται.
Δεν κάθονται να το αναλύσουν. Η Πρώτη είναι ακόμη πιο όμορφη χωρίς ανθρώπους, μια θαλασσινή Εδέμ μόνο γι’ αυτούς. Αφήνουν τα πράγματα τους να πέσουν κάτω και βγάζουν τα ρούχα τους. Εκείνη προτείνει να γδυθούν τελείως, «τι τα χρειαζόμαστε τα μαγιό σε μια ερημική παραλία;», εκείνος αρνείται λέγοντας πως δεν ξέρουν για πόση ώρα ακόμη θα είναι οι δυο τους και δε θα εμφανιστεί καμιά παρέα ή οικογένεια, κι έτσι εκείνη βγάζει μόνο το από πάνω απελευθερώνοντας δύο στρογγυλά στήθη με ροδαλές ρώγες.
Με το που βουτούν μεταμορφώνονται. Ο εγκέφαλος ανθίζει, η καρδιά επιταχύνει τους χτύπους της, τα μαλλιά μακραίνουν, τα δόντια τους γίνονται πιο κοφτερά, τα άκρα τους πιο ευκίνητα. Κολυμπούν με άνεση, σαν ψάρια, γλιστρούν μέσα στο νερό απολαμβάνοντας υδάτινα χάδια στις κοιλιές τους, στους γλουτούς, στα στήθη. Νιώθουν ευδαιμονία, γελούν δυνατά χωρίς λόγο, το πέος του σκληραίνει, η κλειτορίδα της φουσκώνει, τα ρουθούνια τους ανοίγουν διάπλατα, αναπνέουν μέσα στο νερό, είναι ψάρια χωρίς λέπια, με πόδια, χέρια, μαλλιά και νύχια. Είναι άνθρωποι με βράγχια, με συνείδηση προ-ανθρώπινη, η θάλασσα είναι ο αμνιακός τους σάκος, σε λίγο θα γεννηθεί ένα νέο είδος, πρωτόγνωρο σαν τη ζέστη που φέτος τρελαίνει ό,τι ζωντανό.
Ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, εκείνος κουράζεται πρώτος και της λέει «Βγαίνω» ματαιώνοντας το θαύμα. Εκείνη αντέχει ακόμη αλλά τον ακολουθεί. Ξαπλώνουν πάνω στα ζεστά βότσαλα που τους καίνε την πλάτη. Είναι λαχανιασμένοι αλλά ευτυχισμένοι.
«Πεινάω», λέει αυτός μετά από λίγο. «Φάε εμένα», του ψιθυρίζει στο αυτί και του χαμογελάει.
Γλείφει την κοιλιά της προετοιμάζοντας την για όσα θα ακολουθήσουν. Και ύστερα τη δαγκώνει με λύσσα και καταπίνει κομμάτια του κορμιού της. Ούτε μια σταγόνα αίμα. Μόνο νερό θαλασσινό∙ η αλμύρα του καίει τον λαιμό. Είναι τόσο αφοσιωμένος στο να την καταβροχθίζει που δεν ακούει τα ουρλιαχτά των υπόλοιπων λουόμενων.
Τουρίστες και ντόπιοι με μαγιό βγαίνουν από τη θάλασσα, σηκώνονται από τις ψάθες, τρέχουν πανικόβλητοι καθώς ένας άνδρας τρώει ένα κορίτσι δίπλα στο κύμα, πάνω στα άσπρα βότσαλα.
Όταν εκείνος χορταίνει, αυτή σηκώνεται και πηγαίνει προς το νερό. Στο πέρασμά της γεννιούνται αστερίες, αχινοί και μικρά κοχύλια, σαν κι αυτά που στολίζει τα μαλλιά της κάθε καλοκαίρι. Εκείνος την ακολουθεί. Όλα είναι θάλασσα.