Στις συμβουλές όλοι καλοί είναι

Μια από τις πιο συχνές ατάκες που ακούω/λέω όταν συζητάω γκομενικά με φίλες είναι το «αφού μια χαρά στα λέω εγώ γιατί τα κάνω σκατά;». Αδέρφια, η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Όταν είσαι έξω από τον χορό μπορείς να δεις τα πράγματα με ψυχραιμία, βάζεις τη λογική σου να δουλέψει και μιλάς μέσα από την προσωπική σου εμπειρία αλλά χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Αυτό σημαίνει πως ό,τι λες είναι σωστό; Χμμμμμ.

Είναι απολύτως ανθρώπινο, για πολλούς και διάφορους λόγους,  όταν περνάμε δυσκολίες σε μια σχέση να θέλουμε να τις συζητήσουμε. Να νιώσουμε κατ’ αρχάς ότι έχουμε κοντά μας έναν άνθρωπο που έχει όλη τη καλή διάθεση να μας ακούσει και κατά δεύτερον να μας βοηθήσει. Όμως το θέμα είναι τι βοήθεια προσδοκούμε κάθε φορά που μιλάμε με έναν φίλο ή φίλη;

Η Έφη θέλει να ακούσει μια δεύτερη γνώμη, σχεδόν σα να πηγαίνει σε έναν δεύτερο γιατρό για να τσεκάρει πόσο στέκει η διάγνωση του πρώτου. Ο πρώτος γιατρός είναι ο εαυτός της. Έχει κάτσει, έχει σκεφτεί πολύ, έχει αναλύσει, έχει ρωτήσει κι έχει απαντήσει μόνη της. Και ύστερα θέλει να δει αν έχει εξετάσει όλα τα στοιχεία και είναι έτοιμη να προχωρήσει στην «εγχείρηση» ή αν μπορεί να της επισημάνει η κολλητή της κάτι που της έχει ξεφύγει. Και η κολλητή της συχνά πυκνά θα της κάνει μια σχεδόν παρόμοια διάγνωση αλλά -έκπληξη- θα της συστήσει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, συνήθως πιο πολεμοχαρή κι αντί για νυστέρι θα προτείνει τσεκούρι. Και όταν η Έφη αποφασίσει ότι όντως το νυστέρι χρειάζεται, όπως το ήξερε από την αρχή, και όχι το τσεκούρι όπως της πρότεινε η Γεωργία, η δεύτερη θα κάνει ένα «μπουμ» και θα αρχίσει η γκρίνια του «τι το συζητάμε ρε Έφη πέντε ώρες αφού τελικά θα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά θα κλαις με μαύρο δάκρυ;».

Γιατί υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις που ο φίλος/φίλη λόγω ιδιοσυγκρασίας μπορεί να εμπλακεί συναισθηματικά πολύ περισσότερο από ότι νομίζουμε και παίρνει τόσο πατριωτικά τον ρόλο του ως εκείνου που θα βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση ο άλλος που αισθάνεται ότι εάν γίνει στραβή έχει κι αυτός μερίδιο ευθύνης. Και μπορεί να τσακωθείς πάνω σε μια συζήτηση που ενώ ξεκίνησε για να πάρεις μια ψύχραιμη οπτική γωνία από έναν τρίτο τελικά εισπράττεις μια φουλ συναισθηματική προσέγγιση που αντί να σε ηρεμήσει μπορεί να σε ταράξει περισσότερο.

Άσε που συνήθως όταν τρέχουμε στους φίλους είναι για να πούμε πόσο μαλάκας είναι ο άλλος, πόσο χάλια μας φέρθηκε, ότι δεν ξεναγυρνάμε που να μας παρακαλάει και μετά από τρεις ώρες είμαστε πάλι όλο αγαπούλες μαζί του και η κολλητή/κολλητός κοντευει να αυτορπυποληθεί από την σύγχυση ενώ ωρύεται «Μα καλά εσύ δεν έλεγες πριν από λίγο ότι δεν θες να τον ξαναδείς στα μάτια σου;»

Θα πάρω ως δεδομένο ότι οι φίλοι έχουν τις καλύτερες προθέσεις, για μένα άλλωστε δεν νοείται αλλιώς. Όμως ασχέτως από τις προθέσεις ο καθένας, ειδικά στα γκομενικά, έχει τις δικές του εμπειρίες, τραύματα, νίκες και ήττες και σύμφωνα με αυτές προσεγγίζει ή αποφεύγει συναισθηματικούς δεσμούς. Και μπορεί κάτι που μια χαρά στέκει στον δικό σου χαρακτήρα να μην στέκει στον άλλον ή κάτι που ισχύει για μια σχέση να μην ισχύει σε μια άλλη.

Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν κανόνες αλάθητοι ούτε συμβουλές-πανάκεια που η εφαρμογή τους ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. Το να αντιμετωπίζουμε τη γνώμη ενός φίλου ως το απόλυτο «χάπι» που θα δώσει λύση στο συναισθηματικό μας μπλέξιμο σημαίνει και ότι δεν έχουμε τη διάθεση να πάρουμε την ευθύνη να το λύσουμε. Άσε που πολλές φορές ρωτάμε όχι φίλο αλλά φίλους κι εκεί έρχεται το απόλυτο μπάχαλο (αν όλοι πάντως συμφωνούν μεταξύ τους να σας βάλει σε υποψία ότι μπορεί να έχουν δίκιο).

Η «βοήθεια του κοινού» είναι θεμιτή αρκεί να μην ξεχνάμε ότι την τελική απόφαση του πώς θα χειριστούμε μια δύσκολη κατάσταση την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι.  Εκτός κι αν θέλετε να ζείτε τη σχέση δια αντιπροσώπου.

Η Μάρω συνέχεια ρωτάει τη Κλειώ για το πώς πρέπει να διαχειριστεί τους καβγάδες με τον Χρήστο, πώς να κοντρολάρει τη ζήλια της, πώς να του εκφράσει αυτά που θέλει ακόμη και τη δώρο να του πάρει στα γενέθλια του. Η Κλειώ απαντάει, η Μάρω εφαρμόζει πάντα όσα της λέει η Κλειώ, η σχέση της Μάρως με τον Βαγγέλη ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες αλλά είναι να αναρωτιέται κανείς αν ο Βαγγέλης έχει καταλάβει ότι τελικά μάλλον με την Κλειώ τα έχει παρά με την Μάρω.

Αν μπερδεύτηκατε δεν πειράζει. Συζητήστε το με τους φίλους σας και κάπως, κάπου θα βγει μια άκρη. Άλλωστε μερικές φορές αυτές οι κουβέντες μπορεί να γίνονται γιατί έχουμε την ανάγκη να μοιραστουμε όσα αισθανόμαστε και όχι επειδή ζητάμε να μας δώσουν λύσεις. Και γι’ αυτό έχουμε τους φίλους, για να μοιραζόμαστε. 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου